Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Posts Tagged ‘Εμπρός’

Ο Γιάσος (το πρώτο καλοκαίρι, στο νησί – β΄μέρος)

Posted by tofistiki στο 04/02/2012

Δεύτερη συνέχεια της δημοσίευσης χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός»

Όταν με ξύπνησε η μαμά μου, το βαπόρι είχε φτάσει απ’ έξω από το λι­μάνι του νησιού μας.
Ώσπου να πλυθώ και να ντυθώ είχε ρίξει με θόρυ­βο τις άγκυρές του.

Όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, είχε κυκλω­θεί από τις βάρκες, που είχαν ξεκινήσει να το προϋπαντήσουν μόλις φά­νηκε στ’ ανοιχτά. Έφερναν τους επιβάτες που θα ταξίδευαν για τον Πειραι­ά και θα παίρνανε τους φερμένους στο νησί.
Σε κάθε βάρκα ήταν συνήθως οι δυο βαρκάρηδες, ο βοηθός τους, καμμιά δεκαριά επιβάτες κι αμέτρητο πλήθος βαλίτσες, καλάθια, μπόγοι, κλουβιά με πουλιά, κότες δεμένες ανά δύο από τα πόδια τους κι άλλα τσουμπλέκια. Οι βαρύτερες αποσκευές, μπαούλα, έπιπλα και εμπορεύματα, έρχονταν με τις χοντρές μαύρες μαούνες, που τις αργόσερναν μπενζίνες.

Οι βαρκάρηδες κάνανε τρομερό σαματά με τις φωνές τους. Όλοι βιάζονταν να περάσουν πρώτοι τους επιβάτες τους στο καράβι για να πάρουν τους ταξιδιώτες, που θ’ αποβιβάζονταν στο νησί. Όποιος αργούσε σ’ αυτή την επιχείρηση, κινδύνευε να γυρίσει άδειος πίσω.

Η μητέρα μου, που κρατιόταν γερά από τα κάγκελα του βαποριού και με κρατούσε και μένα το ίδιο σφιχτά από το χέρι, σα να φοβόταν πως θα γλιστρούσα και θα ‘πεφτα στη θάλασσα, έβαλε ξαφνικά χαρούμενες φωνές και μου ‘δειξε τις βάρκες.

Ξεχώρισα αμέσως, στη δεύτερη, τον Γιάσο, που ήταν από τέτοια απόσταση ορατός διά γυμνού οφθαλμού, καθώς ήταν τεράστιος σε ανάστη­μα, πραγματικός γίγαντας και το τελείως φαλακρό κεφάλι του άστραφτε στον ήλιο, σαν καινούργιο καλογυαλισμένο χάλκωμα.

Ο Γιάσος δεν ήταν ούτε βαρκάρης, ούτε βοηθός, ούτε επιβάτης, ήταν όμως πάντοτε μέσα στις βάρκες και φαινόταν πως είχε το γενικό πρόσ­ταγμα. Για πολλά χρόνια μου είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση πως ο Γιάσος, που τον θυμόμουν από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ήταν το αφεντικό του λιμανιού, ένα είδος υπερλιμενάρχη. Όποτε μ’ έπαιρνε βόλτα από το σπίτι μας, η πεποίθηση αυτή ρίζωνε ακόμα περισσότερο.
Γιατί ο Γιάσος έπαιρνε, χωρίς να ζητήσει κανενός την άδεια, όποια βάρκα ήθελε και με πήγαινε ένα γύρω στο λιμάνι ή στο Μακρύ Γιαλό ή στα Τσαμάκια. Όλοι οι άνθρωποι του λιμανιού τον ήξεραν και τον χαιρετούσαν φιλικά. Την Καθα­ρή Δευτέρα, που τη γιορτάζαμε όλοι μαζί, συνήθως στη συνεχόμενη αυλή της θείας Ζωής και της θείας Ευτυχίας, ο Γιάσος έφερνε τα καταπληχτικότερα και σπανιότερα θαλασσινά στο τραπέζι μας. Κι ακόμα μου διηγιόταν συναρπαστικές ιστορίες από τα ταξίδια του στην Πόλη και στα βάθη της Ανατολής.
(Πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως ο Γιάσος ήταν, μονάχα, ένας από τους φορτοεκφορτωτές του λιμανιού.)

Τον καιρό εκείνον ο Γιάσος είχε περάσει τα σαράντα και ήταν μισοσακατεμένος από ένα ατύχημα. Στα νιάτα του όμως ήταν, όπως μου διηγιόταν η γιαγιά, πραγματικός Ηρακλής. Μπορούσε να σταματήσει έναν αραμπά, που τον έσερναν δυο άλογα και μπορούσε, λέγανε, να σηκώσει ένα γάιδαρο με το φορτίο του μαζί. Κάποτε όμως, δέκα περίπου χρόνια πιο πριν, εξαιτίας κακής στιβασίας έπεσαν απάνω του όλα τα άδεια σιδερένια λαδοβάρελα, αυτά που τα λένε «μπόμπες», που ήταν φορτωμένα σ’ έναν αραμπά. Οποιοσδήποτε άλλος θα σκοτωνόταν επί τόπου. Ο Γιάσος όμως κατάφερε, όχι μόνο να σηκωθεί, αλλά πήγε μόνος του ως το γιατρό.
Από τότε όμως το αριστερό του χέρι και το αριστερό του πόδι ήταν λίγο πιο αργοκίνητα από τα αν­τίστοιχα δεξιά του άκρα και το δεξί του μάτι ήταν μόνιμα μισόκλειστο. Το σακατιλίκι αυτό όμως έκανε το Γιάσο να φαίνεται στα παιδικά μου μάτια σαν ένας συμπαθητικός κύκλωπας.

Όταν η βάρκα έφτασε στη σκάλα του βαποριού, ο Γιάσος αρπάχτηκε σβέλ­τα από τα σκοινιά και παρακάμπτοντας βαρκάρηδες και χαμάληδες, επιβιβαζόμενους και αποβιβαζόμενους επιβάτες, ναύτες και λιμενικούς, ανέβη­κε στο κατάστρωμα. Η μητέρα μου τον αγκάλιασε και ο Γιάσος τη φίλησε σταυρωτά. Ύστερα στράφηκε σε μένα, με άρπαξε από τις μασχάλες, με πέ­ταξε ψηλά, με άρπαξε στον αέρα και με ξανάστησε στα πόδια μου φωνά­ζοντας,
«Γεια σου, Μίμαρε!»
Κατόπιν πήρε όλες σχεδόν τις αποσκευές μας στα δυο του χέρια και ξανακατέβηκε στη βάρκα του το ίδιο γρήγορα και αντικανονικά.

(συνεχίζεται)

Οι παλιές φωτογραφίες του λιμανιού της Μυτιλήνης είναι από εδώ

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Το πρώτο καλοκαίρι, στο νησί (α΄μέρος)

Posted by tofistiki στο 25/01/2012

Ο Μίμης, που έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα στις 17 του Δεκέμβρη, άφησε μερικά έτοιμα έργα που δεν πρόφτασε να τα εκδώσει.
Μάλιστα, μας έλεγε συχνά «έχω ακόμα ένα σωρό βιβλία να βγάλω -άλλα τα ‘χω ήδη γραμμένα κι άλλα είναι μέσα στο κεφάλι μου- που υπολογίζω ότι πρέπει να ζήσω ακόμα 10 χρόνια για να τα ολοκληρώσω». Δεν ήταν γραφτό…
 –
Ένα από αυτά που είχε ολοκληρώσει, είναι το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», στο οποίο αναπολεί ευτυχισμένες – και λιγότερο ευτυχισμένες – στιγμές της ζωής του, εστιάζοντας σε εφτά καλοκαίρια, από τα παιδικά και τα μαθητικά του χρόνια (1936, 1939), την εφηβεία μέσα στην Κατοχή και την Αντίσταση (1944), τα φοιτητικά χρόνια στις μολυβένιες μέρες του εμφυλίου και των μετεμφυλιακών διώξεων (1945 – 1951), την επαγγελματική δραστηριότητα στη δεκαετία τού 1960 και την περίοδο της χούντας (1973) και, τέλος, τα χρόνια της ωριμότητας (1985).
Δύο κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στη Μυτιλήνη και αποτυπώνουν στιγμές της προπολεμικής και κατοχικής ζωής στο νησί. Από το υλικό αυτό, η Κική, διάλεξε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που θα δημοσιεύονται σε συνέχειες, κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με την οποία είχε, ως γνωστόν, μακρά συνεργασία.
Το Φιστίκι θα αναδημοσιεύει και εδώ τα αποσπάσματα, που μπαίνουν επίσης και στο ιστολόγιο του Νίκου.
 –
Θλιβερή μέρα η σημερινή, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε τόσο άδικα και τόσο ξαφνικά κι αυτός, σαν τον πατέρα μου, έχοντας ακόμα να δώσει τόσα πολλά…
 –

(Το πρώτο καλοκαίρι είναι αυτό του 1936. Ο Μίμης είναι 7 χρονών και επιστρέφει στη Μυτιλήνη, μετά από απουσία τριών χρόνων που η οικογένεια έζησε στην Αθήνα και στην Κρήτη ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα του).

   Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο χωριό του παππού μου (από τη γενιά της μητέρας μου).
Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν ζεστό και ξερό. Για μένα κύλησε πολύ ευτυχισμένα και έτσι μού ‘μεινε αξέχαστο, αλλά για τους μεγάλους ήταν ένα τρομερό καλοκαίρι. Στην Ισπανία είχε ξεσπάσει η ανταρσία των εθνικιστών, στην Αβησσυνία τέλειωνε ο κατακτητικός πόλεμος του Μουσολίνι, στην Κίνα άρχισε ο πόλεμος με τους Γιαπωνέζους, ο Χίτλερ φοβέριζε την Ευρώπη, στη Σοβιετική Ένωση τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Και στην Ελλάδα εκείνο το καλοκαίρι θα γινόταν δικτατορία. […] Αποφασίστηκε να περάσουμε το καλοκαίρι στο νησί. Η μαμά μου το απαιτούσε επίμονα, επιταχτικά σχεδόν, κι ο πατέρας μου το δέχτηκε χωρίς πολλές αντιρρήσεις, γιατί περίμενε πως μέσα στο καλοκαίρι θα διοριζόταν στο υποκατάστημα της Τράπεζας στο νησί.

  Το πλοίο λεγόταν «Αρντένα» και θα ξεκινούσε το απόγεμα. Πρώτοι θα φεύγαμε η μαμά μου κι εγώ και ο πατέρας θα ακολουθούσε σε έναν περίπου μήνα, όταν θα έπαιρνε το χαρτί της μετάθεσής του. Πήγαμε όλοι μαζί με ταξί στον Πειραιά κι ο πατέρας μου μας συνόδεψε μέσα στο πλοίο, στο οποίο ανεβήκαμε από μία πανύψηλη λοξή σκάλα, που οδηγούσε από την προκυμαία στην πρύμνη του. Μας ταχτοποίησε στην καμπίνα μας, που τη μοιραστήκαμε με άλλες δύο κυρίες κι έμεινε μαζί μας στο σαλόνι του καραβιού, ώσπου πέρασε ένας ναυτικός με πηλίκιο και χρυσά γαλόνια, που χτυπούσε ένα κουδούνι και φώναζε:
«Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπται να αποβιβασθούν. Το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως.»

Τότε ο μπαμπάς μου μας φίλησε και κατέβηκε από τη μεγάλη σκάλα στο μουράγιο του λιμανιού.
Για λίγην ώρα μείναμε στην πρύμνη, βλέποντας τον μπαμπά μου, που έστεκε ακόμα στο μουράγιο, να μικραίνει συνεχώς. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστρώματος βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, που δεν προσφερόταν καθόλου για ρεμβασμό και ήσυχο διάβασμα, όπως ήθελε εκείνη κι έτσι στραφήκαμε στην πιο απόμερη γωνιά του, πίσω από το δεύτερο φουγάρο, όπου υπήρχε μόνο μια ήσυχη παρέα από καμιά δεκαπενταριά πολίτες και πεντέξι χωροφύλακες.

  Από την αρχή μού κίνησε την περιέργεια αυτή η παρέα, γιατί είχε κάτι το παράταιρο, που δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους επιβάτες της τρίτης θέσης. Δε μοιάζανε με τους τσιγγάνους, τους χωριάτες και τους φαντάρους, που κυριαρχούσαν στο κατάστρωμα. Ήταν καθαροί και ντυμένοι με ρούχα της πόλης, σακάκια, παντελόνια, καμπαρτίνες και φορούσαν ρεπούμπλικες ή τραγιάσκες. Είχαν όλοι δίπλα τους βαλίτσες κι όχι μπόγους ή καλάθια, μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα και δε δείχνανε καμμιάν ανησυχία ή βιασύνη. Δεν είχαν το ανήσυχο βλέμμα που ρίχναν οι χωριάτες γύρω τους, μαζεύοντας κοντά τους τα τσουμπλέκια τους μην τύχει και τους τα κλέψουν. Μου φάνηκαν ήσυχοι και πειθαρχικοί σαν φαντάροι κι ας μη φορούσαν στολή, εκτός από τους χωροφύλακες.

  Στην αρχή τούς πέρασα πως ήταν μια παρέα, κατόπιν όμως πρόσεξα πως οι πολίτες δεν άλλαζαν ούτε κουβέντα με τους χωροφύλακες, που κάθονταν λίγο παράμερα, κρατώντας ανάμεσα στα γόνατά τους τα ντουφέκια τους. Μια φορά μόνο ένας χωροφύλακας έβγαλε από την τσέπη της στολής του μια φωτογραφία, την κοίταξε λίγο και μετά την έδωσε σ’ έναν άλλο χωροφύλακα. Αυτός την παρατήρησε αρκετήν ώρα χαμογελώντας και την έδωσε σε άλλο συνάδελφό του. Η φωτογραφία πέρασε έτσι από όλους τους χωροφύλακες και ο τελευταίος, χαμογελώντας, την έδειξε σε έναν πολίτη, από εκείνη την παρέα. Έναν κοντό και γεροδεμένο, μεγάλης ηλικίας, με κόκκινο γελαστό πρόσωπο, που φορούσε τραγιάσκα, καθόταν σ’ ένα πάνινο διπλωτό σκαμνί κι είχε την καμπαρτίνα του αναρριχτή στους ώμους.
Αυτός πήρε τη φωτογραφία, την κοίταξε αμίλητος, ενώ το πρόσωπό του σκυθρώπιαζε. Μερικοί από την παρέα του σκύψανε πάνω από τον ώμο του να δουν κι αυτοί. Ύστερα ο γέρος έδωσε τη φωτογραφία πίσω στο χωροφύλακα, διόρθωσε την καμπαρτίνα του, που του ‘χε πέσει από τους ώμους και σκύβοντας στο διπλανό του, λες κι ήθελε να του πει κάτι εμπιστευτικά, άρχισε απροσδόκητα να τραγουδά με χαμηλή μπάσα φωνή:

«Θύελλες, άνεμοι, γύρω μας πνέουν
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν»
Όλη η παρέα έπιασε το τραγούδι χαμηλόφωνα:
«σε άνισες μάχες ριχνόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν».

Αμέσως έγινε ταραχή. Οι χωροφύλακες σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν:
«Πάψτε» «Σκασμός» «Σιωπή».
Ακούγοντας το σούσουρο οι λοιποί επιβάτες της τρίτης θέσης, άλλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και κοίταζαν με περιέργεια και κάποιοι πλησίασαν να δουν τι τρέχει.

Δεν μπόρεσα να δω τι έγινε από κει και πέρα, γιατί η μαμά μου σηκώθηκε βιαστικά, μ’ άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε προς τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω κατάστρωμα. Εκεί η μαμά μου μού ‘πε σιγανά:
«Είναι κομμουνιστές και τους πάνε στον Άι-Στράτη, εξορία»
Δε ζήτησα άλλες εξηγήσεις, γιατί ήξερα τι θα πει «κομμουνιστές». Πολλοί φίλοι μας ήταν τέτοιοι. Μάλιστα λέγανε πως κι ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, η μαμά μου όμως όταν γινόταν σχετική συζήτηση τους διόρθωνε:
«Όχι ακριβώς, είναι αριστερός».

(συνεχίζεται)
 
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για κάποια φωτογραφία του πλοίου που αναφέρει ο Μίμης, βρήκα εδώ τη θλιβερή ιστορία που το συνοδεύει, καθώς στον πόλεμο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, και μεταφέροντας  Ιταλούς αιχμάλωτους του γερμανικού στρατού, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1943, βυθίστηκε στην είσοδο του κόλπου του Αργοστολίου, προσκρούοντας  σε νάρκη.
Αντιγράφω από εδώ:
Σύμφωνα με μαρτυρίες Ιταλών διασωθέντων, επικράτησε πανικός, καθώς οι αιχμάλωτοι ήταν στοιβαγμένοι στο αμπάρι του πλοίου και σωσίβια υπήρχαν μόνο για τους Γερμανούς. Όσοι από τους κρατούμενους κατάφεραν να πέσουν στη θάλασσα δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τις σωστικές λέμβους γιατί οι Γερμανοί που ήταν μέσα σε αυτές τους πυροβολούσαν. Από τους 840 επιβαίνοντες Ιταλούς σώθηκαν μόνο οι 120 που κατάφεραν να φθάσουν κολυμπώντας στην ακτή. Οι υπόλοιποι 720 αιχμάλωτοι βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι 60 Γερμανοί που επέβαιναν στο πλοίο σώθηκαν όλοι…
Για τα αίτια της βύθισης επικράτησαν δύο εκδοχές: α) όσοι υποστήριζαν την πρώτη εκδοχή πίστευαν ότι οι Γερμανοί σκόπιμα βύθισαν το πλοίο τοποθετώντας στο αμπάρι του ωρολογιακή βόμβα ρυθμισμένη να εκραγεί μόλις το ΑΡΝΤΕΝΑ βγει από τον κόλπο του Αργοστολίου, ως αντεκδίκηση για την επίθεση στις 15 Σεπτέμβρη του 1943 στην ίδια θαλάσσια περιοχή κατά 3 φορτηγίδων που μετέφεραν Γερμανούς από το Ληξούρι στο Αργοστόλι. β) σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή το πλοίο έπεσε σε ιταλικό ναρκοπέδιο.
 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Η αποτυχία των ειδικών

Posted by tofistiki στο 22/12/2011

Το τελευταίο κείμενο που έγραψε ο Δημήτρης Σαραντάκος για το «Εμπρός«, όπου και δημοσιεύτηκε, μετά τον αναπάντεχο θάνατό του. 
 
Εντός των ημερών, σκεφτόμαστε να ξεκινήσουμε την ανάρτηση κάποιων ανέκδοτων κειμένων του Μίμη, σε εβδομαδιαίες συνέχειες, όπως κάποτε γινόταν στα περιοδικά. Ακόμα το σχέδιο είναι υπο διαμόρφωση, αλλά σύντομα θα ξεκινήσει. Νομίζω πως θα το ήθελε κι εκείνος…
 

Ο Κλεμανσώ, μου φαίνεται, είχε πει: «ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να το εμπιστευθούμε στους στρατιωτικούς». Μήπως όμως δε συμβαίνει το ίδιο και με άλλη κατηγορία ειδικών; Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι φρόνιμο να εμπιστευόμαστε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως η οικονομία, στους οικονομολόγους;

Αν το καλοεξετάσουμε θα δούμε πως κανένας απολύτως από τους τόσους καθιερωμένους οικονομολόγους δεν είχε προβλέψει την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2009 και απλώθηκε σε όλον τον πλανήτη. Και δεν είναι ένας ή δύο, είναι άπειροι. Μόνο στις ΗΠΑ υπάρχουν πέντε οικονομολόγοι με βραβείο Νόμπελ, (γιατί μπορεί να μην απονέμεται βραβείο Νόμπελ σε μαθηματικούς, υπάρχει όμως για οικονομολόγους), βάλε τώρα πόσοι είναι οι απλοί.

Υπάρχει και ελληνοκύπριος νομπελίστας οικονομολόγος, που ήρθε πριν λίγα χρόνια (πριν ξεσπάσει η κρίση) στην Ελλάδα, από τα Λονδίνα όπου διατρίβει, και πρότεινε τέτοια μέτρα για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, που μόνο με δικτατορία χιτλερικού τύπου θα μπορούσαν να εφαρμοστούν…

Επανερχόμενος στην παρούσα διεθνή κρίση, επισημαίνω πως, αν ανατρέξουμε στα όσα έχουν πει όλοι αυτοί οι κύριοι τα τελευταία δέκα χρόνια, θα δούμε πως όχι μόνο δεν την είχαν  καν προβλέψει, αλλά και αφότου ξέσπασε, ούτε την ερμήνευσαν σωστά, ούτε έχουν προτείνει κάποια λύση για την αντιμετώπισή της.

Πριν ξεσπάσει η κρίση, οι μεγάλοι οικονομολόγοι έδειχναν σίγουροι πως το σύστημα αντέχει και δεν υπάρχει περίπτωση να μπει σε κρίση. Το ονόμαζαν δε με διάφορες παραπλανητικές ονομασίες: το έλεγαν «σύστημα ελεύθερης οικονομίας», «σύστημα αγοράς», ουδέποτε όμως καπιταλιστικό. Γιατί παρόμοια, επιστημονικώς ακριβής, ονομασία παρέπεμπε στον Μαρξ, στην πάλη των τάξεων και σε άλλους εξίσου «αντιπαθείς» όρους και πηγές.

Κανείς επίσης ειδικός οικονομολόγος δε συσχέτισε το ισχύον οικονομικο-πολιτικό σύστημα με τον αντίστοιχο τρόπο παραγωγής, που είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, διότι θα έπρεπε να μιλήσουν και για τη δυσαρμονία που παρουσιάζει το σύστημα με την τεχνολογικό πρόοδο.

Σήμερα, που η Γνώση και η Πληροφορία έχουν γίνει παραγωγικές δυνάμεις, το σύστημα δεν περπατάει. Αυτό το παραδέχεται ακόμα και ο Σαρκοζί, που μόνο μαρξιστής δεν είναι. Ουσιαστικά, το καπιταλιστικό σύστημα, που πριν από εκατόν πενήντα χρόνια υπήρξε συντελεστής προόδου, αφού αντικατέστησε τη χειρωνακτική εργασία με μηχανές, ενοποίησε τον πλανήτη και υποστήριξε την επιστημονική έρευνα, σήμερα έχει χάσει αυτά τα θετικά του γνωρίσματα και έχει περιοριστεί μόνο στα αρνητικά.

Έχει μετατρέψει τα πάντα σε εμπορεύματα, έχει επιβάλει τον πιο άγριο ανταγωνισμό στις οικονομικές αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις, έχει διχάσει τον πλανήτη σε πλούσια και φτωχά έθνη, έχει δημιουργήσει  τεράστιες ανισότητες ακόμα και στα «προηγμένα» υποτίθεται κράτη και καταστρέφει το περιβάλλον σε επικίνδυνο βαθμό. Πρέπει λοιπόν να φύγει από τη μέση.

Η αλλαγή αυτή δεν είναι απαραίτητο να γίνει με τη βία και την επανάσταση. Άλλωστε και η προηγούμενη μεταβολή από το φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα στο καπιταλιστικό, μόνο στη Γαλλία έγινε με επανάσταση. Στην Αγγλία, στην Πρωσία και σε άλλες χώρες έγινε με νομοθετικές ρυθμίσεις.

Προβλέπω πως κάτι ανάλογο θα γίνει και τώρα. Οι «αγορές», δηλαδή ουσιαστικά οι τράπεζες, θα επανέλθουν στον αρχικό τους προορισμό. Από κυρίαρχες της οικονομικής και πολιτικής ζωής, που έχουν γίνει, θα ξαναγίνουν οργανισμοί διευκόλυνσης των συναλλαγών. Ο πλούτος δεν θα παράγεται πια στις τράπεζες, και μάλιστα με τους ουσιαστικά παράνομους τρόπους που παράγεται σήμερα (με χρηματιστηριακά κόλπα, με πλύσιμο μαύρου χρήματος και με ένα σωρό ανάλογους), αλλά στους τόπους εργασίας, όπου θα «εργάζονται» ρομπότ και αυτόματες μηχανές, που θα τις επιβλέπουν μια χούφτα ειδικοί, που θα αποτελέσουν την αυριανή άρχουσα τάξη.

 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Επικαιρότητα, Περιοδικό, εφημερίδα "Εμπρός", οικονομική κρίση | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Η Μυτιλήν’ μας είνι ένα τρανό χουριό

Posted by tofistiki στο 12/12/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που θα δημοσιευτεί στις 13/12/2011 στο Εμπρός
 

Στο στίχο αυτόν, από το πασίγνωστο σατιρικό τραγούδι του Στρατή Παπανικόλα, που τραγούδησε ο Κάργας στη «Λεσβιακή Επιθεώρηση» το 1938, αντί «Μυτιλήνη» πρέπει να διαβάζουμε Λέσβος και αντι «τρανό χωριό» να διαβάζουμε σπουδαίο νησί. Πραγματικά η ονομασία Μυτιλήνη υποκατέστησε την ονομασία Λέσβος κατά τον Μεσαίωνα, πριν οι Τούρκοι πάρουν το νησί και γιαυτό στη γλώσσα τους λέγοντας Midilli εννοούνε όλη τη Λέσβο. Ίχνη από την ονομασία Λέσβος διασώθηκαν στα τοπωνύμια Λισβόρι (=Λέσβου όριον) και Λεσβάδος.

Ανεξαρτήτως του ονόματός της η Μυτιλήνη/Λέσβος είναι σπουδαίο νησί από κάθε πλευρά. Εκτός του ότι είναι, μετά την Κρήτη και την Εύβοια, το τρίτο σε μέγεθος ελληνικό νησί, είναι από την αρχαιότητα ακόμα φημισμένο για την πλούσια χλωρίδα της και την πλούσια σε ποσότητα και ποικιλία γεωργική παραγωγή της. Πλούσιο είναι επίσης το υπέδαφός της. Αν αξιοποιηθεί το γεωθερμικό δυναμικό της θα λυθεί το ενεργειακό πρόβλημα του νησιού.

Αφορμή για το σημερινό σημείωμα στάθηκε η εξαιρετικά πετυχημένη εκδήλωση που έκαναν οι εκδόσεις «Αιολίδα» στις 8 Δεκεμβρίου στο μέγαρο της Παλιάς Βουλής, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Η Λέσβος το 1912». Ήταν πολύ επιτυχημένη εκδήλωση, τόσο από πλευράς συμμετοχής, όσο και από πλευράς περιεχομένου. Αξίζει κάθε έπαινος στους οργανωτές της εκδήλωσης, τον Μανόλη Μανώλα και τη Μαρία Σελάχα.

Εκείνο που σου κάνει εντύπωση ανοίγοντας απλώς το βιβλίο, είναι, πως το πρώτο μέλημα της πρώτης ελληνικής διοίκησης του απελευθερωμένου νησιού, ήταν η πλήρης καταγραφή όλων των στοιχείων που το αφορούσαν. Από τον πληθυσμό, κατά εθνικότητα και κατά φύλο, ως τα πολιτιστικά και οικονομικά δεδομένα. Μελαγχολεί κανείς όταν συλλογιστεί πόσο ευσυνείδητα λειτουργούσε τότε η κρατική μηχανή, όταν μάλιστα τη συγκρίνει με το σημερινό μπάχαλο, όταν κανένας υπουργός δεν είναι σε θέση να μας πει τον ακριβή αριθμό των προσώπων που μισθοδοτούνται από το δημόσιο ή να μας πληροφορήσει, γιατί εκκρεμούν πέντε χρόνια τώρα, οι ενέργειες για να γίνουν γνωστά τα ποσά που έχουν κατατεθεί σε ελβετικές τράπεζες και. τα πρόσωπα στα οποία ανήκουν.

Ένα άλλο στοιχείο, που προκύπτει από τη μελέτη του βιβλίου είναι πως η Μυτιλήνη/Λέσβος είχε περάσει σε ελληνικά χέρια πολλές δεκαετίες πριν ο απελευθερωτικός στόλος φτάσει στο νησί.

Τη Μυτιλήνη οι Τούρκοι την πήρανε με πόλεμο το 1462, δηλαδή εννιά χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης. Όπως κάνανε σε κάθε δοριάλωτο τόπο που πατούσανε, εκτός από τις εκτεταμένες σφαγές, μεταφέρανε χιλιάδες Μυτιληνιούς στην ερημωμένη από κατοίκους Κωνσταντινούπολη και εποικίσανε το νησί με Τούρκους, που φέρανε από τη γειτονική Μικρασία και στους οποίους δώσανε τα γονιμότερα εδάφη στην ύπαιθρο και τις καλύτερες γειτονιές στη Χώρα.

Τους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας οι ραγιάδες υποφέρανε τα πάνδεινα, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Με τη δουλειά τους, με την επινοητικότητα και την καρτερικότητά τους, στους επόμενους δύο αιώνες είχαν κυριαρχήσει απόλυτα στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Ακόμα και θεομηνίες, όπως το «μεγάλο κάι» δηλαδή ο τρομερός παγετός, που τον Ιανουάριο του 1857 έκαψε όλα τα ελαιόδεντρα του νησιού, έγιναν αφετηρίες για προκοπή. Άλλοι στράφηκαν στη ναυτιλία και το εμπόριο και σύντομα ευημέρησαν, ενώ άλλοι μετανάστευσαν στη γειτονική Μικρασιατική ακτή, όπου δούλεψαν σκληρά και σε λίγα χρόνια γύρισαν στο νησί με πολλά λεφτά.

Στα σχολειά δεν διδάχθηκε ποτέ αυτή η αθόρυβη εποποιία. Ίσως γιατί δεν είχε τίποτα το ηρωικό (μάχες και τα παρόμοια) εκτός από τον άφατο ηρωισμό της αδιάκοπης δουλειάς και της εγκαρτέρησης. Θυμάμαι τον παππού μου, τον μπαρμπα-Γιώργη, θιος σχωρέστον, τον Μυρογιάννη, που μου είπε μια φορά μια κουβέντα του δικού του παππού:

«Κάθε κασμαδιά που ρίχνω στο χώμα, είναι μια κλωτσιά στον πισινό του Τούρκου».

Το αποτέλεσμα είναι πως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα καλύτερα χτήματα, όλα τα ελαιοτριβεία, όλο το εμπόριο και η ναυτιλία ήταν σε ελληνικά χέρια. Οι κατακτητές έγιναν υποταχτικοί των καταχτημένων. Αλλά η κατάσταση είχε αλλάξει από πιο μπροστά. Αρχές του 19ου αιώνα οι ραγιάδες είχαν χτίσει, σαν κάστρα, στα σύνορα της τουρκικής με την ελληνική συνοικία, τρεις εκκλησίες, τη μια πολύ κοντά στην άλλη: τους Αγίους Αποστόλους, τον Άη Γιώργη και τους Αγίους Θεοδώρους και οι παπάδες είχαν κανονίσει τις Κυριακές να λειτουργούν όχι ταυτόχρονα αλλά με διαφορά μιας ώρας μεταξύ τους και έτσι το ίδιο εκκλησίασμα πήγαινε από τη μια εκκλησιά στην άλλη, ενώ οι Τούρκοι εντυπωσιάζονταν, βλέποντας κατάμεστες τις εκκλησιές.

Το 1805, αν δεν κάνω λάθος, χτίστηκε στην Κουμιδιά η γοτθικού ρυθμού μητρόπολη και το καμπαναριό της δεν το χτίσανε δίπλα στο ναό αλλά μπροστά από αυτόν, ώστε να είναι ορατό από την τουρκική συνοικία και το κάνανε δυο μέτρα πιο ψηλό από τον μιναρέ του Γενή-τζαμιού! Λύσσαξαν οι Τούρκοι από αυτή την πρόκληση και πήγανε στον Βαλή, απαιτώντας να το χαμηλώσει. Αυτός όμως, που είχε ήδη τσεπώσει το πλούσιο μπαχτσίς, δεν έκανε τίποτα.

Τέλος στα 1875 νομίζω, χτίσανε τον Άγιο Θεράποντα, που με το μέγεθός του δεσπόζει στην πόλη. Έμπαινε ο ξένος με το πλοίο στο λιμάνι μιας τουρκικής πόλης και το πρώτο πράμα που αντίκριζε ήταν μια μεγαλοπρεπής χριστιανική εκκλησία ρωμανικού ρυθμού.

Τελευταίον αλλά όχι έσχατον άφησα τον πολιτισμό. Στον τομέα αυτό οι Μυτιληνιοί πραγματικά διαπρέψανε. Δεν είναι μόνο οι σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Σταυράκης Αναγνώστης, ο Δημήτριος Βερναρδάκης και οι αδερφοί του και πλήθος άλλοι, αλλά είναι επίσης τα πολλά σχολεία που λειτουργούσαν από τα μέσα του 18ου αιώνα, ανάμεσα στα οποία από τις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχαν και παρθεναγωγεία, δηλαδή σχολεία για κορίτσια. Σύντομα πολλά από τα σχολεία αυτά στεγάστηκαν σε ευρύχωρα και μεγαλοπρεπή για τα μέτρα της εποχή κτίρια με χρήματα πλουσίων χορηγών.

Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά ακόμα για την πνευματική και πολιτιστική πρόοδο που είχε πετύχει η Μυτιλήνη, πριν ακόμα ελευθερωθεί, αλλά φοβάμαι πως έχω ξεπεράσει τα όρια της χωρητικότητας της σελίδας και ίσως και τα όρια της ανοχής των αναγνωστών μου και γιαυτό σταματώ.

 

 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Ιστορία, Νέες εκδόσεις, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Η ισχύς των επιστημονικών θεωριών

Posted by tofistiki στο 24/10/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που δημοσιεύεται στο Εμπρός, στις  25/10/2011

   
Όπως θα έχετε παρατηρήσει αγαπητοί αναγνώστες, στη στήλη αυτή κατά κανόνα δεν πολιτικολογώ και γενικά αποφεύγω την πολιτικολογία και μάλιστα την καφενειακού τύπου. Και όχι μόνο εγώ, αλλά και οι φίλοι μου. Στις δύο παρέες, όπου ταχτικά συχνάζω, στους λεγόμενους «Καλλονιάτες», στην Αθήνα και στο «Φιλολογικό Καφενείο» του Μορφωτικού συλλόγου στην Αίγινα, η θεματολογία των συζητήσεων που κάνουμε είναι πολύ μεγάλη, αλλά με σιωπηρή συμφωνία δε συζητούμε για την πολιτική, το ποδόσφαιρο και για οικονομικά θέματα.

  Έτσι, και το σημερινό μου σημείωμα δεν έχει σχέση με την πολιτική αλλά με ένα πολύ πιο ενδιαφέρον θέμα: την ισχύ των επιστημονικών θεωριών, γιατί πριν από ένα περίπου μήνα τα ΜΜΕ (το αρκτικόλεξο αυτό πολλές φορές πρέπει να το διαβάζουμε: Μέσα Μαζικού Εκμαυλισμού), με τη σχετική τυμπανοκρουσία, μας πληροφόρησαν πως «ανετράπη η θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν», επειδή ερευνητές ανακάλυψαν πως υπάρχουν νετρίνα που τρέχουν με ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα του φωτός – οριακή ταχύτητα, κατά τη θεωρία της Σχετικότητας.

  Ανεξάρτητα από το αν επιβεβαιωθεί η παρατήρηση των ερευνητών, η θεωρία της Σχετικότητας δεν έχει καθόλου ανατραπεί, για τον απλούστατο λόγο πως στην Επιστήμη δεν υπάρχουν απόλυτες και αιώνιες αλήθειες. Η Επιστήμη προσπαθεί να προσεγγίσει την αλήθεια ασυμπτωτικώς, ξέροντας πως απόλυτες και αιώνιες αλήθειες δεν υπάρχουν. Όταν από τα πορίσματα πειραματικών ερευνών αποδειχθεί ότι δεν συμφωνούν με μια επιστημονική θεωρία, αυτή απλώς αναθεωρείται.

  Εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά μεταξύ Επιστήμης και Δόγματος. Τα Δόγματα δέχονται πως υπάρχουν πάγιες αλήθειες, με αιώνια ισχύ, που δεν επιδέχονται ούτε αναθεώρηση ούτε αμφισβήτηση, είτε γιατί τις είπε ο Θεός, δια των προφητών και απεσταλμένων του, είτε γιατί τις διατύπωσαν διάφοροι «κλασσικοί» της φιλοσοφίας. Για την Επιστήμη τέτοιες αλήθειες δεν υπάρχουν. Όλα μπορούν να αναθεωρηθούν, μόλις προκύψουν νέα δεδομένα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι παλαιές θεωρίες ανατρέπονται, αλλά πως η ισχύς τους περιορίζεται σε στενότερα πλαίσια.

  Η ανακάλυψη πως το άτομο δεν είναι άτμητο (αυτό σημαίνει ο όρος) δεν ανέτρεψε τη θεωρία του Δημοκρίτου, αλλά περιόρισε την ισχύ της στον ορατό κόσμο, των μικρών ταχυτήτων και θερμοκρασιών και των πεδίων μικρής ενέργειας. Το ίδιο και το έργο του Αϊνστάιν στη Φυσική δεν «ανέτρεψε» το έργο του Νεύτωνα, που εξακολουθεί να ισχύει στον τρισδιάστατο χώρο και σε συνήθεις ταχύτητες. Ούτε η διαμόρφωση των καμπυλόγραμμων γεωμετριών, από τον Λομπατσέφσκι και άλλους, «ανέτρεψε» τη Γεωμετρία του Ευκλείδη.

  Αν λοιπόν επιβεβαιωθεί πως υπάρχουν νετρίνα που κινούνται με ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα του φωτός, η θεωρία της Σχετικότητας δε θα πάψει να ισχύει. Απλώς θα εξακολουθεί να ισχύει για τις ταχύτητες που είναι ίσες ή μικρότερες από την ταχύτητα του φωτός. Γιατί οι διάφορες θεωρίες της Φυσικής και της Χημείας είναι νοητικά εργαλεία, με τα οποία ο άνθρωπος, προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Δεν αποτελούν απόλυτες αλήθειες. Μακρινοί πρόγονοί τους ήταν οι θεωρίες του Ηράκλειτου, του Πρωταγόρα, του Δημόκριτου, του Αρίσταρχου, και άλλων σοφών της Αρχαιότητας.

  Είναι πραγματικά άξιο θαυμασμού αν συγκρίνει κανείς τα επιτεύγματα του ανθρώπινου μυαλού με τη μηδαμινότητα του ίδιου του ανθρώπου. Είμαστε όντα που προήλθαμε από την εξέλιξη άλλων κατώτερων βιολογικών ειδών, κατοικούμε σε έναν μετρίου μεγέθους πλανήτη, ο οποίος περιστρέφεται μαζί με άλλους οκτώ, γύρω από ένα μεσαίου μεγέθους αστέρα, που με τη σειρά του ανήκει μαζί με μερικά εκατομμύρια άστρα στον Γαλαξία και υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιοι γαλαξίες στο ορατό, από τα όργανά μας, Σύμπαν, γιατί υπάρχουν εκατομμύρια ίσως, μη ορατά ακόμα, Σύμπαντα. Και όμως, αυτό το μικρό όν, με το μυαλό του τόλμησε να διεισδύσει στο απείρως μέγα (όπως είναι ο κόσμος των γαλαξιών) και στο απείρως μικρό (στον κόσμο του ατόμου και των υποατομικών σωματιδίων) και να αναζητήσει τα μυστικά που κρύβουν.

  Βεβαίως υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που επί αιώνες κυριαρχούσε απόλυτα στα μυαλά των απλών ανθρώπων, σύμφωνα με την οποία τίποτα δεν αλλάζει ούτε εξελίσσεται, πως όλα λειτουργούν με βάση νόμους και κανόνες, που θέσπισε κάποιος Δημιουργός και οι οποίοι από τότε λειτουργούν αναλλοίωτοι. Παλαιότερα, οι υποστηρικτές αυτών των θεωριών δίδασκαν πως η Γη είναι επίπεδη και βρίσκεται στο κέντρο του Σύμπαντος και λίγο έλειψε να παραπέμψουν τον Κολόμβο στην Ιερά Εξέταση, γιατί ζήτησε να πορευθεί στους αντίποδες, την ύπαρξη των οποίων απέρριπταν, εν τω πλήθει της σοφίας τους, ο Ιερός Αυγουστίνος και ο Άγιος Λακτάντιος. Δεν είναι αστείο: Το ζήτησε ο ίδιος ο εξομολόγος της βασίλισσας Ισαβέλλας.

  Όσο για τον μεγάλο σοφό της Αναγέννησης, τον Τζορντάνο Μπρούνο, που υποστήριζε πως υπάρχουν εκατομμύρια κόσμοι σαν τη Γη, η Εκκλησία έκρινε πως ήταν αιρετικός, διότι οι απόψεις τους προϋπέθεταν την ύπαρξη ανάλογου αριθμού θεανθρώπων σωτήρων και τον έκαψε ζωντανό, αφού του ξερίζωσε τη γλώσσα που έλεγε τις βλασφημίες αυτές!

 

 (στη φωτογραφία, ο Αϊνστάιν μόλις άκουσε οτι καταρρίφθηκε η θεωρία του :-p )
 
 

Posted in Γνώμες και σχόλια, εφημερίδα "Εμπρός", εγκυκλοπαιδικές σελίδες | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Λίγα λόγια για το Αφγανιστάν

Posted by tofistiki στο 20/10/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που δημοσιεύτηκε στο Εμπρός, στις  18/10/2011
 
 

Μια που στο προηγούμενο σημείωμά μου είχα καταπιαστεί με τις εξελίξεις σε ξένες χώρες (Ισλανδία, Αργεντινή κ.α.), ας μου επιτρέψετε να σας πω δυο κουβέντες για το Αφγανιστάν.

Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε το διάβασμα ενός αξιόλογου βιβλίου, που τιτλοφορείται «Χαρταετοί πάνω από την πόλη», του Καλέντ Χοσεϊνί (μετάφραση Βαγγέλη Κατσάνη – εκδόσεις «Ψυχογιός»).
Ο συγγραφέας του, που τα τελευταία τριάντα χρόνια ζει στην Αμερική, ανήκει στο πλειοψηφούν εθνικό στοιχείο της χώρας, στους Παστούν, και όπως φαίνεται στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Το βιβλίο περιέχει προφανώς πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και μας δίνει την ιστορία της πολύπαθης αυτής χώρας από το 1973, όταν ανατράπηκε η μοναρχία του Ζαχίρ Χαν, ως τις μέρες μας. Είναι καλογραμμένο βιβλίο και διαβάζεται ευχάριστα. Ο συγγραφέας δεν είναι φανατικός, ούτε θρησκόληπτος, οπωσδήποτε όμως δεν είναι αμερόληπτος. Διαβάζοντας το βιβλίο του διαπιστώνεις την τάση του να προβάλει την εθνική περηφάνεια για τη χώρα του και τους Παστούν, την εθνοτική ομάδα στην οποία ο ίδιος ανήκει.

Ο πατέρας του αφηγητή, που είναι ουσιαστικά η κυριαρχούσα μορφή στο μυθιστόρημα, ανήκε στην άρχουσα τάξη της χώρας και είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Άνθρωπος επιβλητικός και περήφανος, δεν έχασε την αξιοπρέπειά του ούτε την περηφάνεια του, ακόμα και όταν η φορά των πραγμάτων τον κατάντησε μικροπωλητή σε υπαίθρια αγορά μιας μικρής πόλης της Καλιφόρνιας.

Στην αρχή του βιβλίου αναφέρονται, κάπως υπαινικτικά, οι πολιτικές εξελίξεις που ταλαιπώρησαν την πολύπαθη αυτή χώρα, από την εποχή που καταργήθηκε η μοναρχία ως την εποχή της εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος του η αφήγηση επικεντρώνεται στη δράση των Ταλιμπάν, των «μαθητών με τα καλάζνικωφ». Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από το φανατισμό και τη σκληρότητα αυτών των «μαθητών της σοφίας του θεού», που πυροβολούσαν αδιστάκτως όποιον γελούσε ή τραγουδούσε, γιατί το γέλιο, η χαρά και η διασκέδαση είχαν τεθεί εκτός νόμου.

Εκείνο όμως που πραγματικά σε καταθλίβει είναι η μοίρα των γυναικών, στις οποίες η προηγηθείσα αριστερή κυβέρνηση του Μπαμπράκ Καρμάλ είχε παραχωρήσει πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Όχι μόνο χάσανε όλα τα δικαιώματά τους, αλλά δεν μπορούσαν να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα, ούτε να κυκλοφορούν ασυνόδευτες. Και φυσικά έπρεπε να είναι θαμμένες κυριολεκτικά στα σκούρα ή μαύρα ρούχα τους.

Παλαιότερα είχα διαβάσει ένα άλλο μυθιστόρημα για το Αφγανιστάν, το «Ένα δέντρο στο κέντρο της Καμπούλ» (έκδοση «Σύγχρονη Εποχή»), γραμμένο όμως όχι από Αφγανό, αλλά Ρώσο, και σαφώς απολογητικό της σοβιετικής εισβολής, την οποία ο καλαμπουριτζής της παρέας μου είχε τότε χαρακτηρίσει «το Αυνανιστάν του Μπρέζνιεφ».

Το Αφγανιστάν ήταν ανέκαθεν χώρα δυσπρόσιτη και ο λαός της περήφανος και ανυπότακτος. Όσοι κατακτητές προσπάθησαν να τον υποτάξουν, νικήθηκαν. Από τους Βρετανούς, που απέτυχαν το 1918 ύστερα από τρεις απόπειρες να εισβάλουν, ως τους Σοβιετικούς, που άδειασαν τη χώρα το 1989 μετά από δέκα χρόνια κατοχής, και ως τους Αμερικανούς, που επίσης ύστερα δέκα χρόνια δεν ξέρουν πώς να βγούνε από την παγίδα που τους έριξε ο Μπους.

Και όμως, για να θυμηθώ τους προσφιλείς μου Αρχαίους, υπήρξε ένας καταχτητής, που ρίζωσε στη χώρα αυτή, που τότε λεγότανε Βακτριανή. Ο Αλέξανδρος! Καταδιώκοντας τα τελευταία λείψανα του περσικού στρατού, ο στρατός του Αλεξάνδρου μπήκε στη Βακτριανή και ακολούθως στη γειτονική Ινδία, φτάνοντας ως τον Ινδό Ποταμό. Μια μεγάλη πόλη του σημερινού Αφγανιστάν, το Κανταχάρ, χτίστηκε από τους Μακεδόνες και το όνομά της θυμίζει τον Αλέξανδρο, μια που οι Άραβες το ονόμαζαν Αλ-Ισκάντερ.

Οι Μακεδόνες, λοιπόν, και μετά την αποχώρηση και το θάνατο του Αλεξάνδρου, έμειναν στη Βακτριανή και τον καιρό των Διαδόχων στερέωσαν εκεί ένα ισχυρό βασίλειο, με επιφανείς βασιλείς, σαν τον Ευκρατίδη, το Στράτωνα, τον Ερμαίο και το Μένανδρο, ο οποίος μάλιστα έγινε βουδιστής και έστειλε Έλληνες βουδιστές ιεραποστόλους ακόμα και στις ελληνιστικές Αίγυπτο και Συρία. Ένα από τα «ιερά βιβλία» του βουδισμού, το «Μιλίντα Πάνια» (δηλαδή τα ερωτήματα του Μενάνδρου), έχει το όνομά του. Θα θυμάστε ίσως και ένα ποίημα του Καβάφη που επιγράφεται «Νομίσματα» και αναφέρεται σε ινδικά νομίσματα «κραταιοτάτων μοναρχών, του Εβουκρατίνταζα, του Στρατάγα, του Μεναντράζα, του Εραμαϊάζα», και τελειώνει έτσι:

«Πώς συγκινείται όμως ο Γραικός,
όταν γυρίσει τα νομίσματα απ’ την καλή πλευρά τους
και διαβάσει ελληνικά ονόματα,
Ευκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος, Ερμαίος.»

.

(Αξίζει να δείτε την πολύ όμορφη ταινία «The kite runner«, του Marc Forster, βασισμένη στο βιβλίο του Καλέντ Χοσεϊνί)

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Ιστορία, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος

Posted by tofistiki στο 28/09/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου,
που δημοσιεύτηκε στο «Εμπρός» στις 27/09/2011

Το έχω πει και το έχω γράψει πολλές φορές, πως καμαρώνω γιατί τέλειωσα το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης (ο πλήρης τίτλος του τότε), επειδή είχα την τύχη να έχω λαμπρούς καθηγητές, τον Μίλτη τον Παρασκευαΐδη, τον Βασίλη τον Αρχοντίδη, τον Απόστολο τον Αποστόλου και άλλους άξιους εκπαιδευτικούς. Αν επιμένω σ’ αυτούς τους τρεις, είναι γιατί οι δύο πρώτοι με βοήθησαν να γνωρίσω την αρχαία ελληνική σκέψη, να αγαπήσω την ιστορία και να μάθω καλά ελληνικά, ενώ ο τρίτος με έκανε να αγαπήσω τη Χημεία.
Θυμάμαι μια παρατήρηση του Βασίλη του Αρχοντίδη, όταν μας δίδασκε τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού, στο σημείο εκείνο όπου ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος βγαίνοντας από το ακάτιον του Χάρωνος αρνήθηκε να πληρώσει το ναύλο, που ήταν ένας οβολός, λέγοντας: «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», δηλαδή δεν μπορείς να πάρεις λεφτά από κάποιον που δεν έχει. Ο Αρχοντίδης μάς επισήμανε πως η φράση αυτή αποτελεί πραγματική αρχή της οικονομίας. Για να πάρεις από κάποιον χρήματα, έστω και έναν οβολό (ευτελέστατο ποσό), πρέπει αυτός να διαθέτει λεφτά, αλλιώς ματαιοπονείς.

 

Κρίμα που δε ζει ο καλός μου δάσκαλος να διδάξει στον Μπένυ Χιλλ και τον Φόρεστ ΓΑΠ τη μεγάλη αυτή αλήθεια, καθόσον, ανελλήνιστοι όντες, θα την αγνοούν. Γιατί το εξοργιστικό της όλης υπόθεσης είναι πως αυτοί οι κύριοι ζητάνε συνεχώς να παίρνουν χρήματα από αυτούς που δεν έχουν και όχι από τις πραγματικά σοβαρές πηγές εσόδων, δηλαδή τις κερδοφόρες (ακόμα και σε εποχή γενικής κρίσης) ελληνικές τράπεζες, τους μεγαλοοφειλέτες φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και δανείων, την εκκλησιαστική περιουσία. Αυτές τις αφήνουν στο απυρόβλητο και μας δουλεύουν από πάνω, ισχυριζόμενοι πως είναι σοσιαλιστές (πρόεδρος μάλιστα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς ο ΓΑΠ).

Πιστεύω πως δεν είναι πολύ μακριά η μέρα, που οι μη έχοντες οβολόν θα αποφασίσουν να απαντήσουν στην επίθεση που δέχονται χρόνια τώρα, λέγοντάς τους το «ουκ αν λάβοις» του Λουκιανού. Οργανωμένα, όμως, αποτελεσματικά και καθολικά. Και εκεί θα φανεί αν η Αριστερά θα είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο της, όχι με τα καθιερωμένα, αόριστα και γενικόλογα συνθήματα του τύπου «Αντεπίθεση λαέ», αλλά με συγκεκριμένες δράσεις, οι οποίες θα καλύπτουν από νομικής και πολιτικής πλευράς την άρνηση καταβολής χαρατσιών και εισφορών από τους μη έχοντες.

Αθεράπευτα αισιόδοξος ή αφελής, αν θέλετε, έλπιζα πως οι σημερινοί ηγέτες του Πανελλήνιου ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ Κινήματος (γιατί – για όσους το ξέχασαν – αυτό σημαίνει το αρκτικόλεξο ΠΑΣΟΚ) θα προχωρούσαν σε ενέργειες που θα αμφισβητούσαν τη νομιμότητα μεγάλου ποσοστού των χρεών που μας έχουν φορτώσει και θα απορρίπτανε την εξόφλησή του, όπως έκανε ο Ραφαέλ Κορέα, Πρόεδρος του Ισημερινού, που προσφεύγοντας σε διεθνή δικαστήρια πέτυχε να ακυρωθεί, ως παράνομο, το 85% του τεράστιου χρέους της χώρας του σε τράπεζες του εξωτερικού.

Παράλληλα, έλπιζα πως θα ξεκινούσε από την κυβέρνηση κάποια μελέτη οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας, όπως έκανε η Αργεντινή, η οποία μέσα σε δέκα χρόνια ανέκαμψε ολοκληρωτικά από τη φοβερή κρίση τού 2000, που κόντεψε να τη διαλύσει. Τότε φάνηκε το πολιτικό θάρρος της κυβέρνησης, που κάλυπτε πλήρως τους εργαζόμενους σε κάθε επιχείρηση που χρεωκοπούσε, όταν την έπαιρναν στα χέρια τους και τη λειτουργούσαν για λογαριασμό τους. Δημιουργήθηκαν τότε τα «εργοστάσια χωρίς αφεντικά» (fabricas sine padrones), που όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά αποδείχτηκαν κερδοφόρα.

Τα έλπιζα να γίνουν αυτά, που έγιναν με επιτυχία σε άλλες χώρες, γιατί όπως γράφω είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος και παραγνώρισα το αναμφισβήτητο γεγονός πως αυτοί που μας κυβερνούν ευθυγραμμίζονται πάντοτε με τη θέση του Σημίτη όταν έλεγε από το βήμα της Βουλής «ευχαριστούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες», ενστερνίζονται με όλη τους την ψυχή αυτό που είπε κάποτε ο Πιπινέλης, ως υπουργός Εξωτερικών της Εθνοσωτηρίου: «δε θα κάνω ποτέ τίποτα που να δυσαρεστήσει τους μεγάλους συμμάχους μας» ή επικαλούνται το «εθνικόν συμφέρον», όπως το είχε επικαλεστεί ο Ιωάννης Ράλλης, πρωθυπουργός της χώρας επί Κατοχής – μόνο που αυτός ταύτιζε το εθνικό συμφέρον με την υποταγή στις εντολές του Τρίτου Ράιχ, ενώ τούτοι το ταυτίζουν με την υπακοή στις εντολές της Τρόικας.

Επειδή, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να είμαι αισιόδοξος, με παρηγορεί η ελπίδα πως τελικά όλοι αυτοί οι κύριοι δε θα αποφύγουν την παραπομπή τους σε ειδικά δικαστήρια. Να πληρώσουν επιτέλους κάποιοι για τα δεινά που προκάλεσαν στη χώρα και να μην πέσουν, όπως όλοι οι προηγηθέντες, στα μαλακά.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Παίζοντας με τους αριθμούς

Posted by tofistiki στο 22/09/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που δημοσιεύτηκε στις 20/09/2011, στο Εμπρός
 

Στις 11 Σεπτεμβρίου παρακολούθησα στην τηλεόραση, και όχι σε κανένα σκουπιδοκάναλο, αλλά σε σοβαρό, υποτίθεται κανάλι, έναν τύπο, που, με περισπούδαστο ύφος αυθεντίας, μιλούσε με τις ώρες για τις μαγικές ιδιότητες του αριθμού 11. Μας πληροφόρησε λοιπόν πως το σχήμα και η διάταξη των δίδυμων πύργων παραπέμπει στο αριθμό 11. Ομοίως τα ονόματα: του τότε προέδρου των ΗΠΑ στα αγγλικά (George W. Bush), της Νέας Υόρκης (New York city), αλλά και του Αφγανιστάν (Afghanistan), της χώρας από την οποία εξόρμησαν οι τρομοκράτες, όλα περιέχουν 11 γράμματα.

Εκτός αυτού, η πολιτεία της Νέας Υόρκης είναι η 11η πολιτεία που προσχώρησε στις νεογέννητες ΗΠΑ. Και αν δε φτάνουν όλα αυτά, ο αριθμός 11 υποκρύπτεται στην ημερομηνία της επίθεσης, αφού 1+1+9=11, αλλά, καθώς η 11η Σεπτεμβρίου είναι η 254η μέρα του χρόνου, και 2+5+4=11.

Μας ανέφερε επίσης πως το πρώτο αεροπλάνο που έπεσε στους πύργους είχε αριθμό πτήσης 11!

Ανεξάρτητα από όλες αυτές τις μεγαλοπρεπείς ανοησίες, η ενασχόληση με τους αριθμούς, πέρα από την επιστημονική της σημασία, κρύβει πολλά θέλγητρα. Πολλοί θα γνωρίζουν τον Άλμπρεχτ Ντύρερ, ένα μεγάλο Γερμανό ζωγράφο και χαράκτης της Αναγέννησης, λίγοι όμως ξέρουν πως ήταν και διαπρεπής μαθηματικός και πολύ λιγότεροι πως είχε κατασκευάσει το «μαγικό τετράγωνο» που έχει το όνομά του. Πρόκειται για ένα τετράγωνο που υποδιαιρείται, δίκην σκακιέρας, σε τετραγωνίδια, όχι όμως 64, όπως η σκακιέρα, αλλά μόνο σε 16, καθένα από τα οποία περιέχει έναν αριθμό από το 1 ως το 16. Πού βρίσκεται η μαγεία του τετραγώνου; Στον αριθμό 34, γιατί όπως και αν αθροίσεις τους αριθμούς που περιέχουν τα τετραγωνίδια, κατά στήλες, κατά σειρές, διαγωνίως, των τεσσάρων γωνιακών τετραγωνιδίων ή των τεσσάρων τετραγωνιδίων του κέντρου και κατά τέσσερις άλλους συνδυασμούς, πάντοτε το άθροισμα είναι 34! Ο Ντύρερ ήταν πολύ περήφανος για το τετράγωνό του και διασκέδαζε παρακινώντας τους φίλους του να το εξηγήσουν.

Με τους αριθμούς μαγεύτηκαν οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι, που τους είχαν αποδώσει σχεδόν θεολογική σημασία, φτάνοντας στο σημείο να… δολοφονήσουν ένα μαθηματικό της Σχολής τους που ασχολήθηκε με τους άρρητους αριθμούς, γιατί η ύπαρξη τέτοιων αριθμών ανέτρεπε τις δοξασίες τους περί τελειότητας των αριθμών.

Αντίθετα οι περισσότεροι αρχαίοι σοφοί χρησιμοποίησαν τους αριθμούς με τη λογική και με ορθολογισμό, γιατί εξ αρχής τούς είχαν συνδέσει με χειροπιαστές πραγματικότητες, όπως τα γεωμετρικά σχήματα, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, που μέτρησε το ύψος των Πυραμίδων της Αιγύπτου μετρώντας τη σκιά που ρίχνανε και εφαρμόζοντας τις ιδιότητες των ομοίων τριγώνων.

Ένας αριθμός που προκαλούσε από αρχαιοτάτων χρόνων τον φόβο και εξακολουθεί ως τις μέρες μας να τον αποστρέφεται η Εκκλησία, είναι ο αριθμός 666, ο οποίος στην Αποκάλυψη του Ιωάννη αντιπροσωπεύει το «όνομα του θηρίου». Εδώ που τα λέμε, αυτά τα τρία εξάρια έχουν κάτι το τρομακτικό, μόνο που στο ελληνικό κείμενο της Αποκάλυψης το «όνομα του θηρίου», εφόσον οι αραβικοί (ινδικοί για την ακρίβεια) αριθμοί δεν είχαν ακόμη διαδοθεί, γράφεται χψς΄ που δεν έχει τίποτα το τρομακτικό. Στην πραγματικότητα στο εβραϊκό κείμενο το όνομα του θηρίου γράφεται καθαρά και ξάστερα ΝΡΝ, δηλαδή Νέρων, που το 70 είχε καταπνίξει με μεγάλη σκληρότητα την επανάσταση των Ζηλωτών και είχε ισοπεδώσει τα Ιεροσόλυμα και οι Εβραίοι, με το δίκιο τους, τον θεωρούσαν θηρίο. Μόνο που οι μεταγενέστεροι έδωσαν στα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου αριθμητική αξία και ο Νέρων χάθηκε και έμεινε μόνο το 666.

Τους αριθμούς λοιπόν μπορεί κανείς να τους χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, για να διατυπώσει μαθηματικά προβλήματα, για τέρψη και διασκέδαση, για εξαπάτηση και εκφοβισμό, όπως αυτόν τον καιρό κάνουν πολλοί υπουργοί της κυβέρνησής μας.

Στην εικόνα, η «Μελαγχολία» του Ντύρερ, ένα πίνακας γεμάτος συμβολισμούς, μεταξύ των οποίων και το «μαγικό τετράγωνο»
 

Posted in εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Να θυμηθούμε τι κάναμε τότε

Posted by tofistiki στο 03/09/2011

Άρθρο του Δημ. Σαραντάκου που δημοσιεύτηκε στο «Εμπρός» στις 30/08/2011

Πριν από λίγες μέρες παρακολούθησα στην τηλεόραση ένα αξιόλογο ντοκυμαντέρ, που με αδιάσειστα στοιχεία έδειχνε την κλοπή που γίνεται σε βάρος παραγωγών και καταναλωτών από τους κερδοσκόπους. Φρούτα και λαχανικά, που τα αγοράζουν οι μεσάζοντες από τον παραγωγό λίγα λεπτά του ευρώ, πουλιούνται στον καταναλωτή 2,3 ή και 4 ευρώ, αποφέρουν δηλαδή κέρδη της τάξεως των 500% έως 900%. Παρόμοια ασυδοσία στην κερδοφορία μονάχα με τη μαύρη αγορά της Κατοχής μπορεί να συγκριθεί.
Το γεγονός αυτό και πολλά παραπλήσια ενισχύουν την άποψη πολλών πως βιώνουμε κάποιαν ιδιότυπη μορφή κατοχής. Δεν ήρθανε ξένα στρατεύματα να καταλάβουν τη χώρα, αλλά η ουσία είναι η ίδια. Τις αποφάσεις για την πορεία της οικονομίας, της κοινωνικής ζωής, της παιδείας και της περίθαλψης δεν τις παίρνει η νόμιμη, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας, αλλά ξένα κέντρα αποφάσεων. Η κυβέρνηση απλώς εκτελεί τις εντολές τους και το δυστύχημα είναι πως τις εκτελεί με απίστευτη προχειρότητα και τσαπατσουλιά.
Πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε πως βιώνουμε ένα είδος κατοχής. Αλλά κάθε κατοχή παραπέμπει σε αντίσταση. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Μόνο που αντίσταση δεν προϋποθέτει ντε και καλά βία και ένοπλη πάλη. Άλλωστε, και η άλλη Αντίσταση μη θαρρείτε πως άρχισε με τα ντουφέκια. Αυτά ήρθαν πολλούς μήνες αργότερα.

Το ουσιαστικότερο ίσως γνώρισμα της Εθνικής Αντίστασης στα χρόνια της εχθρικής κατοχής ήταν ο αυθορμητισμός που χαρακτήριζε το ξεκίνημά της. Τέτοια αυθόρμητη αντιστασιακή ενέργεια, με εθνικό και πολιτικό συνάμα χαρακτήρα, ήταν το τόλμημα του Μανώλη Γλέζου και του Απόστολου Σάντα, να κατεβάσουν τη χιτλερική σημαία που μόλυνε το βράχο της Ακρόπολης.
Φυσικά υπήρξαν από την αρχή σαμποτάζ σε βάρος του κατακτητή, καθώς και η εμφάνιση ενόπλων, στα βουνά κυρίως της βουλγαροκατεχόμενης Μακεδονίας, αλλά όλα αυτά είχαν τοπικό χαρακτήρα, χωρίς να παραλείψω να αναφέρω πως η ένοπλη εξέγερση του Δοξάτου και της Δράμας ήταν οργανωμένη προβοκάτσια των βουλγαρικών στρατιωτικών αρχών, στην παγίδα των οποίων έπεσε η τοπική ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος.
Η Αντίσταση άρχισε αυθόρμητα και αθόρυβα, με πράξεις καθόλου ηρωικές, αλλά απολύτως αποτελεσματικές. Το πρώτο μέλημά της ήταν η αντιμετώπιση του λιμού, που στοίχισε στον ελληνικό λαό χιλιάδες νεκρούς. Οργανώθηκαν παντού, σε σχολεία, σε εργοστάσια σε γειτονιές, συσσίτια, συγκροτήθηκαν ομοίως καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, που φέρνανε τρόφιμα απ’ ευθείας από τους παραγωγούς, παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες και τους μαυραγορίτες.
Φυσικά, πολύ σύντομα η οργανωμένη πια Αντίσταση πήρε επάνω της την όλη προσπάθεια. Είναι χαρακτηριστικό πως η Εθνική Αλληλεγγύη ιδρύθηκε στις 28 Μαΐου 1944, τρεις μήνες πριν ιδρυθεί ο βασικός κορμός της Αντίστασης, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.

Και αναρωτιέμαι. Ξεχάσαμε τι κάναμε τότε; Γιατί δεν οργανώνονται καταναλωτικοί συνεταιρισμοί σε κάθε γειτονιά, σε κάθε υπηρεσία, σε κάθε εργοστάσιο; Συνεταιρισμοί που θα έρχονται σε άμεση επαφή με τους παραγωγούς και θα αγοράζουν τα προϊόντα τους σε πολύ καλύτερες τιμές για αυτούς, αλλά απείρως χαμηλότερες για τους καταναλωτές. Το ζητούμενο είναι σήμερα να αναπτυχθεί η κοινωνική αλληλεγγύη, όχι όμως φιλανθρωπικές οργανώσεις. Δεν μπαίνει θέμα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, αλλά θέμα κοινωνικής αλληλεγγύης και αντίστασης. Έτσι πρέπει να το δούμε.
Και εδώ μπαίνει ένα πελώριο ερώτημα. Γιατί δεν ξεκινά αυτή την πρωτοβουλία η Αριστερά; Ποιος φαντάζεται πως είναι ο ρόλος της σήμερα; Πιστεύω πως δεν είναι ο βερμπαλισμός και η αοριστία, για συσπείρωση και πάλη και άλλα ηχηρά παρόμοια, ούτε η στείρα καταγγελία των κυβερνητικών ενεργειών, ούτε φυσικά η διαπάλη για την καρέκλα και το προεδριλίκι. Άλλος πρέπει να είναι ο ρόλος μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής Αριστεράς: Να καταδείξει τους αληθινούς στόχους μιας καινούργιας Αντίστασης. Να βοηθήσει στην οργάνωση δικτύου καταναλωτικών συνεταιρισμών. Να συμβάλει στην αποκάλυψη των παράνομων και τεράστιων κερδών που αποκομίζουν κάποιοι σε μια εποχή που η πλειοψηφία των Ελλήνων στερείται και πένεται.
Και όλα αυτά, την σήμερον ημέραν που παιδιά του δημοτικού παίζουν στα δάχτυλά τους την Πληροφορική, που με το διαδίκτυο μπορείς να πάρεις ένα σωρό πληροφορίες, ούτε ανέφικτα ούτε δύσκολα είναι. Πολιτική βούληση και οργάνωση χρειάζονται.
Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η πάλη της μνήμης κατά της λήθης

Posted by tofistiki στο 22/08/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που θα δημοσιευτεί στο Εμπρός στις 23/08/2011

Πολλοί, πνευματικοί άνθρωποι, προοδευτικοί και οπωσδήποτε ανοιχτόμυαλοι, είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο. Αυτό ξεκινά από παλιά. Κάπου έχω διαβάσει πως ο Σωκράτης αποστρεφόταν το γράψιμο, γιατί αδυνάτιζε τη μνήμη των ανθρώπων, εφόσον γράφοντας κάτι δεν είχαν ανάγκη να το συγκρατούν στη μνήμη τους. Υποστήριζε επίσης πως απόψεις, ιδέες και αντιλήψεις, ενώ με την προφορική τους ανάπτυξη παραμένουν ζωντανές και επιδεκτικές αλλαγής με την καταγραφή τους «απολιθώνονται» κατά κάποιον τρόπο. Όπως ξέρουμε άλλωστε, ο ίδιος δε μας άφησε κανένα γραπτό του κείμενο.

Την τεχνολογική πρόοδο, την οποία όπως γράφω πιο πάνω, αποστρέφονται ή απορρίπτουν τελείως πολλοί πνευματικού άνθρωποι, κατατάσσω πρώτη την Πληροφορική, την κατεξοχήν τεχνολογία της εποχής μας, με όλα όσα σχετίζονται με αυτήν: υπολογιστές, ιστολόγια, ψηφιοποίηση, διαδίκτυο. Βέβαια οι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι δεν είναι νέοι. Έχουν προ πολλού περάσει τον Μαλέα της πεντηκονταετίας και αν ζούσαν πριν από έναν αιώνα θα τους έλεγαν «γέρους», όπως έλεγαν τον Γέρο του Μωριά, που όταν νικούσε στα Δερβενάκια ήταν 53 χρονών!.

Όμως η Πληροφορική, αποτελεί για όσους ασχολούνται με το διάβασμα, το γράψιμο και τα συναφή, πολύτιμο, ανεκτίμητο θα έλεγα, εργαλείο. Για να καταλάβετε: αυτό που γράφω για τον Σωκράτη, το διάβασα στο πολύτιμο και πολύτομο βιβλίο του Γουίλ Ντυράν «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού». Σε ποιο σημείο του όμως; Άντε να ψάξεις σε δώδεκα χοντρούς τόμους για να το βρεις. Ενώ αν το είχα ψηφιοποιημένο, θα μπορούσα με τρεις πληκτρολογήσεις να το εντοπίσω. Όπως τόσο εύκολα μπορώ να βρω σε ποιο απόσπασμα του Δημόκριτου αναφέρεται η λέξη «ευεστώ» ή σε ποια ποιήματα της Σαπφώς μνημονεύεται «α σελάνα».

Και τούτο γιατί διαθέτω ένα λαμπρό εργαλείο, το πρόγραμμα TLG = Thesaurus Linguae Grecae (θησαυρός της ελληνικής γλώσσας) που περιέχει ψηφιοποιημένα όλα τα κείμενα των συγγραφέων της Αρχαιότητας και του πρώιμου Μεσαίωνα, από τον Όμηρο ως την Άννα Κομνηνή. Αν είχα τα κείμενα αυτά τυπωμένα σε βιβλία θα έπιαναν τα ράφια βιβλιοθήκης, που θα κάλυπτε τον τοίχο του γραφείου μου, ενώ ψηφιοποιημένα χωράνε σε μια δισκέτα διαμέτρου 12 εκατοστών και βάρους λίγων γραμμαρίων.

Η Πληροφορική λοιπόν βοηθά τη μνήμη και καταπολεμά τη λήθη, μεταφορικώς δε στηρίζει την αλήθεια αφού α-λήθεια είναι η άρνηση της λήθης. Αυτό το ξέρουν όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα, ανεξάρτητα πως τιτλοφορούνται. Γιαυτό  μισούν τη αλήθεια, καταπολεμούν τη μνήμη και επιδιώκουν να επιβάλουν τη λήθη στα πλήθη που κυβερνάνε, καταφεύγοντας σε μεθόδους και τεχνικές, που μόνο η φαντασία του Όργουελ θα μπορούσε να γεννήσει. Η απλούστερη μέθοδος φυσικά είναι να απαγορέψουν τη διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία ή να τη διδάξουν παραποιημένη.

Αυτό βέβαια είναι το λιγότερο. Πολλά τέτοια καθεστώτα «ξαναγράφουν» την ιστορία της χώρας που κυβερνούν, διαγράφοντας όσα κεφάλαιά της τους ενοχλούν ή εξαφανίζοντας κάθε ίχνος των ανεπιθύμητων προσώπων. Από τον Γκαίμπελς, που είχε «εξαφανίσει» τον Χάινε και τον Φρόυντ, από όλα τα σχετικά με τη γερμανική λογοτεχνία ή επιστήμη, επίσημα βιβλία ως τον Μάο,  που είχε διατάξει να εξαφανιστούν όλες οι φωτογραφίες των «τριών της Σαγκάης» (μεταξύ των οποίων ήταν και η γυναίκα του), γιατί τόλμησαν να έχουν διαφορετική άποψη από τον Μεγάλο Τιμονιέρη.

Με την εξάπλωση όμως της Πληροφορικής όλοι αυτοί τα βρήκαν πολύ σκούρα. Το Διαδίκτυο είναι απολύτως ανεξέλεγκτο και κάθε προσπάθεια των αγιατολάδων του Ιράν ή των κυβερνητών της Κίνας να το ελέγξουν ή να περιορίσουν τη χρήση του έχει αποτύχει. Και δεν είναι πια υπόθεση λίγων τύπων που παθιάζονται με τη νέα τεχνολογία, αλλά υπόθεση όλης της νεολαίας. Οι εξεγέρσεις που ανατρέψανε τα καθεστώτα της Τυνησίας και της Αιγύπτου, σε μεγάλο βαθμό οφείλουν την επιτυχία τους στη νέα αυτή τεχνολογία.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Γνώμες και σχόλια, Περιοδικό, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »