Σήμερα τελειώνει η φετινή εβδομάδα Ποίησης (19-24/3), και καθώς είναι η επέτειος θανάτου του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου ή Άχθου Αρούρη, θα αφιερώσω την ανάρτηση σε δυο δικά του ποιήματα. Όπως μου έγραψε κι η Κική, τόσα χρόνια, κι ακόμα μας λείπει, ακόμα τον σκεφτόμαστε. Άρα, κέρδισε την αθανασία, σκέφτομαι…
Το πρώτο είναι από τη συλλογή με τίτλο «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου», που εκδόθηκε μετά το θάνατό του:
Ο Τάκης
(αν τον έλεγαν Τάκη)
Λένε ποτέ μια συμφορά δε θα ‘ρθει μοναχή.
Έτσι και τότε, το Γενάρη του σαράντα δύο
λες και δεν ήταν αρκετά πείνα και κατοχή
είχε κι’ ένα διαβολεμένο κρύο.
Είχε χιονίσει από νωρίς και πήρε βοριαδάκι
που σκόρπαε στη Φτωχολογιά κρουσταλλιασμένα ρίγη.
Βγήκα να ρίξω μια ματιά, με τρόπο, στο σοκάκι
γιατί έπρεπε ο Χαράλαμπος να φύγει.
Έμενε τότε ένας χαφιές εκεί στη γειτονιά.
Ποιο μπαινοβγαίναν σπίτι μου δεν έπρεπε να ξέρει.
(Πότε θ’ απλώσει τιμωρός η Νέμεση το χέρι
να ξεβρωμίσει η γης… κρυφέ φονιά!)
Το βρήκα κει στο κούφωμα της πόρτας ζαρωμένο
απ’ του βορριά πολέμαγε να φυλαχτεί το «χάδι»
ένα σκιαγμένο ζωντανό κουρέλια τυλιγμένο
ενός μικρού παιδιού τ’ απολειφάδι.
Το πήρα μέσα που ‘χε φως και κάποια θαλπωρή,
μια στάλα τραχανά ζεστό του σέρβιρε η Ελένη.
Ήταν ό, τι καλύτερο μπόραε να δώσει η καψερή
και μεις σχεδόν απ’ όλα στερημένοι.
Έτρωγε. Στα ματάκια του μια ελπίδα τρεμοπαίζει
και διώχνει με τη ζέστα της τους μαζωμένους τρόμους.
Μα η κούραση το νίκησε κι έγειρε στο τραπέζι
Ποιος ξέρει πόσο γύριζε στους δρόμους.
Του στρώσαμε ένα πρόχειρο γιατάκι. Και το πήρα
σαν πούπουλο… Τ’ απόθεσα με τρόπο μην ξυπνήσει.
Λίγο πετσί και κόκκαλα μ’ ένα λεφούσι ψείρα
και μια ζωούλα που ‘θελε ν’ ανθίσει…
Το ζήσαμε. Από μια μπουκιά λιγώτερο ο καθείς.
Πέρασαν χρόνια. Κι έψαξε γι’ αυτούς που το ‘χαν θρέψει.
Μα εσένα Λάμπη, σου ‘μελε ν’ αδικοσκοτωθείς
κι εμείς απ’ το νησί είχαμε μισέψει.
Και ένα που αγαπώ πολύ, από μικρή το αγαπούσα, για την τόλμη του και την κοφτερή του γλώσσα:
Γέννησις (Σάμος, 24.12.1937)
‘Εξω βαριά, μονότονα κι επίμονα χτυπά η βροχή
στους τσίγκους των καταστημάτων.
Και σα βουβό παράπονο μέσ’ στην καρδιά μας αντηχεί
που άγνωστος φόβος της κρατά δεμένη κάθε της πτυχή
κι είναι σπηλιά κακοποιών και βάρβαρων πνευμάτων.
Ανίσχυρο το λογικό -κρίση, συνείδηση και νους-
ζητεί να μάθει την αιτία
που μας κρατάει στην ερμιά του ψυχικού μας αχανούς
που μας κρατάει σκοτεινούς, βασανισμένους, ταπεινούς
γεμάτους ζόφο και νυχτιά και θλίψη και σκοτία.
Τάχατες τ’ άλλα πλάσματα, που η σκέψη δεν τα τυραννά
δεν τα βαραίνει σαν κατάρα,
νοιώθουν το ίδιο σαν εμάς τον αδυσώπητο βραχνά
ή τάχα πέφτουν ήσυχα να κοιμηθούν μ’ όνειρα αγνά
χωρίς καμμιά τον ύπνο τους να τον ταράζει αντάρα;
Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
κι απ’ την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
‘Ο,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
‘Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.
Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
θεούς, που μας πονούσαν τόσο
και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
μια φοβερή έφερες εικόνα
ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
κι είπες πως είν’ αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
και της κοπέλλας τ’ όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.
Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
και σκότωσες την ευτυχία.
Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.
Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
και των ναών σου το ημίφως.
Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
και οι πιστοί σου ήθελες νάχουμε δούλων ήθος.
Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.
Όλες τις εκδηλώσεις για την Εβδομάδα Ποίησης, μπορείτε να τις βρείτε εδώ.
Η ζοφερή εικόνα στον «Τάκη» είναι της σπουδαίας χαράκτριας Άννας Κινδύνη, που έζησε τα παιδικά της χρόνια, ως πρόσφυγας, στη Μυτιλήνη.
Το σκίτσο του παππού μου, είναι του φίλου του, σημαντικού ζωγράφου -και όχι μόνο- της «Λεσβιακής Άνοιξης» Αντώνη Πρωτοπάτση.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...