[…] Σε λίγο άρχισαν να ξεμυτίζουν στον δρόμο τα παιδιά της γειτονιάς. Τα δυο μικρότερα κορίτσια του λιμενικού, που όπως έμαθα εκείνο το απόγεμα, τα λέγανε Θοδώρα τη μεγαλύτερη και Βαγγελία τη μικρότερη κι ένα ακόμα γειτονόπουλο που το φώναζαν Στράτο κι ήταν γιος του φούρναρη, άρχισαν να παίζουν ξυλίκι. Ξυλίκι το λέγαμε στην Αθήνα. Εδώ είχε ένα παράξενο όνομα που τό ‘χα ξεχάσει όσο έλειπα από το νησί και τώρα το ξανάκουγα: τό ΄λεγαν τσιλίκ-τσουμάκ.
Παιζόταν με δύο ξύλα, ένα μακρύ με λαβή και πλατιά κόψη από γερό ξύλο κι ένα κοντό, μυτερό στις δύο άκρες. Η «μάνα» ήταν μια πέτρα στη μέση του δρόμου. Έβαζες το κοντό ξύλο στη μάνα, ώστε να εξέχει λίγο η μια άκρη του και του ‘δινες μια με το μακρύ στην άκρη που εξείχε. Το κοντό ξύλο πέταγε τότε μακριά. Αν ήσουν επιδέξιος του ‘δινες και μια στον αέρα να πάει ακόμα μακρύτερα. Όπου έπεφτε μετρούσες την απόσταση από τη μάνα με βήματα. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να σταματήσουν το ξυλίκι με το στήθος ή να το αρπάξουν στον αέρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όποιος κατάφερνε να πιάσει το ξυλίκι στον αέρα έπαιρνε και το μακρύ ξύλο και τη μάνα. Όποιος μάζευε 100 βήματα κέρδιζε.
Μ’ άρεσε πολύ το ξυλίκι κι απόμεινα να παρακολουθώ με ενδιαφέρον το παιχνίδι. Σημείωσα αμέσως την επιδεξιότητα των δύο μεγαλύτερων παιχτών, της Θοδώρας και του Στράτου. Είχαν κιόλας φτάσει η πρώτη στα 80 και ο δεύτερος 65 βήματα. Η Βαγγελία μονάχα μια φορά πήρε τη μάνα, έκανε 12 βήματα και την ξανάχασε, γιατί ο Στράτος άρπαξε αμέσως το ξυλίκι στον αέρα.
Εν τω μεταξύ, μαζεύτηκαν κι άλλα παιδιά, ο Παναγιώτης, ο Αριστείδης, ο Τάκης, η Φωτεινή, η Ευθυμία, ο Νίκος, η Νίτσα και άλλα μικρότερα, που κανείς δεν τα λογάριαζε. Αποφάσισαν να παίξουν αμπάριζα. Αρχηγοί φάνηκε αμέσως πως ήταν ο Στράτος και ο Παναγιώτης. «Βάλανε πόδια» και νίκησε ο Παναγιώτης, που διάλεξε, πρώτος, τη Θοδώρα, ο Στράτος με τη σειρά του διάλεξε τον Κώστα, ο Παναγιώτης τον Αριστείδη, ο Στράτος το Νίκο, ο Παναγιώτης τον Τάκη, ο Στράτος την Ευθυμία, ο Παναγιώτης τη Νίτσα, ο Στράτος τη Βαγγελία, ο Παναγιώτης τη Φωτεινή, ο Στράτος γύρισε και δεν είδε κανέναν άλλον, εκτός από τα μικρά, που κανείς δεν τα λογάριαζε. Τότε, καθώς με είδε να κάθομαι στα σκαλιά της θείας Μένης και να παρακολουθώ με ενδιαφέρον, μου μίλησε:
«Θες να παίξεις μαζί μας;»
Έτσι έπαιξα για πρώτη φορά με τα γειτονοπούλα. Και καθώς μου άρεσε η αμπάριζα κι έτρεχα γρήγορα, διακρίθηκα.
Η αμπάριζα είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι. Παίζεται από δέκα παιδιά που χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες. Διαλέγουν δύο «αμπάριζες» ή «μάνες», που είναι δύο στύλοι ή δύο δέντρα και απέχουν μεταξύ τους καμιά πενηνταριά βήματα. Ο κανόνας του παιχνιδιού είναι απλός: ο πιο φρέσκος παίχτης της μιας ομάδας είναι ισχυρότερος και έχει δικαίωμα να κυνηγήσει και να αιχμαλωτίσει, αν τον πιάσει, τον παλαιότερο παίχτη της αντίπαλης αμάδας. Η ικανότητα του αρχηγού βρίσκεται στην κατάλληλη επιλογή των παιχτών, που θα στείλει πρώτα ή ύστερα. Βγαίνει από τη μια αμπάριζα ένα παιδί και κατευθύνεται στην άλλη φωνάζοντας «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Μόλις από την άλλη βγει άλλο παιδί, έχει δικαίωμα να κυνηγήσει το πρώτο κι αν το φτάσει και το αγγίξει, το αιχμαλωτίζει. Για να το αποφύγει αυτό, ο αρχηγός της πρώτης αμπάριζας πρέπει να εκτοξεύσει δεύτερο παίκτη και να αποσύρει τον πρώτο, που πρέπει να ανανεώσει τη δύναμη του, ακουμπώντας στην αμπάριζα.
Οι αιχμάλωτοι κάθε ομάδας στήνονται σ’ έναν κύκλο δέκα βήματα αριστερά της αντίστοιχης αμπάριζας. Αν παίχτης της αντίπαλης ομάδας φτάσει ως τους αιχμαλωτισμένους δικούς του ανενόχλητος, τότε τους απελευθερώνει και τους παίρνει μαζί του στην αμπάριζά τους. Το παιχνίδι τελειώνει, αν παίχτης της μιας ομάδας φτάσει κι ακουμπήσει, ανενόχλητος, την αφύλαχτη αντίπαλη αμπάριζα.
Παίξαμε αμπάριζα τρεις φορές, ώσπου πιάστηκαν τα πόδια μας. Χάρη σε μένα η ομάδα του Στράτου νίκησε δυο φορές. Αυτό με ανέβασε στην εκτίμηση των παιδιών.
Καθώς έπεφτε το βράδυ, η όψη της γειτονιάς άλλαξε. Πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει βγήκαν οι νοικοκυρές στις πόρτες τους, ρίξανε νερό και σκουπίσανε ένα γύρω τον δρόμο. Τα παιχνίδια μας καταλάγιασαν. Δε μπορούσαμε πια να παίξουμε ξυλίκι κι αμπάριζα, που θέλανε φως και δε θέλανε μεγάλους. Ο Αριστείδης, ο Παναγιώτης και ο Νίκος φύγανε για λίγο, χωρίς να μας πούνε πού, αλλά ξαναγύρισαν πολύ σύντομα. Τώρα παίζαμε κρυφτό, «κυρά κυρά πινακωτή» και το «πούντο πούντο το δαχτυλίδι». Καθώς είχα πια γνωριστεί μαζί τους βρήκα την ευκαιρία και τους έμαθα ένα καινούριο παιχνίδι, που παίζαμε στην Αθήνα, το «χαλασμένο τηλέφωνο».
Καθόμαστε όλα τα παιδιά τό ΄να δίπλα στ’ άλλο στη σειρά και το πρώτο λέει στ’ αυτί του διπλανού του μια λέξη. Αυτό τη μεταβιβάζει με τον ίδιο τρόπο στο επόμενο και ούτω καθεξής ως το τελευταίο παιδί, που πρέπει να φωνάξει δυνατά τη λέξη που άκουσε. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα η αρχική λέξη να φτάνει παραμορφωμένη και αγνώριστη στο τέρμα. Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία του παιχνιδιού.
Το παιχνίδι είχε μεγάλη επιτυχία και παίχτηκε πολλές φορές, το χάλασε όμως ο Παναγιώτης, σαν ήρθε η σειρά του να κάτσει τελευταίος, γιατί όποια λέξη κι αν άκουγε, φώναζε δυνατά διάφορα παλιόλογα.
Όταν σκοτείνιασε για καλά βγήκαν οι μανάδες στις πόρτες κι άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά τους. Ο αγέρας της γειτονιάς γέμισε φωνές: 
«Βρε Στράτοοο»
«Φωτεινήήή»
«Παναγιώτη»
«Θοδώώώρααα»
(συνεχίζεται)
Οι εικόνες είναι παρμένες από το διαδίκτυο.