Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.
Αρχές Μαρτίου ένα γεγονός μας συντάραξε όλους. Η Γκεστάπο πήγε να πιάσει ένα ράφτη, μέλος της Οργάνωσης, τον Μανόλη τον Λαμπαδάριο, αυτός όμως κατάφερε να κλειδώσει τους γκεσταπίτες στο μαγαζί του και να φύγει. Αυτοί σπάσανε την πόρτα, τον κυνήγησαν και τελικά τον πιάσανε. Τον κλείσανε στην Γκεστάπο και τον βασάνισαν άγρια. Εντούτοις, δυο μέρες μετά, ο Λαμπαδάριος δραπέτευσε μέσα απ’ του λύκου το στόμα. Αναγάλλιασε όλη η Μυτιλήνη μόλις μαθεύτηκε το νέο κι οι Γερμανοί φρύαξαν.
Καθώς κόντευε η 25η Μαρτίου σε πολλά χωριά του νησιού, που δεν είχαν Γερμανούς ή χωροφύλακες, στην Αγιάσο, το Μανταμάδο και άλλα, ετοιμάζανε να γιορτάσουν την επέτειο. Όλα δείχνανε πως κάτι ξεσήκωνε τον κόσμο.
Στις 23 Μαρτίου το απόγεμα χτύπησε η πόρτα της αυλής μας.
Πήγα ν’ ανοίξω και πάγωσα. Ήταν ένας με πολιτικά και τέσσερις οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες! Αυτός με τα πολιτικά με ρώτησε αν ήταν εδώ ο πατέρας μου. Δεν ήταν Γερμανός αλλά μυστικός της Ασφάλειας και φαινόταν μάλλον στεναχωρημένος που έκανε αυτή τη δουλειά. Ο πατέρας μου έλειπε κι οι μουσαφίρηδες μπήκαν στο σπίτι και ο «μυστικός» άρχισε να ρωτάει τη μητέρα μου. Εκείνη τους αντιμετώπισε με μεγάλη ψυχραιμία, αλλά δεν τους είπε πού μπορεί να ήταν ο πατέρας μου. Ο επικεφαλής των Γερμανών, ένας δεκανέας, διέταξε τους δυο στρατιώτες του να μείνουν στο σπίτι μας και πήρε εμένα.
Οι τέσσερίς μας, ο «μυστικός» κι εγώ εν μέσω των δύο στρατιωτών, ξεκινήσαμε για να βρούμε τον πατέρα μου. Διασχίσαμε το δρομάκο μας και κατεβήκαμε την Αγίου Συμεών ως την αγορά, ενώ μας παρακολουθούσαν δεκάδες μάτια, πίσω από τις γρίλιες των παραθύρων ή από τις πόρτες και τις αυλές. Αποφάσισα να τους πάω σε όλα τα μέρη όπου ήταν μαθηματικώς αδύνατο να είχε περάσει ή να βρισκόταν ο πατέρας μου, θέλοντας ταυτόχρονα, με την περιπλάνησή μου αυτή, να τον ειδοποιήσω, με τους γνωστούς που θα με βλέπανε, να κρυφτεί. Έτσι οδήγησα το μυστικό και τους φρουρούς μου στο «Πανελλήνιον», στη «Φέμινα», στη «Λέσχη Πρόοδο», στην Τράπεζα (που ήταν φυσικά κλειστή) ως και σ’ ένα κέντρο διασκεδάσεως, που βρισκόταν ψηλά στο Κιόσκι. Ξεποδαριαστήκαμε, αλλά, περνώντας από την Κουλμπάρα, διαπίστωσα πως Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονταν έξω από το σπίτι του Χαράλαμπου και του διευθυντή της Τράπεζας, ενώ περνώντας από το κτίριο, όπου ήταν το γραφείο του Τάκη του Αμπατζή, δικηγόρου και φίλου του πατέρα μου, είδα μιαν ανεξήγητη ταραχή.
Καμιά φορά, ο δεκανέας αποφάσισε να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Όλη η γειτονιά ήταν στις πόρτες και στα παράθυρα και μπαίνοντας μέσα σάστισα, γιατί το βρήκα γεμάτο γυναίκες. Οι Γερμανοί που είχαν μείνει εκεί, είχαν διαταγή να πιάνουν όποιο άτομο έμπαινε και να μη το αφήνουν να βγει για να μην ειδοποιήσει κανέναν. Έτσι κράτησαν τη γιαγιά μου, τη θεία Μένη, τη θεία Μάρω, τη θεία Ζωή, τη θεία Ευτυχία, την κυρία Αντιγόνη, την κυρία Μαρίκα και άλλες δύο γειτόνισσες.
Ανάμεσα σ’ αυτό το γυναικομάνι, είδα τελικά, τον πατέρα μου να κάθεται στον καναπέ, ανάμεσα στους δύο Γερμανούς. Όπως έμαθα αργότερα, σαν έμαθε πως με είχαν πιάσει και με περιφέρανε στους δρόμους της Μυτιλήνης, δε δίστασε ούτε στιγμή. Ήρθε σπίτι να δει τι συμβαίνει. Ο δεκανέας βλέποντας πως ο αναζητούμενος βρέθηκε, έδωσε εντολή να φύγουν όλοι οι ξένοι και το σπίτι άδειασε.
Σε λίγο ήρθαν άλλοι δύο Γερμανοί, με πολιτικά και άρχισαν να ερευνούν με γερμανική μεθοδικότητα και προσοχή όλο το σπίτι. Ξεκίνησαν από το ισόγειο και έφτασαν ως το υπερώο. Ο ένας κρατούσε ένα κλεφτοφάναρο χωρίς μπαταρία, που έφεγγε όταν πατούσε συνεχώς ένα έμβολο. Δε δώσανε προσοχή σε χαρτιά ή βιβλία αλλά φτάνοντας στο εργαστήριο της σοφίτας και βλέποντας τα παλιά ραδιόφωνα, και όλα τα λοιπά εξαρτήματα που είχε ο πατέρας μου, σοβάρεψαν και βγάλαν τα πιστόλια τους. Όταν μάλιστα είδαν στην ταράτσα την παγίδα για πουλιά, που είχαμε φτιάξει το χειμώνα της πείνας μήπως πιάσουμε κανένα πουλί να φάμε (δεν πιάσαμε ποτέ τίποτα), σάλταραν κι οι δύο, πήγαν κοντά της και την περιεργάζονταν για λίγα λεπτά. Πίστεψαν πως έπιασαν κάποιο μεγάλο κατάσκοπο και φαντάστηκαν πως η παγίδα σκέπαζε κάτι σαν ασύρματο.
Εν πάση περιπτώσει μάζεψαν μπομπίνες, μεγάφωνα, κουτιά παλιών ραδιοφώνων κι ό,τι άλλο κρίναν ύποπτο, για επιμελέστερο έλεγχο. Στον «τρίποδα της Πυθίας», δηλαδή το σκαμνάκι-σασί του αυτοσχέδιου ραδιοφώνου που είχε σκαρώσει ο πατέρας μου και που τώρα επάνω του κοιμόταν μακαρίως η γάτα μας, ο Προκόπης, δεν έδωσαν καμιά σημασία.
Στο ισόγειο που κατεβήκαμε, φόρτωσαν τον πατέρα μου με τα ύποπτα εξαρτήματα και βάζοντάς τον στη μέση, με εφ’ όπλου λόγχη, κίνησαν για την Ορτς Κομαντατούρ. Η μητέρα μου κι εγώ τον φιλήσαμε πολλές φορές πριν βγει στο δρόμο. Μου έκανε εντύπωση η ψύχραιμη στάση της μάνας μου, που την ήξερα για αδύνατη και φοβιτσιάρα κι αυτό μ’ έκανε κι εμένα να μη λιποψυχήσω κι ας τρέμανε τα πόδια μου και χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου.
Όλη η γειτονιά είχε βγει στις πόρτες και τα παράθυρα και κοίταζε σιωπηλή την πομπή που απομακρυνόταν.
Αμέσως που φύγανε οι Γερμανοί με τον πατέρα μου, ήρθαν ο θείος Αντρέας κι ο θείος Θόδωρος και ξαναψάξαμε μαζί το σπίτι, γιατί ήταν βέβαιοι πως οι Γερμανοί θα ξανάρχονταν. Ο «τρίπους της Πυθίας» κομματιάστηκε και κάηκε στη σόμπα και οι ραδιοφωνικές λυχνίες, οι πυκνωτές και τα εξαρτήματα που ήταν κρυμμένα σε παλιά ρούχα και δεν τα ανακάλυψαν οι Γερμανοί, πετάχτηκαν στον υπόνομο.
Σε μισήν ώρα ήρθανε η Ζήνα και ο κύριος Βόρης, για να μας δώσουν κουράγιο και να πάρουν όλα τα ρωσικά βιβλία και τα τετράδια με τις σημειώσεις των μαθημάτων της ρωσικής, κρίνοντας πως αν τα ανακάλυπταν οι Γερμανοί θα είχαν ένα ακόμα επιβαρυντικό στοιχείο στη διάθεσή τους. Όπως μάθαμε, όταν η πομπή με τους Γερμανούς και τον πατέρα μου, πέρασε μπροστά από το Παρθεναγωγείο, την ώρα που σχολούσαν οι μαθήτριες, η Ζήνα, βλέποντας το φίλο του πατέρα της εν μέσω Γερμανών στρατιωτών, στην αρχή μαρμάρωσε, ύστερα όμως του φώναξε με δυνατή φωνή
«Κουράγιο κύριε Νίκο!»
κι έτρεξε στο σπίτι της να πει τα νέα.
(συνεχίζεται)
Στην φωτογραφία, η ομάδα της Μαθητικής ΕΠΟΝ. Ανακαθισμένος 2ος από δεξιά, ο Μίμης. –