Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που δημοσιεύτηκε στις 27/04/2010, στο «Εμπρός» της Μυτιλήνης
Από σύστημα, αλλά και λόγω άλλων προτεραιοτήτων, είμαι αμελέστατος θεατής-ακροατής της τηλεόρασης. Ιδιαιτέρως αποφεύγω τα κανάλια που σε φλομώνουν με διαφημίσεις. Εκτός που αισθάνομαι πως με υποτιμούν, καθώς οι περισσότερες είναι φτιαγμένες ειδικά για κρετίνους, δε θέλω να μπω στη λογική τους, να συναινέσω δηλαδή στην εκστρατεία της άκριτης κατανάλωσης των προϊόντων που διαφημίζουν. Γι’ αυτό και μ’ αρέσει πολύ η Τηλεόραση της Βουλής, που δεν έχει καθόλου διαφημίσεις και επιπλέον το πρόγραμμά της είναι υψηλής ποιότητας.
Προχτές, λοιπόν, παρακολουθούσα στο κανάλι της Βουλής μια παλιά, πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου στην Έλενα Ακρίτα, που αναμεταδόθηκε με την ευκαιρία του θανάτου του. Μεταξύ των άλλων θεμάτων που έθιξαν ήταν και η αντιμετώπιση των ξένων από εμάς τους Έλληνες. Δεν είπανε πολλά πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, σ’ εμένα όμως δημιούργησαν κάποιον προβληματισμό, που σας μεταφέρω.
Η στάση που κρατάμε απέναντι στους ξένους, είτε αυτοί είναι επισκέπτες ή τουρίστες, είτε είναι οικονομικοί μετανάστες ή πρόσφυγες, προδίδει κάποιο διχασμό που μαρτυρεί τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Από τη μια κοκορευόμαστε πως: είμαστε πρώτοι στην ευστροφία, στη μαγκιά, στη λεβεντιά και βεβαίως στη δόξα των αρχαίων ημών προγόνων και από την άλλη εμείς οι ίδιοι λέμε «δεν είμαστε λαός κύριε», «τίποτα δε γίνεται σ’ αυτόν τον τόπο», αυτονομαζόμαστε «Βρωμιοί» και σε δύσκολες στιγμές αποφαινόμαστε «μωρέ, ένας Παπαδόπουλος (ή ένας Μεταξάς ή ένας Πάγκαλος – ο παππούς φυσικά) μας χρειάζεται». Άρα αναγνωρίζουμε πως δεν είμαστε ικανοί ούτε να αυτοκυβερνηθούμε.
Τώρα, πώς συμβιβάζονται οι τόσο αντίθετες αυτές απόψεις, που συχνά τις ακούμε να τις λέει (σε διαφορετικές στιγμές ψυχικής διάθεσης), το ίδιο πρόσωπο; Εθνική σχιζοφρένεια, ψυχικός διχασμός ή κρίση ταυτότητας;
Το γεγονός είναι πως κάθε μέρα ακούμε ή διαβάζουμε τέτοιες μπαρούφες, που τις ξεφουρνίζουν μάλιστα επίσημα πρόσωπα, όχι βέβαια έτσι όπως τα γράφω, αλλά κυριλέ και με σοβαροφάνεια. Οι εν λόγω επίσημοι μιλάνε για το ελληνικό δαιμόνιον, τον ελλην(οχριστιαν)ικό πολιτισμό, την πολεμική αρετή των Ελλήνων και άλλα ηχηρά παρόμοια, που λέει κι ο Καβάφης. Οι άλλοι σε σύγκριση με μας είναι κουτόφραγκοι, αμερικανάκια, χαχόλοι, τουρκαλάδες, γυφτοσκοπιανοί και δε συμμαζεύεται.
Ειδικότερα τους Ευρωπαίους τούς καταφρονούμε και τους ζηλεύουμε ταυτόχρονα. (Προσέξτε, δε λέμε «τους άλλους Ευρωπαίους» αλλά σκέτα «τους Ευρωπαίους», βγάζοντας αυτομάτως τον εαυτό μας από την παρέα τους.)
Δεν είναι μόνο «κουτόφραγκοι», δηλαδή εξ ορισμού βλάκες σε σύγκριση με μας τους ατσίδες, είναι και τσιγκούνηδες και αγέλαστοι και σκουντούφληδες, που δεν ξέρουν να ζήσουν τη ζωή τους, που δε γλεντάνε, αλλά μετράνε και τη δεκάρα και κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους.
Μπορεί να ‘ναι κι έτσι, δε λέω, αλλά πώς να το κάνουμε βρε παιδιά. Αυτοί οι «κουτοί» καταφέρανε να κάνουν κράτη που δεν τυραννάνε τους πολίτες τους. Κανείς κουτόφραγκος δεν πάει στην Εφορία να σταθεί ώρες στην ουρά για να πληρώσει. Στέλνει με το ταχυδρομείο την επιταγή του και καθαρίζει. Κανείς δε διορίζεται με ρουσφέτι, φιλώντας κατουρημένες ποδιές και πουλώντας την ψήφο του. Δίνει εξετάσεις ή πάει με βάση την επετηρίδα. Στις χώρες των κουτόφραγκων (κοίτα να δεις μυστήρια πράματα) τα λεωφορεία και τα τρόλεϋ περνάνε πάντα στην ώρα τους από τη στάση. Αν κάποιος πολίτης θέλει μια πληροφορία από κάποια δημόσια υπηρεσία, δεν τρέχει να στριμωχτεί στα γραφεία της, την ώρα που «δέχεται το κοινό», αλλά της γράφει ή τηλεφωνεί σχετικά. Και παίρνει πάντα απάντηση.
Έχουμε ύστερα τα «αμερικανάκια», δηλαδή τους εξ ορισμού εύπιστους, τους αφελείς καταναλωτές, που έχουν θεοποιήσει το χρήμα. Μπορεί να είναι και έτσι, δε λέω, αλλά αυτά τα «αμερικανάκια» έχουν επίσης θεοποιήσει και τους θεσμούς, που εμείς δεν ξέρουμε καν τι σημαίνει η λέξη. Τα «αμερικανάκια» στείλανε στο δικαστήριο τον Νίξον, ενώ ήταν ακόμη πρόεδρός τους, πράγμα αδιανόητο σε μας, όπου ο κάθε βουλευτάκος του κυβερνώντος κόμματος θεωρεί πως υπέρκειται παντός νόμου, γιατί τα «αμερικανάκια» πιστεύουν στην ισχύ των νόμων, που σε τελική ανάλυση είναι το καταφύγιο και ο προστάτης των αδύνατων.
Ύστερα στην Αμερική, που υποτίθεται πως ο καθένας κοιτάει τη δουλειά του και κυνηγά το χρήμα, υπάρχουν ένα σωρό θεσμοθετημένες εθελοντικές οργανώσεις αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης, όπως οι «Ανώνυμοι Αλκοολικοί», αυτές που φροντίζουν τους εξαρτημένους από ουσίες και ένα σωρό άλλες. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στην Αμερική, και όχι μόνο στις μικρές επαρχιακές πόλεις, αλλά στο Μανχάταν ή το Μπρούκλιν, υπάρχει το ενδιαφέρον για τον γείτονα, που σε μας απουσιάζει εντελώς.
Να σταματήσουμε, λοιπόν, το βιολί με τους κουτόφραγκους και τα αμερικανάκια. Άλλοι είναι οι κουτοί, οι εύπιστοι και οι ιδιοτελείς.