Archive for Νοέμβριος 2011
Posted by tofistiki στο 29/11/2011
Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που θα δημοσιευτεί σήμερα στο «Εμπρός»
Πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, συγκεκριμένα στις 22 Νοεμβρίου 2001, δημοσιεύθηκε σ΄ αυτή τη στήλη σημείωμά μου με τον τίτλο «Κάντε παρέες – έρχονται δύσκολες μέρες», στο οποίο μεταξύ άλλων υποστήριζα πως οι παρέες μας βοηθούν να αντισταθούμε στην ισοπέδωση που μας απειλεί και να μη μετατραπούμε σε αποχαυνωμένους καταναλωτές. 
Το πρώτο βήμα σ΄αυτή την αντίσταση είναι να κρατήσουμε τις παρέες μας ή να κάνουμε καινούργιες. Όπως ξανάγραψα, οι εξουσιαστές μισούν την παρέα, γιατί παρέα σημαίνει συζήτηση και η συζήτηση προβληματίζει και ακονίζει το μυαλό κι αυτό δεν το θέλουν.
Όπως γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο θαυμάσιο βιβλίο του “τότε που ζούσαμε” η παρέα είναι η πιο ριζωμένη, η πιο μακρόβια και η πιο δημοκρατική μορφή άτυπης ένωσης ανθρώπων. Υφίσταται από τότε που οι άνθρωποι δημιούργησαν τις πρώτες πόλεις. Πολλές παρέες κρατάν ολόκληρη ζωή και τέλος στην παρέα μετέχεις αυτοβούλως, δε σε υποχρεώνει κανένας. Πας γιατί γουστάρεις τους φίλους σου, με τους οποίους συζητάς, καλαμπουρίζεις και καυγαδίζεις καμιά φορά. Στην παρέα δεν υπάρχει αρχηγός αλλά καμιά φορά ο ζωηρότερος γίνεται πρώτος μεταξύ ίσων.
Βασικό στοιχείο της παρέας είναι η κουβέντα. Παρέα με αμίλητους ανθρώπους δε γίνεται. Στη συζήτηση δεν είναι καθόλου απαραίτητο να υπάρχει ομοφωνία, το αντίθετο μάλιστα. Οι διαφωνίες τρέφουν την κουβέντα ακόμα και αν καταλήγουν σε καυγά. Είναι κι αυτός, ο καυγάς, μέσα στη λογική της παρέας.
Μια τέτοια παρέα, που λειτουργεί πάνω από δέκα πέντε χρόνια είναι οι λεγόμενοι «Καλλονιάτες», οι οποίοι κάθε δεύτερο Σάββατο μεσημέρι, μαζεύονται στο φιλόξενο και άνετο εντευκτήριο του Συλλόγου Καλλονιατών, σε μια πάροδο της λεωφόρου Συγγρού. Στην πραγματικότητα ο μοναδικός γνήσιος Καλλονιάτης είναι ο αγαπητός Χρήστος Τραγέλλης, που είναι και η ψυχή των συνάξεών μας και φορτώνεται τον κόπο να μοιράσει ακριβοδίκαια τα εδέσματα που κουβαλάμε από τα σπίτια μας. Χωρίς τον Χρήστο και την προσφορά του η παρέα των «Καλλονιατών» δε θα υφίστατο.
Στις συνάξεις των «Καλλονιατών» επικρατεί γενικώς ευτράπελο πνεύμα. Με σιωπηρή συμφωνία δεν κουβεντιάζουμε ποτέ για οικονομικά θέματα, για το ποδόσφαιρο, για την τηλεόραση και για την κοσμική κίνηση. Η θεματολογία των συζητήσεων είναι πολύ μεγάλη, αλλά εντοπίζεται κυρίως σε πνευματικά θέματα. Έτσι πρέπει να ήταν τα Συμπόσια των Αρχαίων. Πάντως και οι συζητήσεις, ακόμη και για ενδιαφέροντα ζητήματα, δεν κρατάνε πολύ. Συνήθως διακόπτονται από λογοπαίγνια, πειράγματα, καμιά φορά από απαγγελίες, για να καταλήξουν στο τραγούδι.
Ευτυχώς ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες υπάρχουν πολλοί καλλίφωνοι. Τις καλύτερες φωνές διαθέτουν ο Λιάκος Παπαδόπουλος, ο Πάνος Κοντέλλης και ο Μιχάλης Λιαρούτσος. που δεν είναι ούτε Καλλονιάτης, ούτε Λέσβιος παρά Τηνιακός, επαξίως όμως μπορεί να θεωρηθεί Μυτιληνιός, όχι μόνο γιατί έχει παντρευτεί την Ελευθερία, μια εξαιρετική Μυτιληνιά (και σύμφωνα με το λεσβιακό θέσπισμα: Απού που ήσι; – Απ΄του χουργιό τς ιγιναίκας ιμ), αλλά και γιατί έχυσε το αίμα του στο νησί. Ομοίως, δεν είναι Μυτιληνιά και η ποιήτρια Αγγελική Καπετανάκη, που με την ενεργή συμμετοχή της στην προετοιμασία των «συμποσίων», συντελεί αποφασιστικά στην επιτυχία τους.
Στους «Καλλονιάτες» συγκαταλέγονται κυρίως λόγιοι (λογοτέχναι, ποιηταί και άλλα ύποπτα στοιχεία – όπως έγραφε στην αναφορά του εκείνος ο γραφικός χωροφύλαξ). Ο Πάνος Κοντέλλης, σεναριογράφος πολλών αξέχαστων ταινιών, που όταν μερακλωθεί θυμάται τραγούδια από παλιές επιθεωρήσεις, ο Γιάννης Χατζηβασιλείου, εκπαιδευτικός, που εκδίδει το αξιόλογο περιοδικό «Αγιάσος», ο ευαίσθητος ποιητής Δημήτρης Νικορέντζος, ο Τάκης Ιορδάνης, ο Γιώργος Τσαλίκης, ο υπογράφων και άλλοι, ενώ τις συνάξεις τους στολίζουν με την παρουσία τους και πολλές γυναίκες. Εκτός από την κα η Καπετανάκη, που προαναφέρω, έρχονται η Παρίτσα Χωριανοπούλου – Πολυχρονιάδου, η Βαγγελίτσα Αποστόλου-Παναγιώτου, η Ελευθερία Γανίτη. Τέλος, αραιές, πλην σημαντικές παρουσίες είναι του καθηγητή του ΕΜΠ Δημήτρη Νιάνια και άλλων εκπροσώπων της Λεσβιακής διανόησης.
Από το προσκλητήριο αυτό λείπουν, ο Θανάσης Τσερνόγλου, ο Θανάσης Πολυχρονιάδης, ο Νίκος Γανίτης και ο Μπάμπης Αναγνώστου. Βλέπετε έχουμε οι περισσότεροι κάμψει τον Μαλέα των εξήντα και πολλές φορές όταν έρχεται η κουβέντα και διαπιστώνω πόσοι φίλοι και γνωστοί λείπουν, μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Καβάφη, από το ποίημα «τα κεριά»
***
μια θλιβερή σειρά κεριά σβησμένα
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμα
κατάμαυρα κεριά, κυρτά, λειωμένα,
δε θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμάμαι….
***
Το σημείωμα αυτό το έγραψα, μεταξύ άλλων και σαν ερέθισμα προς τους λοιπούς «Καλλονιάτες» να καθίσουμε και να καταγράψουμε από κοινού τον βίο και την πολιτεία της παρέας αυτής.
—
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Posted in Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: παρέες, Ασημάκης Πανσέληνος, Δημήτρης Σαραντάκος, Καλλονιάτες | Leave a Comment »
Posted by tofistiki στο 24/11/2011
Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που δημοσιεύτηκε στις 22/11/2011 στο Εμπρός
Μπορεί να στεναχωρήσω τον καλό μου ξάδερφο (ονόματα δε λέω), που σνομπάρει την Πληροφορική, αλλά θα επιμείνω στα πλεονεκτήματα αυτής της νέας τεχνολογίας. Εδώ και λίγα χρόνια, λοιπόν, έχω συνδέσει τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή με μια διάταξη αποθήκευσης που λέγεται Free Agent Drive (αγνοώ πως μπορούμε να την πούμε στα ελληνικά) και η οποία διαθέτει τεράστια χωρητικότητα μνήμης. Για σύγκριση η ολική χωρητικότητα μνήμης αυτής της διάταξης αυτής είναι 465 δισεκατομμύρια Βytes (από τα οποία μένουν ακόμα αχρησιμοποίητα τα 373 δισεκατομμύρια), ενώ ο υπολογιστής μου έχει χωρητικότητα 75 δις (από τα οποία έχω χρησιμοποιήσει το 50).
Τι σημαίνουν τώρα αυτά τα νούμερα στην πράξη; Στη διάταξη Free Agent Drive έχω αποθηκεύσει ψηφιοποιημένα τα κείμενα όλων των βιβλίων που έχω εκδώσει (και των δώδεκα), όλων των άρθρων και σημειωμάτων μου, που έχουν κατά καιρούς (από το 1991 και εδώ) δημοσιευθεί στο «Εμπρός» και σε άλλες επτά εφημερίδες και περιοδικά, ομοίως έχω αποθηκεύσει τον πολύτιμο και τεράστιο «Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας» (δηλαδή τα κείμενα όλων των αρχαίων και μεσαιωνικών συγγραφέων από τον Όμηρο ως την Άννα Κομνηνή), ομοίως δε τα σώματα ολόκληρων περιοδικών, όπως τα «Ελληνικά Γράμματα» ή το σατιρικό «Εκατομμύριο» και ένα σωρό άλλα ογκωδέστατα αρχεία. Τυπωμένα τα κείμενα αυτά θα γέμιζαν ολόκληρες βιβλιοθήκες.
Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Το πιο σημαντικό είναι πως με δυο ή τρεις πληκτρολογήσεις έχω μπροστά μου, στην οθόνη του υπολογιστή, όποιο κείμενο ζητήσω και μπορώ να το εκτυπώσω. Για να μην αναφερθώ στην αναζήτηση στο Διαδίκτυο, που μου προσφέρει αμέσως όποια πληροφορία του ζητήσω, χώρια που μου έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνώ με Έλληνες σκορπισμένους στα πέρατα της γης.
Τώρα γιατί σας αράδιασα όλα αυτά; Οπωσδήποτε όχι για να πικάρω τον ξάδερφο, αλλά γιατί ψάχνοντας στο αρχείο της εφημερίδας «Εμπρός» έπεσα πάνω σε σημείωμά μου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα στις 22-9-09, στις παραμονές των εκλογών που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Διαβάζοντάς το είδα πως από μια σκοπιά το σημείωμά μου ήταν προφητικό, γιατί κατέληγε ως εξής:
«Το πρόβλημα είναι πως, αν εξετάσει κανείς τα πραγματικά προγράμματα των δύο κομμάτων και όχι τους πομφόλυγες των προεκλογικών λόγων και διακηρύξεων, δε θα ανακαλύψει καμιά ουσιαστική διαφορά. Δεν έχουν πρόθεση να φορολογήσουν τις Τράπεζες και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Δεν τολμούν να πούνε όχι στους Επικυρίαρχους. Δεν έχουν καμιά διάθεση να δώσουν στην Παιδεία, την Υγεία και τον Πολιτισμό κάτι παραπάνω από όσα δίνει φερ΄ ειπείν η Ουγκάντα. Και φυσικά δε λένε λέξη για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και τη φορολόγηση της τεράστιας εκκλησιαστικής περιουσίας.
«Ευτυχώς που, το ότι στα βασικά προβλήματα τα δυο κόμματα εξουσίας δεν διαφέρουν μεταξύ τους, το έχουν μυριστεί τα νέα παιδιά. Τον περσινό Δεκέμβρη, μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, περιδιαβάζοντας, με κίνδυνο της σωματικής μου ακεραιότητας, το φλεγόμενο κέντρο της Αθήνας, είδα σε έναν τοίχο γραμμένα με σπρέι τα εξής
ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία
Εξάρτηση, λιτότητα και φαυλοκρατία
που θαρρώ πως εκφράζουν επακριβώς στους αντιλήψεις που έχουν οι νέοι για τα δυο κόμματα».
Τα παιδιά από τότε είχαν δει την αλήθεια. Οι μεγάλοι και υποτίθεται ώριμοι χάψαμε τα ασύστολα ψέματα που μας αράδιασαν και τα δύο κόμματα εξουσίας (τρομάρα τους), όπως το «υπάρχουν λεφτά» του ΓΑΠ και μύρια άλλα. Χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια εξάρτησης, λιτότητας και φαυλοκρατίας, να εμφανιστεί το κίνημα των αγανακτισμένων, για να εξευτελιστεί τελείως στη συνείδηση του κόσμου ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, μηδέ της Αριστεράς εξαιρουμένης.
Γιατί μπορεί όλα τα κόμματα, τα κομματίδια και οι συνιστώσες της Αριστεράς να μην μετείχαν στην καταλήστευση του δημοσίου χρήματος, να μη συνεργάστηκαν στην εξυπηρέτηση των ξένων συμφερόντων, να μη ψήφισαν στη Βουλή τους κατάπτυστους νόμους, που περικόπτουν συνεχώς το πενιχρό εισόδημα των πολλών, αφήνοντας άθικτο το πλούσιο εισόδημα των ολίγων, αλλά από τη στιγμή που κοιτάνε το «μαγαζάκι» τους, την ιδεολογική τους καθαρότητα και δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους, τους περιμένει νέα μετεκλογική συρρίκνωση και απομόνωση.
Γιατί με τη συμπεριφορά τους αυτή χάνουν τη μοναδική ευκαιρία να μετατραπούν οι εκλογές της 19 Φεβρουαρίου 2012 σε αφετηρία κοσμογονικών εξελίξεων.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Posted in Αναδημοσιεύσεις, Γνώμες και σχόλια, εφημερίδα "Εμπρός", οικονομική κρίση | Με ετικέτα: πληροφορική, Δημήτρης Σαραντάκος, εκλογές | Leave a Comment »
Posted by tofistiki στο 17/11/2011
Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου που δημοσιεύτηκε
στις 15/11/2011, στο Εμπρός
Στο προηγούμενο σημείωμά μου προφήτευα πως η κατάργηση των σχολικών παρελάσεων θα είναι η λογική συνέπεια του ευτελισμού των πολιτικών προσώπων, με τα επεισόδια, που σημειώθηκαν κατά τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έχει επιτέλους σχηματιστεί η μεταβατική αυτή κυβέρνηση, από την οποία περιμένουμε να εξασφαλίσει τη χορήγηση της 6ης δόσης του δανείου και να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές. Άργησε κάπου μια βδομάδα να τα βρούνε οι υποτιθέμενοι κυβερνήτες μας (γιατί, να μη γελιόμαστε, οι πραγματικοί κυβερνήτες είναι άλλοι, που βρίσκονται αλλού) και ολόκληρη η Ελλάδα περίμενε εναγωνίως το σχηματισμό της.
Για να είμαι πιο κοντά στην πραγματικότητα, όχι και τόσο εναγωνίως αλλά περισσότερο με σκωπτική διάθεση. Τα ανέκδοτα που κυκλοφόρησαν αυτή την περίοδο της αναμονής, από στόμα σε στόμα ή στο Διαδίκτυο, θα μπορούσαν να γεμίσουν βιβλίο. Αναφέρω μερικά:
*Τηλεφωνούν στο προεδρικό μέγαρο οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ: «Τι θα γίνει, βρέθηκε ο πρωθυπουργός; Γιατί μέρες τώρα έχουμε ετοιμάσει πανώ που γράφει ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΟΥ…και έχουμε κενό το όνομα».
*Άλλο: «Είχαμε έναν πρωθυπουργό μ…. και τώρα ψάχνουμε έναν μ…. να γίνει πρωθυπουργός»
*Άλλο: «Είναι σκληρό να μαθαίνουν από την τηλεόραση οι οικογένειες ότι κάποιος δικός τους κινδυνεύει να γίνει πρωθυπουργός».
*Άλλο: «Μύθος ότι υπάρχει ανεργία στη χώρα. Μια θέση άδειασε και κανείς δεν ενδιαφέρεται να την καταλάβει»
* Άλλο: «Ο παππούς παπατζής – ο εγγονός γκαφατζής»
* Άλλο: «Αν έχει χιούμορ ο νέος πρωθυπουργός, πρέπει μόλις ορκιστεί να προκηρύξει δημοψήφισμα»
Είναι πολύ παρήγορο φαινόμενο πως οι Έλληνες αποφασίσαμε να αντιμετωπίσουμε με χιούμορ τις δύσκολες μέρες που περνάμε. Είναι η πιο υγιής αντίδραση. Το είχαν κάνει οι πατεράδες μας το ΄40, όταν μετατρέψανε τον Ντούτσε, που ο Τσώρτσιλ τον είχε ονομάσει «μεγάλο ευρωπαίο πολιτικό» σε «κορόιδο Μουσολίνι» και τον κάνανε ρεζίλι των σκυλιών.
Αλλά και πιο πρόσφατα, στις παραμονές των πρώτων μετά τη μεταπολίτευση εκλογών του 1974, με παρόμοιο χιούμορ αντιμετωπίσανε τον Πέτρο Γαρουφαλιά, που είχε κατεβεί σ΄ αυτές επικεφαλής του κόμματος της «Εθνικής Δημοκρατικής Ενώσεως» (ΕΔΕ) που είχε ιδρύσει. Στον προεκλογικό λόγο που εκφώνησε από ένα μπαλκόνι πολυκατοικίας, στη γωνία Πανεπιστημίου και Αιόλου, στα Χαυτεία, μπροστά σε πυκνότατο πλήθος συγκεντρωμένων έγινε το έλα και να δεις. 
Πρώτα πρώτα έκανε το σοβαρότατο λάθος να βγάλει λόγο στην καθαρεύουσα, η οποία μπορεί να είναι ανακηρυχθεί «εθνική γλώσσα» από τους χουντικούς, αλλά είχε δεχτεί θανάσιμα πλήγματα από τον ίδιο τον αρχηγό τους, τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο φαιδρός αυτός καραβανάς, εκτός του ότι όταν έπιανε μικρόφωνο στα χέρια του ξεχνούσε να το αφήσει, κακοποιούσε βάναυσα την καθαρεύουσα, σε σημείο που η καθιέρωση της δημοτικής αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, από την κυβέρνηση Καραμανλή, να αποτελέσει αναπόδραστη ανάγκη.
Δεν ήταν όμως μόνο η ατυχής επιλογή της καθαρεύουσας, που προκάλεσε την πρωτοφανή ως τότε καζούρα από τους ακροατές του. Ήταν και η όλη πολιτεία του Γαρουφαλιά κατά τους ταραγμένους εκείνους καιρούς, που σημαδεύτηκαν από την «Αποστασία», την «υπόθεση του Ασπίδα», την «ανταρσία του Ναυτικού» και άλλες παρόμοιες υποθέσεις, για να καταλήξουν στην «Εθνοσωτήριο» Δικτατορία και στις οποίες ο ρόλος του ήταν σκοτεινός. Και δεν ήταν ο Γαρουφαλιάς κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Ήταν νομικός, οικονομολόγος, διπλωμάτης, συγγραφέας και ιδρυτής βραχύβιου πολιτικού κόμματος. (Παρεμπιπτόντως ήταν και γαμπρός του γνωστού και ισχυρού – αν και στα πρόθυρα χρεοκοπίας – βιομηχάνου Φιξ).
Δυστυχώς γι΄ αυτόν, το πυκνό πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην προεκλογική ομιλία του, δεν ήταν οπαδοί του, αλλά δεν προχώρησαν σε καμιά βιαιοπραγία ή κατάφωρη αποδοκιμασία του. Δεν εκτοξεύθηκε ούτε ένα αυγό και δεν ακούστηκε κανένα «κάτω» ή «αίσχος» και τα παρόμοια. Οι ακροατές του διάλεξαν να τον αποδοκιμάσουν με το χιούμορ και γελοιοποίηση. Τις εξαγγελίες που εκφωνούσε από το μπαλκόνι, το πλήθος τις συμπλήρωνε με δικές του, όπως «στους παπάδες άσπρα ράσα» και άλλες παρόμοιες. Όταν δήλωσε «θα κινηθώμεν με θάρρος και συνέπειαν» το πλήθος αντιφώνησε «Πέτρο κουνήσου, σου τρώνε το πουλί σου» (υπονοώντας το πουλί της Χούντας).
Το γέλιο και η ευθυμία που επικράτησε κατά την προεκλογική αυτή συγκέντρωση, δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα από τις πιο ξεκαρδιστικές επιθεωρήσεις εκείνης της εποχής. και αυτός ο τρόπος αποδοκιμασίας αποδείχθηκε κυριολεκτικά θανάσιμος. Στις εκλογές που ακολούθησαν συγκέντρωσε το 1,09% των ψήφων και δεν εξελέγη ούτε ο ίδιος Ύστερα από αυτό, ο Πέτρος Γρουφαλιάς πέθανε ως πολιτικός, δέκα χρόνια πριν πεθάνει και ληξιαρχικώς.
Σκέφτομαι λοιπόν το τι μέλλεται να γίνει στις προσεχείς εκλογές αν μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αποφασίσουν να είναι υποψήφιοι και αποπειραθούν να εκφωνήσουν προεκλογικούς λόγους από τα μπαλκόνια; Το φαντάζεστε, αγαπητοί αναγνώστες και μπορείτε να συλλάβετε την υποδοχή που θα τους επιφυλαχθεί;.
Προσωπικά δεν πιστεύω να το αποτολμήσουν αλλά και τι άλλο να κάνουν; Άνθρωποι που επί δύο και τρεις δεκαετίες έχουν κάνει την πολιτική επάγγελμα, είναι έρμαια της μοίρας τους. Ουσιαστικά δεν ξέρουν ούτε μπορούν να κάνουν καμιάν άλλη δουλειά.
Το σκίτσο είναι από το λεύκωμα «Ποτέ πια», του Κώστα Μητρόπουλου που κυκλοφόρησε το 1965 με σκίτσα του δημοσιευμένα στο Βήμα και στον Ταχυδρόμο, κατά την περίοδο Ιουνίου – Οκτωβρίου 1965. Το πήρα από το http://www.sarantakos.com
–
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Posted in Αναμνήσεις, Επικαιρότητα, Ιστορία, Μεταξύ αστείου και σοβαρού | Με ετικέτα: Δημήτρης Σαραντάκος, Πέτρος Γαρουφαλιάς | Leave a Comment »
Posted by tofistiki στο 09/11/2011
Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου, που γράφτηκε για την εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης.
Τα όσα απροσδόκητα έγιναν στον εορτασμό της «επετείου του ΟΧΙ», κατά τις παρελάσεις των σχολείων μπροστά από τις (κενές) εξέδρες των επισήμων, με τα παιδιά να στρέφουν το πρόσωπό τους όχι προς την εξέδρα αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση ή να ανεμίζουν μαύρα μαντήλια ή να φορούν μαύρα περιβραχιόνια πένθους και ένα, τέλος, να τους μουντζώνει (και μπράβο του), ξανάφεραν στο νου μου ένα σημείωμά μου, που δημοσιεύθηκε πριν τέσσερα χρόνια (συγκεκριμένα στις 6 Νοεμβρίου 2007) σ΄αυτή τη στήλη.
Στο σημείωμά μου αυτό έγραφα πως είμαι κατηγορηματικά αντίθετος με τις σχολικές παρελάσεις κατά τον γιορτασμό εθνικών επετείων και υποστήριζα την αντίθεσή μου αυτή με τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Τόνιζα δε πως δεν είμαι γενικώς κατά του γιορτασμού των εθνικών επετείων, αφού αποτελούν ορόσημα της ιστορίας μας και η ιστορική μνήμη πρέπει να μένει ζωντανή. Λαός που δε θυμάται και δεν τιμά το παρελθόν του δεν έχει και μέλλον. Έγραφα επίσης πως μου αρέσουν οι παρελάσεις στρατιωτικών τμημάτων, που οπωσδήποτε και οπτικώς ή ακουστικώς συνιστούν αισθητικώς ευχάριστο θέαμα και ακρόαμα. Οι παρελάσεις των σχολείων όμως;
Κατ΄ αρχήν δεν αποτελούν κάποια παλιά μας παράδοση, ώστε να πρέπει να την τηρούμε. Ως την εποχή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν γίνονταν παρελάσεις σχολείων. Αυτό το υποστηρίζω μετά λόγου γνώσεως, γιατί ήμουν μαθητής δημοτικού, πρώτα, και οκταταξίου γυμνασίου, μετά. Γίνονταν σχολικές γιορτές, τραγουδούσαμε δημοτικά ή άλλα κατάλληλα τραγούδια, αλλά δεν κάναμε παρέλαση. Το βιολί το εγκαινίασε η δικτατορία, κατά μίμηση των ομογάλακτων δικτατοριών του Μουσολίνι και του Χίτλερ.

Πρώτος διδάξας βέβαια ο αρχιφαμφαρόνος Ντούτσε, που καθιέρωσε τον γελοίο και παντελώς αφύσικο βηματισμό «της χήνας» και την παρέλαση σε πυκνή τάξη και συμπαγείς σχηματισμούς. Τον μιμήθηκαν ο Χίτλερ και δυστυχώς ο Στάλιν και ο Μάο. Λέω δυστυχώς, γιατί τέτοιου είδους μασκαραλίκια ήταν τελείως έξω από το πνεύμα της Επανάστασης. Ο ίδιος ο Λένιν απεχθανόταν τις παρελάσεις και ο Μπουχάριν τις περιγελούσε. Τότε γίνονταν αυθόρμητες εορταστικές διαδηλώσεις των εργαζομένων, που βάδιζαν στους δρόμους, τραγουδώντας επαναστατικά τραγούδια, χωρίς βηματισμό και μπάντες.
Στη Σοβιετική Ένωση στρατιωτικές παρελάσεις άρχισαν να γίνονται στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 και συστηματοποιήθηκαν μετά τον πόλεμο. Και τελικά το θέαμα της ηγεσίας, που επί ώρες παρακολουθούσε από ψηλό βάθρο (συνήθως από το Μαυσωλείο του Λένιν) τους παρελαύνοντες, καθιερώθηκε.
Πού είσαι καημένε Μιχάλη Κατσαρέ, ασυμβίβαστε, που στην «Διαθήκη» σου μας προτρέπεις Αντισταθείτε σ΄αυτόν που χαιρετάει απ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις…
Το ζητούμενο είναι με ποιόν τρόπο πρέπει να τιμούμε και να γιορτάζουμε τις εθνικές επετείους. Να μάθουμε επί τέλους να τιμούμε τις επετείους της ιστορίας όχι με τη λογική της διεκπεραίωσης, της συνήθειας και του βολέματος, όχι σαν συρφετός ευπειθών υπηκόων, αλλά σαν ζωντανή κοινωνία πολιτών, που έχουν επίγνωση ποιο γεγονός της ιστορίας τους, τιμούν και γιορτάζουν. Τα νεαρά παιδιά που υποχρεώθηκαν να παρελάσουν προχτές, είχαν αυτή την επίγνωση και γι΄αυτό αντιδράσανε έτσι. Υποτίθεται πως παρελαύνοντας θα τιμούσανε το ΟΧΙ που είπε ο ελληνικός λαός σε έναν ξένο κατακτητή το 1940, ο οποίος ήθελε να καταργήσει την εθνική του ανεξαρτησία. Πότε; Εν έτει 2011, όταν και τα μικρά παιδιά έχουνε μάθει πως δεν έχουμε πια εθνική ανεξαρτησία, αλλά είμαστε υπόδουλοι (υπό επιτήρηση, το λένε κομψότερα) ξένων και μάλιστα όχι ξένων κρατών, αλλά ξένων οικονομικών συμφερόντων (των αγορών, το λένε κομψότερα);
Σκέφτηκαν άραγες οι φωστήρες που μας κυβερνούν, πώς θα αιτιολογήσουν στα νεαρά παιδιά των σχολείων τον τρόπο που δημιουργήθηκε το τεράστιο χρέος; Νομίζουν πως τα νεαρά αυτά παιδιά δεν έχουν ακούσει για την καταλήστεψη της Ελλάδας από τους καταχτητές στη διάρκεια της Κατοχής και για την άρνηση όλων ανεξαιρέτως των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων να θέσουν θέμα γερμανικών αποζημιώσεων, τις οποίες διεκδίκησαν με επιτυχία πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τις οποίες αν παίρναμε δε θα είχαμε δημόσιο χρέος;;
Πιστεύω πως ύστερα από όσα γίνανε κατά τις παρελάσεις των σχολείων προχτές, στο γιορτασμό του ΟΧΙ, δίνεται εύσχημος λόγος για να σταματήσουν οι μαθητικές παρελάσεις. Όχι για λόγους ευαισθησίας από τους κυβερνώντες (δεν διαθέτουν τέτοιο πράμα), αλλά από τον φόβο επανάληψης παρόμοιων φαινομένων και μάλιστα με πιο έντονο τρόπο. Σε πέντε μήνες θα γιορτάσουμε την επέτειο της Επανάστασης του 21. Αν υφίσταται ακόμα η σημερινή κυβέρνηση (πράγμα που το θεωρώ τελείως απίθανο), βάζω στοίχημα, πως αν γίνουν σχολικές παρελάσεις, θα έχουμε επανάληψη σε πιο έντονο βαθμό των ίδιων φαινομένων.
Ας τις καταργήσουν λοιπόν εγκαίρως.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Posted in Επικαιρότητα, Ιστορία, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: παρελάσεις, Δημήτρης Σαραντάκος | Leave a Comment »
Posted by tofistiki στο 08/11/2011
Την Κυριακή που μας πέρασε, η εκπομπή «Κόκκινο πιπέρι» του Στέλιου Ελληνιάδη, στον ραδιοφωνικό σταθμό 105,5 Στο Κόκκινο, φιλοξένησε τον Νίκο Σαραντάκο.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Posted in Επικαιρότητα, Πολιτιστικά | Με ετικέτα: ραδιόφωνο, Γλωσσικά, Νίκος Σαραντάκος, Στο Κόκκινο | Leave a Comment »