Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Archive for Οκτώβριος 2012

«Στη Μυτιλήνη μετά σαράντα χρόνια»

Posted by tofistiki στο 28/10/2012

Αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Μίμη Σαραντάκου, «Στη Μυτιλήνη μετά σαράντα χρόνια» από το αφιέρωμα του περιοδικού Ένεκεν της Θεσσαλονίκης με τίτλο «Η Λέσβος της ψυχής μας», που επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Σκορδάς και στο οποίο ανθολογούνται 20 περίπου Λέσβιοι λογοτέχνες.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Μίμη «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».
 

(Ήθελα να γράψω κάτι προχτές, ημέρα της γιορτής του Μίμη, αλλά δεν το μπόρεσα. Είναι άτιμο πράμα οι πρώτες επέτειοι που λείπει ο αγαπημένος άνθρωπος, που έπιανε τόσο χώρο στη ζωή σου και δεν το είχες συνειδητοποιήσει…)
 
 
 
 
 
Στη Μυτιλήνη μετά 40 χρόνια (πατήστε στο σύνδεσμο για να κατεβάσετε το δισέλιδο σε αρχείο pdf)
 
 
ΥΓ: Τα βιογραφικά στοιχεία του Μίμη στην τελευταία σελίδα, είναι παρμένα από τη Βικιπαίδεια θαρρώ, όπου εμφανίζομαι κι εγώ να συνεχίζω την οικογενειακή παράδοση συγγραφέων και ποιητών/τριών, κάτι που, ακόμα τουλάχιστον :-), δεν είναι αλήθεια. Το διόρθωσα σήμερα, ελπίζω να πάψει να αναπαράγεται…
 
 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Λογοτεχνία, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Η «Αιολίδα» για τον Μίμη

Posted by tofistiki στο 24/10/2012

Αναδημοσιεύουμε κείμενο του Παν. Παρασκευαϊδη, προέδρου της Eταιρίας Aιολικών Mελετών, για τον Μίμη Σαραντάκο, από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Αιολίδα» της Λέσβου που εκδίδεται από την Λεσβιακή Παροικία.
Ευχαριστούμε την Καίτη Μεσσηνέζη, από την εκδοτική ομάδα της Αιολίδας, που μας ενημέρωσε για τη δημοσίευση και μας έστειλε το περιοδικό.
 
(πατήστε για να κατεβάσετε το δισέλιδο σε αρχείο pdf)
 
 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Στην ελεύθερη Αγία Παρασκευή (Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια)

Posted by tofistiki στο 23/10/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, στα 1944, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη. Το σημερινό είναι το εικοστό απόσπασμα, όπου ο ο Μίμης Σαραντάκος και ο πατέρας του ο Νίκος καταφεύγουν κι αυτοί στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα της «Ελεύθερης Λέσβου».

Την επομένη κατεβήκαμε στην πλατεία του χωριού. Ο πατέρας μου πήγε στο Γυμνάσιο, όπου φαίνεται πως ήταν η έδρα της Οργάνωσης, κι εγώ στη Λέσχη, που βρισκόταν στον όροφο ενός γωνιακού κτηρίου λίγο πιο πάνω από την πλατεία, όπου ήξερα πως θα συναντούσα το μοναδικό γνωστό μου στο χωριό, τον Τάκη το Μεταξά, τον επιλεγόμενο Αλκιδάμα και προσεπιλεγόμενο Μπασακλάσα. […]

Ο Τάκης μού γνώρισε κι άλλους νεαρούς της ηλικίας μας, που σύχναζαν στη Λέσχη. Ήταν όλοι τους ΕΠΟΝίτες και έτσι συνδέθηκα με την Οργάνωση. Το ίδιο απόγεμα με πήραν στη χορωδία τους και εκεί έμαθα τα πρώτα τραγούδια του αγώνα: το «Βροντάει ο Όλυμπος» και τον ύμνο τής ΕΠΟΝ: «πρωτοπόροι στον Αγώνα».

Τα τραγούδια αυτά τα τραγουδούσαμε με δυνατή φωνή και με ανοιχτά τα παράθυρα της αίθουσας όπου μαζευόταν η χορωδία. Στο χωριό μιλούσαν όλοι ανοιχτά και η «Ελεύθερη Λέσβος» διαβαζόταν φανερά στα καφενεία.

Εκείνη τη βδομάδα μάς ήρθε και η δικιά μας εφημερίδα, ο «Αντιφασίστας», όργανο του Νομαρχιακού Συμβουλίου τής ΕΠΟΝ.

Σιγά – σιγά άρχισαν να μου αναθέτουν διάφορα καθήκοντα και κυρίως την εκλαΐκευση του δελτίου ειδήσεων. Οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού δεν καταλαβαίναν τις ειδήσεις και κυρίως δεν είχαν ιδέα για τα μέρη όπου γίνονταν οι μάχες. Έπρεπε να τους τα εξηγούμε και στο σημείο αυτό αποδείχτηκα ειδικός, αργότερα δε, μπήκα στο συνεργείο που συνέτασσε το δελτίο ειδήσεων με τα νέα που ακούγαμε από το Λονδίνο, το Κάιρο και τη Μόσχα.

[…] Την άλλη μέρα, Κυριακή, στην πλατεία του χωριού συνεδρίασε το Λαϊκό Δικαστήριο. Είχαν μαζευτεί πάρα πολλοί άνθρωποι για να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση. Πήγαμε κι εμείς οικογενειακώς. Δικάζανε τρεις χωριανοί και ο δημόσιος κατήγορος ήταν κι αυτός από το χωριό. Όλες οι υποθέσεις που παρακολουθήσαμε ήταν αγροζημίες, εκτός από μία που αφορούσε την κλοπή ενός προβάτου. Μας έκανε εντύπωση η σοβαρότητα με την οποία δικάζανε αυτοί οι απλοί και μάλλον αμόρφωτοι άνθρωποι και πόσο προσεχτικά παρακολουθούσε το ακροατήριο. Κάπου – κάπου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρωτούσε:

«Τι λέει πάνω σ’ αυτό η κοινή γνώμη;»,
και από το ακροατήριο βγαίναν διάφοροι άνθρωποι και λέγανε ποιος κατά τη γνώμη τους είχε δίκιο.

Στην υπόθεση της κλοπής του προβάτου, ο εναγόμενος παραδέχτηκε την ενοχή του, υποσχέθηκε να επιστρέψει αμέσως το κλεμμένο και ζήτησε συγγνώμη από τον ιδιοκτήτη του. Αυτός πρόθυμα τον συγχώρησε και, με προτροπή του προέδρου, οι αντίδικοι δώσανε τα χέρια και συμφιλιώθηκαν.

Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, συζητούσαμε για πολλήν ώρα για το λαϊκό δικαστήριο. Ο πατέρας μου ήταν ενθουσιασμένος:

«Αυτή είναι η λαϊκή εξουσία. Ο λαός δε διοικεί μονάχα, αλλά και διαπαιδαγωγείται.»

Ένα πρωί, καθώς περιδιάβαζα στο χωριό, είδα να σταματά μπροστά στο Γυμνάσιο μια μοτοσυκλέτα με καλάθι. Αυτό καθεαυτό το πράγμα δε θα είχε σημασία αν στη μοτοσυκλέτα δεν κυμάτιζε μια μικρή ελληνική σημαία! Έμεινα να την κοιτάζω με συγκίνηση. Τρία και πάνω χρόνια δεν την είχα δει να κυματίζει ελεύθερα. Στα δημόσια κτήρια έπρεπε δίπλα της να κυματίζει η γερμανική, ενώ στα ιδιωτικά σπίτια απαγορευόταν η ανάρτησή της. Από αυτήν τη μικρή σημαιούλα κατάλαβα πως ήμουν πια ελεύθερος. Από τη μοτοσυκλέτα κατέβηκαν τρεις άντρες με πολιτικά, αλλά με μπότες, που πήγαν αμέσως μέσα με ζωηρό και σίγουρο βήμα. Όπως έμαθα αργότερα, ήταν αξιωματικοί των ανταρτών.

Μετά τα γεγονότα της Καλλονής, τον περασμένο Μάρτη, που οι χωροφύλακες με επικεφαλής το μοίραρχο Γεωργόπουλο, άνοιξαν πυρ σε μια διαδήλωση αγροτών, τραυματίζοντας πολλούς, με εντολή της Οργάνωσης καταλήφθηκαν οι σταθμοί χωροφυλακής και αφοπλίστηκαν οι χωροφύλακες σε όλα τα χωριά του νησιού, εκτός από τα τρία, όπου υπήρχε γερμανική φρουρά, το Πλωμάρι, το Μόλυβο και το Σίγρι (και τη Μυτιλήνη φυσικά). Μαζί με τη Χωροφυλακή καταργήθηκε και η Αγροφυλακή. Άλλοι χωροφύλακες μείναν ως πολίτες στα σπίτια τους, άλλοι πήγαν στη Μυτιλήνη και μερικοί προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ.

Ο διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής της Αγίας Παρασκευής, που ήταν παντρεμένος με μια ντόπια γυναίκα, έμεινε στο χωριό. Δεν είχε βγάλει κακό όνομα και έβλεπε με συμπάθεια τον Αγώνα, ως εκεί όμως. Πάντως κυκλοφορούσε ελεύθερος, κρατούσε μάλιστα και το λεπτό δερμάτινο μαστίγιο, το άνευ αντικρίσματος πλέον σύμβολο της εξουσίας του, και οι χωριανοί εξακολουθούσαν να τον προσφωνούν «Καπετάνιε». Ο νωματάρχης ήταν επίσης και ποιητής (στην πραγματικότητα στιχοπλόκος) και μαθαίνοντας πως ο πατέρας μου και η μάνα μου ήταν ποιητές, στην πρώτη συναναστροφή που τους συνάντησε, τους έδειξε με καμάρι τους στίχους του. Σε κάποιο ποίημά του έγραφε:

«Οι Γερμανοί,
σαν γερανοί,
θα ’ρθει καιρός
να φύγουν»

Τις καταργημένες Χωροφυλακή και Αγροφυλακή υποκατέστησε η Εθνική Πολιτοφυλακή. Οι πολιτοφύλακες κυκλοφορούσαν πάντοτε άοπλοι, δε φορούσαν στολή, ούτε κάποιο διακριτικό σημάδι, εκτός και σε ειδικές περιπτώσεις ένα γαλάζιο περιβραχιόνιο, αλλά όλος ο κόσμος τούς ήξερε, καθώς ήταν όλοι χωριανοί, και άκουγε τις υποδείξεις τους.

Μέσα στους πρώτους μήνες που αναδείχτηκε η νέα εξουσία, οι αγροζημίες, οι κλεψιές και οι καβγάδες στα καφενεία σχεδόν εξαλείφθηκαν. Ο κόσμος κυκλοφορούσε ελεύθερα παντού, μέσα κι έξω από το χωριό, και όλες τις ώρες, μέρα και νύχτα. Δεν υπήρχε η απαγόρευση της κυκλοφορίας, που ίσχυε στην πόλη και στα χωριά με γερμανική φρουρά.

Ένα απόγεμα που παίζαμε με τον Τάκη σκάκι στη Λέσχη, ακούσαμε μεγάλη φασαρία στην πλατεία. Βγήκαμε στα παράθυρα και είδαμε πως έξω επικρατούσε απερίγραπτος πανικός: Όλοι τρέχανε προς όλες τις κατευθύνσεις.

Κατεβήκαμε κάτω αλλά όποιον κι αν ρωτήσαμε, κανείς δε μπορούσε να μας πει τι ακριβώς συνέβαινε. Τελικά το βάλαμε κι εμείς στα πόδια και σταματήσαμε μόνο σα φτάσαμε στον Κλομηδάδο (τώρα μετονομάστηκε σε Νάπη).

Εκεί κάτσαμε ώσπου βράδιασε και τότε μάθαμε πως κάποιοι σκότωσαν στο κεντρικό καφενείο της πλατείας έναν παράγοντα της προπολεμικής ζωής του χωριού, πολιτευτή της δεξιάς και άνθρωπο που ήταν στα μέσα και στα έξω επί Μεταξά, γνωστόν με το παρατσούκλι Πλατέλι.

Όταν γυρίσαμε και πήγα στο σπίτι του θείου Γιώργου, έμαθα περισσότερα από έναν αυτόπτη μάρτυρα, που δεν ήταν άλλος από τη μητέρα μου! Είχε πάει με το μικρό, τον Κωστάκη, βόλτα στην πλατεία για να τον κεράσει γλυκό.

Κάθισαν στο κεντρικό καφενείο, απέναντι από το φαρμακείο του Αρμάδα, και τρώγανε τη βανίλια τους όταν ξαφνικά από ένα διπλανό τραπέζι σηκώθηκαν τρεις, που ως τότε τρώγανε φέτες καρπούζι, περικύκλωσαν ένα χοντρό, που έπινε τον καφέ του παραδίπλα και φωνάζοντας,

«Έτσι πεθαίνουν οι προδότες», τον μαχαίρωσαν.

Όπως συμπλήρωσε την αφήγηση ο πατέρας μου, μέσα στον πανικό που δημιουργήθηκε, οι εκτελεστές έφυγαν ανενόχλητοι και σχεδόν απαρατήρητοι, η δε μητέρα μου, φτάνοντας ημιθανής στο σπίτι, με τον Κωστάκη κλαίοντα να την ακολουθεί, το μόνο που μπορούσε να τους πει για πολλήν ώρα ήταν μόνο:

«Τον σκότωσαν.»

«Ποιον;»

«Ένα χοντρό.»

Αυτή η στιχομυθία επαναλήφθηκε άπειρες φορές, ώσπου να ξεκαθαριστεί ποιοι σκότωσαν ποιον.

Το βράδυ στην πλατεία ο γιος του θύματος διαμαρτυρόταν γιατί σκοτώσαν τον πατέρα του με τέτοιον τρόπο.

«Αν ήταν προδότης, να τον δικάζαμε στο λαϊκό δικαστήριο, κι αν έβγαινε η απόφαση, θα τον σκότωνα εγώ ο ίδιος, με τα χέρια μου», φώναζε και ο κόσμος τον άκουγε σιωπηλός και ουδέτερος.

 

(συνεχίζεται)

– Στη φωτογραφία, Λαϊκό δικαστήριο, από το λεύκωμα του Σπ. Μελετζή, Με τους αντάρτες στα βουνά, Αθήνα 1996, εικ. 107.
© Σπύρος Μελετζής. Την βρήκα στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

– Παρεμπιπτόντως, διάβασα πρόσφατα ότι λόγω της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής σημασίας του, ο οικισμός  της Αγίας Παρασκευής,χαρακτηρίστηκε με ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεώτερων Μνημείων ως «ιστορικός τόπος».


Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ο Δημόκριτος κι ο αραμπάς (Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια)

Posted by tofistiki στο 09/10/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη. Το σημερινό είναι το δέκατο ένατο απόσπασμα και βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο πατέρας του Μίμη) παίρνει εντολή από την Οργάνωση να καταφύγει στην Αγία Παρασκευή, στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού, για να αποφύγει τη σύλληψη.

Όταν μας ειδοποίησε η Οργάνωση, ήμασταν κιόλας έτοιμοι. Η μητέρα μου μας είχε βάλει σ’ ένα είδος σάκου δυο αλλαξιές ασπρόρουχα, ένα παγούρι με νερό και μια καστάνια με λίγο φαΐ. Έτσι, και ελαφροί θα ήμαστε και δε θα κινούσαμε τις υποψίες της γειτονιάς, όπως αν ξεκινούσαμε με βαλίτσα. Ξέραμε πως πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες δεκάδες μάτια παρακολουθούσαν άγρυπνα κάθε κίνηση στο δρομάκο μας.

Ξεκινήσαμε ένα ζεστό σούρουπο του Ιούνη και τραβήξαμε από παράδρομους στη Λαγκάδα, στην έξοδο της πόλης. Όταν φτάσαμε εκεί, είχε πάει εννέα και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Η κυκλοφορία το καλοκαίρι απαγορευόταν από τις 11 τη νύχτα ως τις 7 το πρωί. Είχαμε λοιπόν καιρό να απομακρυνθούμε από την πόλη.

Αφήσαμε πίσω τις Φυλακές και τα Νταμάρια κι ανηφορίσαμε. Στο διάσελο πιάσαμε να κατηφορίζουμε, προς τον Κόλπο. Σε μισή ώρα περπατούσαμε σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, από την οποία μάς χώριζαν λίγα χωράφια. Δεν την βλέπαμε, αλλά ακούγαμε τον αδιάκοπο ρόχθο της. Είχε πια σκοτεινιάσει για καλά, και στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας ξεχώριζε αμυδρά η αχνή ασπράδα της δημοσιάς. Δεν υπήρχε φεγγάρι, αλλά μια εκπληκτική αστροφεγγιά. Στην πόλη δεν έβλεπα τα άστρα τόσο καθαρά όσο εδώ. Ήταν απίστευτο πόσο πολλά ήταν. Το νυχτερινό ουρανό τον διέτρεχε λοξά, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, ένα φωτεινό ποτάμι: ο Γαλαξίας.

«Ο Δημόκριτος ήταν ο πρώτος που κατανόησε τη φύση του Γαλαξία», μου λέει ο πατέρας μου όταν είδε να κοιτάζω τον έναστρο ουρανό.

Παρατήρησα πως τώρα που βρισκόμασταν έξω από τα έσχατα όρια της ζώνης στην οποία τη νύχτα κυκλοφορούσαν περίπολα της χωροφυλακής ή των Γερμανών, είχε πάψει να είναι σφιγμένος και σιωπηλός.

«Σύγκειται εκ πλήθους αστέρων συμφωτιζομένων διά την απόστασιν», απάγγειλε.

«Ο Δημόκριτος και πριν από αυτόν ο Ηράκλειτος και ο Πρωταγόρας, είχαν καταλάβει πολλά από τα μυστικά της Φύσης. Δυστυχώς όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία τους χάθηκαν. Αν είχαν σωθεί, ίσως να είχε διαμορφωθεί διαφορετικά η ανθρώπινη σκέψη. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά τους.»

Ο πατέρας μου συνέχιζε να μου αναπτύσσει τις απόψεις των Αρχαίων Ελλήνων για τον Κόσμο και κατάληξε λέγοντας:

«Οι Έλληνες είναι ίσως ο μοναδικός λαός της Αρχαιότητας που δεν πίστευε πως τον Κόσμο τον έπλασε ο θεός ή οι θεοί.»

Από τότε που ήμουν στην τετάρτη Δημοτικού, ήξερα πως ο πατέρας μου ήταν άθεος. Δε μου είχε κάνει όμως ποτέ του καμμιά συζήτηση για τις πεποιθήσεις του ή τις δικές μου. Είχα βέβαια διαβάσει ένα ποίημα που είχε γράψει πριν πέντε χρόνια στη Σάμο, τη «Γέννηση», και μάλιστα με είχε κάπως σοκάρει το τέλος του,

«Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ, μες στου χειμώνα την καρδιά,
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδιά
και ρύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία»,

που μου φάνηκε βλάσφημο.

Η απομάκρυνσή μου από τη χριστιανική πίστη, που την είχα αδιαφιλονίκητη ως τα δώδεκά μου χρόνια, έγινε σιγά – σιγά. Για ένα σύντομο διάστημα έγινα οπαδός της αρχαίας θρησκείας του Δωδεκάθεου και ιδίως της θεάς Αθηνάς, που τη θαύμαζα, γιατί συνδύαζε την ομορφιά με τη σοφία. Αυτό μου συνέβη όταν διάβασα το βιβλίο «Αθηνά» των Γκόου και Ρέινεκ, της σειράς των «52 του Ελευθερουδάκη», και μαγεύτηκα από τον πολιτισμό και τη σκέψη της Αρχαίας Ελλάδας.

Ξαφνικά ο Χριστιανισμός μού φάνηκε μίζερος, αυστηρός, σκοτεινός, και κατά κάποιον τρόπο ανήθικος. Άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά από όπως σκεφτόμουν ως τότε, ή μάλλον, για να ακριβολογώ, τότε ουσιαστικά άρχισα να σκέφτομαι:

«πώς είναι δυνατό να έπλασε το φως και το σκότος, την ημέρα και τη νύχτα, την πρώτη μέρα της Δημιουργίας και τον ήλιο και τα αστέρια μόλις την τέταρτη;»
«πού βρέθηκε τόσο νερό για να σκεπαστεί όλη η Γη ως τα πιο ψηλά βουνά και πού πήγε αυτό το νερό μετά τον Κατακλυσμό;»
«από πού κι ως πού έπρεπε να νιώθω εγώ ένοχος γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο;»
«γιατί είναι αμαρτία να φάω κρέας την Παρασκευή;»
«δεν πρέπει να κάνω το κακό για να μην τιμωρηθώ ή γιατί δεν είναι σωστό;»
«είναι ηθικό να κάνουμε το καλό, προσδοκώντας να ανταμειφθούμε στον Παράδεισο;»

και πολλές άλλες, που ως τότε δε μου είχαν περάσει από το μυαλό.

Μετά τη διασταύρωση της Γέρας αρχίζαμε να ανηφορίζουμε. Κοντά στο χωριό Λάμπου Μύλοι, πιο γνωστό ως Λάμπες, κάτσαμε σε μια βρύση που έτρεχε συνεχώς και ήπιαμε δροσερό νερό και φάγαμε το φαΐ που μας είχε η μάνα μου στην καστάνια. Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, ξεκινήσαμε. Πριν ξεκινήσουμε, ο πατέρας μου έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του, άναψε ένα σπίρτο κι είδε την ώρα.

«Μπρε!», έκανε έκπληκτος. «Κοντεύει δύο, δηλαδή περπατάμε πέντε ώρες. Κουράστηκες;»
«Μπα όχι, εντάξει είμαι», του λέω και δεν έλεγα ψέματα.
«Θέλουμε άλλες έξι ώρες ως την Αγιά Παρασκευή», με προειδοποίησε «Τι λες, θα τα καταφέρεις;»
«Μη νοιάζεσαι», του λέω, αν και δεν ήμουνα σίγουρος πως θα τα κατάφερνα.

Περπατήσαμε άλλη μιαν ώρα και στην αρχή του Τσαμλικιού συναντήσαμε έναν αραμπά, που τον έσερναν δύο βόδια. Πήγαινε πιο αργά από μας, που κατά τους υπολογισμούς του πατέρα μου καλύπταμε περίπου τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.

«Για πού το βάλατε, πατριώτες;», μας ρώτησε ο αραμπατζής.
«Για την Αγιά Παρασκευή», απάντησε ο πατέρας μου. «Εσείς;»
«Για την Καλλονή.»
«Έχει χώρο να μας πάρεις ως τη διασταύρωση;»
«Έχει, και θα σας πάρω το μισό ναύλο.»
«Εντάξει», είπε ο πατέρας μου.

Η βοϊδάμαξα σταμάτησε κι εμείς ανεβήκαμε. Οι άλλοι επιβάτες μάς έκαναν τόπο και βολευτήκαμε στο πίσω μέρος του αραμπά.
Η βοϊδάμαξα πήγαινε πολύ αργά. Ίσως με λιγότερα από τρία χιλιόμετρα την ώρα.

«Πόσες ώρες κάνεις από τη Μυτιλήνη ως την Καλλονή;», ρώτησε ο πατέρας μου τον αραμπατζή.
«Δε θέλω δώδεκα; Ξεκινήσαμε από τη χώρα στις οχτώ και θα ‘μαστε στην Καλλονή το πρωί κατά τις οχτώ ή εννιά.»

Σε λίγο, το αργό κούνημα του αραμπά, το τρίξιμο των τροχών του και οι κουβέντες των επιβατών με νανούρισαν. Ήταν και η κούραση από την πεντάωρη πεζοπορία, που φάνηκε μόλις κάθισα και νύσταξα αμέσως.
Κουλουριάστηκα σε μια γωνιά και σε λίγο κοιμόμουνα βαθιά.

(συνεχίζεται)

Στη φωτογραφία, ο Μίμης με τους γονείς του, την ξαδέρφη του Αγγέλα και τους γονείς της. Είναι το καλοκαίρι του ’43, στον θερινό κινηματογράφο «Σαπφώ».
«Καστάνια«, για τους νεότερους που ίσως δεν το έχουν ακούσει, λεγόταν το ανοξείδωτο -ή συχνότερα τότε αλουμινένιο- δοχείο φαγητού που το καπάκι του είχε κλείστρο ασφαλείας και ήταν ιδανικό για ταξίδια.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

Το πατητήρι του Άγγελου

Posted by tofistiki στο 08/10/2012

Ένα ακόμα απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου. Είναι το τέλος του καλοκαιριού του 1985, και μετά από το μάζεμα των φιστικιών, ήρθε η σειρά των σταφυλιών.
 

Αργοσβήνει το καλοκαίρι στην Αίγινα…
Φυλακίζω τον ήλιο μέσα στις γυάλες με το γλυκό,
μεσ΄στο βαρέλι την αψάδα του μούστου.
Πιάνομαι στα χέρια σου κι απαγκιάζω.

Είναι βαρύς ο χειμώνας που έρχεται…

Το πατητήρι του Άγγελου αντηχούσε από φωνές, πειράγματα και τραγούδια. Ήταν δέκα η ώρα, πρωί Σαββάτου, μέσα του Σεπτέμβρη. Από μία και πάνω ώρα πατούσαμε τα σταφύλια και τώρα, αφού ταχτοποιήσαμε το σωρό των πατημένων ώστε να αποχτήσει επίπεδη επιφάνεια, βάλαμε πάνω του μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, στην οποία  ανεβήκαμε με  προσοχή, και κρατώντας ισορροπία, όλοι μας. Το βάρος πέντε νοματαίων λειτούργησε σαν πρέσα. Από τον σωρό των πατημένων σταφυλιών άρχισε  να  τρέχει άφθονος μούστος. Ο Άγγελος δεν ήταν ανάμεσα μας, αλλά στεκόταν έξω από το πάτημα και εφοδιασμένος με αλκοολόμετρα και ογκομετρικούς σωλήνες, είχε τη γενική  εποπτεία της όλης διαδικασίας.

Τα τελευταία πέντε χρόνια είχε καθιερωθεί να γιορτάζουμε το τέλος του καλοκαιριού στο χτήμα του Άγγελου, στο Λειβάδι, δυο βήματα από το δικό μας το σπίτι. Εκεί, αφού πατούσαμε ομαδικά τα σταφύλια, όχι μόνο του Άγγελου, αλλά και τα δικά μας και μερικών ακόμα φίλων, στο άριστα οργανωμένο και εφοδιασμένο πατητήρι του, το ρίχναμε κατόπιν στο φαγοπότι, με τραγούδι, χορό και όλη τη σχετική φασαρία.

Ο Άγγελος, μεταλλειολόγος το επάγγελμα, ήταν σχετικά πρόσφατη γνωριμία μου στο νησί, μ’ όλο που επί μακρόν είχαμε ζήσει σε χώρους παράλληλους και σε χρόνους που απείχαν λίγο μεταξύ τους, χωρίς όμως να συναπαντηθούμε. Πάντως είχαμε μέγα πλήθος κοινών γνωστών, καθώς και κοινές ιδέες, απόψεις και πεποιθήσεις κι έτσι γίναμε με την πρώτη στενοί φίλοι, σα να γνωριζόμασταν από χρόνια.

Ο Άγγελος ήταν πολύ οργανωμένος άνθρωπος. Δώδεκα χρόνια πιο πριν, αγόρασε αυτό το μεγάλο χτήμα, έχτισε δυο μικρά ανεξάρτητα οικήματα, φύτεψε καμιά πεντακοσαριά φιστικιές, κάπου εκατό ελιές και κλήματα, έφτιαξε μεγάλη υπόγεια στέρνα, πλήρες πατητήρι, αγόρασε κάθε είδους γεωργικά εργαλεία και μηχανήματα και εξασφάλιζε από το χτήμα του ένα εισόδημα ίσο ή και μεγαλύτερο από το μισθό του ως μηχανικού σε μια γαλλική μεταλλευτική εταιρεία. Παλιός επονελασίτης, με θητεία στη Μακρόνησο, ήταν ένθερμος οπαδός, αλλά όχι οργανωμένο μέλος του Κόμματος. Δεν έμπαινε εύκολα στα καλούπια και την πειθαρχία της κομματικής ζωής.

Στο πάτημα των σταφυλιών παίρνανε μέρος κατ’ αρχήν η οικογένεια του Άγγελου, δυο συμπατριώτες  του, που  άκουγαν και οι δύο στο όνομα Γεράσιμος, παλιοί αντάρτες του Δημοκρατικού  Στρατού, θερία  άνθρωποι από πλευράς βάρους και όγκου και γι΄ αυτό πολύτιμοι  στο πάτημα, καθώς και γείτονες που συμμετείχαν με τα δικά τους σταφύλια, τα οποία φυσικά ζυγίζονταν προηγουμένως χωριστά. Υπήρχε όμως πλήθος εθελοντών, που τους έθελγε η ατμόσφαιρα του κεφιού με όλον το σχετικό χαβαλέ, καθώς και το καθιερωμένο τσιμπούσι, με κύριο πιάτο χταπόδι κρασάτο με κοφτό μακαρονάκι (σπεσιαλιτέ της Φρανς, της γυναίκας του Άγγελου) και με συνοδεία άφθονου σπιτικού κρασιού.

Όταν τέλειωσε το γλέντι και κινήσαμε να φύγουμε από το χτήμα του Άγγελου, διαπιστώθηκε πως ήμουν τόσο υπέροχα μεθυσμένος, που κι εγώ ακόμα το παραδέχτηκα και δεν επέμεινα να οδηγήσω. Το μυαλό μου, παρά την αισιόδοξη ομίχλη μέσα στην οποίαν ήταν βυθισμένο, ήταν απολύτως διαυγές σ’ ό,τι αφορούσε τις δυνατότητές μου. Εξ άλλου το υπόλοιπο σώμα μου βρισκόταν θαρρείς μέσα σε πούπουλα, η αίσθηση της αφής είχε αλλοιωθεί κατά θαυμαστό τρόπο και αισθανόμουν ότι βάδιζα κάπου πέντε εκατοστά πάνω από το έδαφος.

Έτσι η Κική με τα παιδιά φόρτωσαν στο αμάξι μας τα πλαστικά μπιντόνια με το μούστο που μας αναλογούσε και τράβηξαν για το σπίτι μας, που άλλωστε δεν απείχε πάνω από πεντακόσια μέτρα, ενώ εγώ με τη συντροφιά του Στέλιου ξεκίνησα με τα πόδια.

Οι στίχοι είναι από το ποίημα της Κικής, «Αργοσβήνει το καλοκαίρι», από την ποιητική συλλογή «Εφεδρείες», 1994
Στη φωτογραφία, στα δεξιά ο Μίμης στο πατητήρι του Άγγελου.

Posted in Αιγινήτικα, Αναμνήσεις, Εις μνήμην | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Καλοκαιρινές αναμνήσεις

Posted by tofistiki στο 03/10/2012

Με αφορμή το μάζεμα του φιστικιού, δημοσιεύω ένα σχετικό κομμάτι από τα ανέκδοτα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου. Είναι 1985, εκείνος και η Κική έχουν μόλις επιστρέψει από το ταξίδι τους στη Σοβιετική Ένωση, ένα ταξίδι που ονειρεύονταν χρόνια και τους εντυπωσίασε πάρα πολύ. Το κομμάτι αυτό, στην ουσία είναι γραμμένο από την Κική.
 

[…] Στην Αθήνα μας περίμενε η ρουτίνα της καθημερινής μας ζωής και στην Αίγινα η συγκομιδή των φιστικιών. Φέτος ήτανε καλή χρονιά και ελπίζαμε να μαζέψουμε τουλάχιστον ενάμισι τόνο ξερά φιστίκια. Καλύτερα όμως τα γράφει η Κική:

Σήμερα Παρασκευή, 4 του Σεπτέμβρη, είναι η πρώτη μέρα που νιώθεις άνετα μέσα στο σώμα σου. Η θερμοκρασία έπεσε τουλάχιστο 10 βαθμούς κι ο πουνέντης που λυσσομανούσε από το πρωί καταλάγιασε κατά τις 4 το απόγεμα. Είναι από κείνα τα ευτυχισμένα απογέματα του Σεπτέμβρη και τούτος ο μήνας είναι σαν εκείνα τα δειλινά μιας γεμάτης όμορφης μέρας, που κόπιασες και τώρα κάθεσαι στη βεράντα σου και κοιτάς τον ήλιο που δύει.

Αύριο θα μαζέψουμε το φιστίκι και προσδοκούμε φέτος οι φιστικιές να μας αποζημιώσουν για τους κόπους και τα έξοδα που κάναμε τη χρονιά που πέρασε. Εκτός από τα παιδιά μας, που θα είναι και τα τρία παρόντα, επιστρατεύσαμε και τρεις εργάτες, που θα κάνουν και τις πιο βαριές δουλειές. Ξεθάψαμε από τα χτιστά κρεβάτια – σεντούκια του υπογείου τα μεγάλα πανιά που απλώνουμε κάτω από τις φιστικιές για να δεχτούνε τον καρπό που θα ρίχνουν οι ραβδιστάδες.

Φέτος ήταν χρονιά καρποφορίας για τις φιστικιές κι αυτό φάνηκε από νωρίς από τότε που τα δέντρα ήταν γυμνά από φύλλα και είδαμε να ξεπετιούνται, πριν βγούνε τα πρώτα φυλλαράκια, οι πρώτοι «κούνοι», οι φουντίτσες, που θα γίνουν τσαμπιά με φιστίκια. Αλλιώς, αν δεις να βγαίνουν τα φυλλαράκια κι αργότερα να φουντώνουν και να γεμίζει η φιστικιά κιτρινοπράσινο φύλλωμα, χωρίς να βγούνε «κούνοι», αυτό θα πει πως η χρονιά δεν έχει φιστίκι. Γιατί η φιστικιά είναι σαν παιδί. Έχει δύσκολα κοπιαστικά χρόνια, ώσπου να μεγαλώσει, μα και όταν γίνει κι αυτό κι αρχίζει να καρπίζει, και τότε θέλει φροντίδα, κόπους, έξοδα, να ΄σαι από πάνω της σαν Έλληνας γονιός της μεταπολεμικής εποχής.

Οι φουντίτσες μεγαλώνουν και τον Μάη δένουν οι καρποί σαν μεγάλες φακές, που όσο προχωρεί το καλοκαίρι μεγαλώνουν και γίνονται φιστίκια και η  σαρκώδης φλούδα τους παίρνει όλα τα χρώματα από φιστικί ως το κίτρινο και το κόκκινο. Μέσα από τη σαρκώδη αυτή φλούδα κρύβεται το φιστίκι, όπως το ξέρουμε. Το καλό φιστίκι πρέπει να είναι μισάνοιχτο σα να χαμογελά και αυτό το πετυχαίνουμε με χορταστικά ποτίσματα στις κατάλληλες μέρες. Στο τέλος, ο ώριμος καρπός  αποκτά πολύ ευαίσθητο κοτσάνι, που με το παραμικρό άγγιγμα πέφτει. Τότε είναι η ώρα του μαζέματος.

Το φιστίκι θα το μαζέψουμε και από τα πανιά θα το μεταφέρουμε σε κοφίνια κι από αυτά σε σακιά, που θα πάνε στη μηχανή, όπου με άφθονο νερό και μηχανικό τρίψιμο, θα καθαριστεί, να φύγει η σαρκώδης εξωτερική φλούδα. Τα φιστίκια,  στην τελική μορφή τους, αλλά κάθυγρα θα γυρίσουν από τη μηχανή και θα απλωθούν στον ήλιο, στην ταράτσα του σπιτιού μας για τέσσερις έως έξι μέρες, αναλόγως του καιρού, ώσπου να στεγνώσουν καλά. Το στεγνό φιστίκι θα φυλαχτεί σε σάκους, έτοιμο για να πουληθεί ή να καταναλωθεί.

 Μετά το μάζεμα και το στέγνωμα του φιστικιού θα έρθει ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών. Η ζωή συνεχίζεται…

Posted in Αιγινήτικα, Αναμνήσεις, Εις μνήμην | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

 
Αρέσει σε %d bloggers: