Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Archive for Νοέμβριος 2012

Σύνδεσμος στο Ψηλομέτωπο (Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια)

Posted by tofistiki στο 20/11/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, στα 1944, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη. Το σημερινό είναι το εικοστό δεύτερο απόσπασμα, όπου ο ο Μίμης Σαραντάκος και ο πατέρας του ο Νίκος έχουν καταφύγει κι αυτοί στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα της «Ελεύθερης Λέσβου». Θυμίζω ότι, στο προηγούμενο απόσπασμα, ο Μίμης, λόγω της μυωπίας του, είχε σταθεί αιτία για έναν άσκοπο συναγερμό. Η διήγηση συνεχίζεται από εκεί.

[…]

Αποφασίστηκε να μη με ξαναβάλουν σκοπό και με κατατάξανε στους συνδέσμους.

«Βαστάνε τα πόδια σου;», με ρώτησε ο Θουκυδίδης, όταν μου ανακοίνωσε την απόφαση.

«Μη νοιάζεσαι, συναγωνιστή. Με τον πατέρα μου ήρθαμε από τη Χώρα με τα πόδια. Σαρανταπέντε χιλιόμετρα.»

Τον είδα που εντυπωσιάστηκε. Δεν του είπα βέβαια πως μετά τις Λάμπες ήρθαμε με βοϊδάμαξα.

«Μεθαύριο θα σου δώσω ένα σημείωμα να το πας στο Ψηλομέτωπο.»

Ξεκίνησα πρωί πρωί από το σπίτι, πέρασα από το σπίτι του συναγωνιστή Θουκυδίδη και πήρα το φάκελο με τα χαρτιά. Με ορμήνεψε να μην τον κρατάω στο χέρι, μη τύχει και μου παραπέσει, αλλά να τον βάλω κάτω από το πουκάμισο και τη φανέλα μου, κατάσαρκα.

«Πήρες μαζί σου νερό και φαΐ;», με ρώτησε.

«Έφαγα καλά πριν ξεκινήσω. Νερό όμως δεν πήρα. Δε θα ‘χει βρύσες στο δρόμο;»

Με κοίταξε με το αποδοκιμαστικό βλέμμα του χωριάτη προς τον άσχετο χωραΐτη και χωρίς να πει τίποτα, μπήκε μέσα και γύρισε κρατώντας ένα χοντρό ραβδί κι ένα παγούρι από αλουμίνιο, που το είχε γεμίσει νερό.

«Κρέμασ’ το στη ζώνη σου και να μου το φέρεις πίσω», μου λέει δίνοντάς μου το.

«Και κράτα το ραβδί. Τι θαρρείς; Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και πορπατείς χωρίς ραβδί; Στο δρόμο θα περάσεις από μαντριά. Να προσέχεις τα τσομπανόσκυλα. Μην τ’ αφήσεις να σε κοντέψουν. Δαγκάνουνε χωρίς προειδοποίηση.»

«Αν συναντήσω χωροφύλακες, τι να κάνω τα χαρτιά;»

 «Να τα φας», μου λέει απότομα κι ύστερα βλέποντας το ύφος μου γέλασε.

«Μη φοβάσαι, βρε, δεν το ξέρεις πως δεν υπάρχουν πια χωροφύλακες σε κανένα χωριό; Αν, πράγμα απίθανο, συναντήσεις κανένα περίπολο του ΕΛΑΣ και σε ρωτήσουν, να πεις πως σε στέλνω εγώ. Αν σε ρωτήσουν, το σύνθημα είναι: Κλαπάδος, και το παρασύνθημα: Πασχαλιάς.»
(Στον Κλαπάδο είχε γίνει η μοναδική μάχη κατά την απελευθέρωση του νησιού το 1912, ενώ τον Πασχαλιά τον είχαν τουφεκίσει οι Γερμανοί λίγους μήνες πιο μπροστά.)

Πήρα το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην πλαγιά του πευκόφυτου δρόμου στα βόρεια του χωριού και κατόπιν κατηφόρισα στην κατάφυτη πλαγιά, τη γεμάτη αγριαπιδιές, μυγδαλιές, κουμαριές, σκίνους και πουρνάρια. Ο αγέρας ήταν φορτωμένος με ευωδιές, αλλά κυριαρχούσε η εξαίσια πνοή του πεύκου.

Ύστερα από πεζοπορία μιας ώρας, πίσω από μιαν απότομη στροφή του μονοπατιού, είδα μπροστά μου χαμηλά το ποτάμι και το γεφύρι. Το ποτάμι ήταν τώρα κατάξερο και η κοίτη του ήταν στρωμένη με ψιλή άμμο, κροκάλες και ξερόχορτα. Ψηλές λυγαριές πλαισίωναν τις όχθες του. Το γεφύρι ήταν μονότοξο, πανύψηλο, με απότομες κλίσεις και πολύ στενό κατάστρωμα. Φαινόταν παμπάλαιο, χτισμένο ποιος ξέρει πριν από πόσους αιώνες και στεκόταν εκεί σαν από θαύμα, στο πείσμα κάθε λογικής. Δικαιολογημένα το λέγανε «της Κρεμαστής».

Δεν ανέβηκα φυσικά το γεφύρι, αφού το ξεροπόταμο δεν αποτελούσε κανένα εμπόδιο, και περνώντας το, άρχισα να ανηφορίζω προς την απέναντι πλαγιά. Μόλις έφτασα στο φρύδι του βουνού, είδα μπροστά μου το χωριό που θα πήγαινα, καθώς ήταν χτισμένο στην απόκρημνη πλαγιά του Λεπέτυμνου. Ήταν όμορφο χωριό, καθαρό, με τρεχούμενα νερά και απίθανη θέα. Το είχα ξαναεπισκεφθεί τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, το καλοκαίρι τού ‘41, με τον πατέρα μου και το θείο Αντρέα, σε μια εξόρμηση που είχαν κάνει για να βρουν τίποτα τρόφιμα.

Κατηφόρισα την πλαγιά και πέρασα δίπλα από ένα μαντρί. Τα πρόβατα βόσκανε ένα γύρω και τα φύλαγαν δυο τσομπανόπουλα και τρία σκυλιά. Δε με γάβγισαν, αλλά ένα από αυτά με πλησίασε, καθόλου φιλικά, χωρίς να κουνάει την ουρά του. Δίκιο είχε ο Θουκυδίδης. Σταμάτησα ήρεμος και το κοίταξα στα μάτια κρατώντας το ραβδί μου. Δεν πλησίασε πιο κοντά. Βγήκε ένας άντρας από το μαντρί και φωνάζοντας,

«Μη φοβάσαι συναγωνιστή», το έδιωξε χτυπώντας τις παλάμες του. Καλημεριστήκαμε και με ρώτησε.

«Από πού έρχεσαι;»

«Από την Αγιά Παρασκευή.»

«Και για πού το ‘βαλες;»

«Για το Ψηλομέτωπο.»

«Καλή στράτα.»

Καθώς σκαρφάλωνα την απότομη, κακοτράχαλη πλαγιά, σκεφτόμουν την προσφώνησή του. Ο τίτλος «συναγωνιστής» είχε αντικαταστήσει όλους τους άλλους. Δε θα με προσφωνούσε ποτέ «κύριε», ήμουν παιδί στα μάτια του, ούτε όμως «νεαρέ», «κοπέλι», «παιδί». Ήταν προσφώνηση πιο βολική και πιο ζεστή.

Λίγο λαχανιασμένος έφτασα τελικά ως τη δημοσιά που ερχόταν από τη Στύψη και σε λίγο μπήκα στο χωριό. Ακολουθώντας τις οδηγίες του Θουκυδίδη, πήγα στην πλατεία, στου Ασλάνη, όπως τη λέγανε, όπου από ένα λιονταρόμορφο κρουνό έτρεχε συνεχώς νερό και στο καφενείο που βρισκόταν απέναντι, ζήτησα το Στρατή. Στρατής ήταν ο ίδιος ο καφετζής και, αφού ανταλλάξαμε σύνθημα και παρασύνθημα, του έδωσα το φάκελο και ετοιμάστηκα να πάρω το δρόμο του γυρισμού. Αυτός όμως, σαν έριξε μια ματιά στα χαρτιά που του έδωσα, μου έκοψε τη φόρα.

«Συναγωνιστή, πρέπει να μείνεις τουλάχιστον απόψε, γιατί πρέπει να σου δώσω την απάντηση της οργάνωσης, που θα την έχω όταν θα συνεδριάσουμε το βράδυ. Έχεις κανένα γνωστό στο χωριό να περάσεις τη νύχτα ή θα μείνεις στο σπίτι μου;»

Θυμήθηκα τότε τον κυρ-Στέλιο, στενό φίλο του θείου Αντρέα, στο σπίτι του οποίου είχαμε φιλοξενηθεί δυο – τρεις μέρες με τον πατέρα μου και το θείο μου, όταν είχαμε ξανάρθει. Του ‘πα του Στρατή και συμφώνησε.

«Δικοί μας άνθρωποι είναι.»

Άφησε το μαγαζί στον παραγιό του και πήγαμε μαζί στο σπίτι του κυρ-Στέλιου. Ο κυρ-Στέλιος ήταν Κρητικός αξιωματικός, απότακτος του Κινήματος, συμπολεμιστής του θείου Αντρέα στη Μικρασία και την Αλβανία, που είχε παντρευτεί με ντόπια κι είχε εγκατασταθεί από τότε στο χωριό.
Το σπίτι του το θυμόμουνα καλά. Ήταν μεγάλο, δίπατο, τριγυρισμένο με αυλή, που την έκλειναν διάφορα παράσπιτα, στάβλοι, αποθήκες, ένα πατητήρι κι ένας φούρνος. Ο κυρ-Στέλιος κι η κυρία Ανθούλα με δέχτηκαν με μεγάλη εγκαρδιότητα και βεβαίωσαν το Στρατή πως μπορούσα να μείνω, όχι μόνο μία, αλλά και όσες μέρες θα χρειαζόταν.
Είδα τότε και την ψυχοκόρη τους (δεν είχαν δικά τους παιδιά) την Αγλαΐτσα, που κατά την πρώτη επίσκεψή μου δεν της είχα δώσει καμμιά σημασία γιατί ήταν, τότε, πολύ μικρή. Τώρα ήταν μια κοπελίτσα ροδομάγουλη και μεγαλοκαμωμένη για την ηλικία της (θα ήταν ένα χρόνο μικρότερή μου).

(Συνεχίζεται)

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Οι νεκροί του Πολυτεχνείου

Posted by tofistiki στο 16/11/2012

Να που φτάσαμε να πρέπει να αποδείξουμε τα αυτονόητα 😦
Θα έχετε ασφαλώς πληροφορηθεί για τη λάσπη που κυκλοφορεί τελευταίως από τη συμμορία της χ.α, την οποία αναπαράγουν, πολύ βολικά, διάφοροι στο διαδίκτυο από άγνοια ή σκοπιμότητα, ότι δηλαδή οι νεκροί του Πολυτεχνείου το 1973, είναι ένα μύθος… Έχει κάνει άλλωστε εκτενή σχετική ανάρτηση και ο Νίκος στο ιστολόγιό του, που αποδομεί τον ανιστόρητο και γελοίο ισχυρισμό. Μην ξεχνάμε ότι οι ναζήδες της Χ.Α αρνούνται ΚΑΙ το Ολοκαύτωμα…

Επειδή όμως τα πράγματα όταν δεν ακούγονται ξεχνιούνται, καλό είναι να τα ξαναλέμε, ειδικά για να τα μαθαίνουν οι έφηβοι και οι νέοι που ίσως γοητεύονται από το μείγμα μαγκιάς και δύναμης που βγάζει η χ.α. αλλά μπερδεύονται κι από όσα ακούνε γύρω τους, από τα μέσα μαζικής εξημέρωσης, που έχουν αγκαλιάσει τους φασίστες και τους παρουσιάζουν σαν «ένα κόμμα σαν τα άλλα».

Πλούσιο ενημερωτικό υλικό, μεταξύ άλλων την μελέτη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, για τους ταυτοποιημένους νεκρούς και τους τραυματίες του Πολυτεχνείου, και πολλούς σχετικούς συνδέσμους βρήκα στο σχετικό αφιέρωμα του Α΄ Συλλόγου  Εκπαιδευτικών Π.Ε. Αθηνών.
Εκεί, μπορείτε να διαβάσετε και το συγκλονιστικό βιβλίο-μαρτυρία «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κορoβέση.

Παρένθεση: Το γεγονός ότι κάποιοι από την γενιά του Πολυτεχνείου εξελίχτηκαν ή μετατράπηκαν σε λαμόγια και υπηρέτες του συστήματος, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ακυρώνει τους ίδιους τους αγώνες, αλλά κυρίως, όλους τους άλλους και άλλες, που δεν εξαγόρασαν δάφνες και καρέκλες… Σε κάθε γενιά, από την εποχή των …Τριακοσίων του Λεωνίδα υπάρχουν αυτοί και οι άλλοι. Να τα ξεχωρίζουμε λοιπόν τα πράγματα μέσα μας, για να μη μας μπερδεύουν οι πονηροί. Κι επιτέλους, αυτοί που αναμασάνε την καραμέλα ότι η Μεταπολίτευση έφερε την …σοβιετική κατοχή στην Ελλάδα, γιατί κάνουν πως ξεχνάνε ότι το ΄74 ήρθε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής-σωτήρας και κυβέρνησε η Δεξιά; Κι ότι από τότε μέχρι σήμερα, κοντεύουν 40 χρόνια που εναλλάσσεται η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία; Μήπως είχαμε καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς τόσα χρόνια και δεν το ξέραμε;
Αλλά και κάτι ακόμα… Γι’ αυτά τα φαινόμενα, την άνοδο της χ.α., το ρατσιστικό μίσος, την απάθεια, την ιδιωτεία, τον ατομικισμό, έχουμε ευθύνες μεγάλες εμείς οι ίδιοι, «ο λαός» και η Αριστερά. Όχι γιατί έκανε κάτι, αλλά γιατί δεν έκανε. Γιατί ανέχτηκε τη λαμογιά και την διαφθορά,  δεν κατήγγειλε την παρανομία, δεν αποδοκίμασε το βόλεμα, δεν πρόβαλε εναλλακτικές συμπεριφορές, αφέθηκε στην απατηλή γοητεία του λάιφ-στάιλ, κουράστηκε, χαλάρωσε… Γιατί επέτρεψε να πάρουν τα συνθήματα και τα ιδανικά της, να τα καπηλευτούν και να τα κάνουν για τα σκουπίδια. Και γιατί έχει πολύ συχνά εγκλωβιστεί σε μια αδιέξοδη πολιτική που την φέρνει στη θέση να υπερασπίζεται αυτά που θα έπρεπε να καταδικάζει και δίνει δικαιώματα να την κατηγορούν ότι εκείνη συντηρεί τη διαφθορά.
Κλείνει η παρένθεση.

Διαβάζοντας τα ονόματα των νεκρών, κόλλησα στο όνομα του Μυτιληνιού Μιχάλη Μυρογιάννη, γιατί αυτό ήταν και το πατρικό επώνυμο της γιαγιάς μου. Ποιος ξέρει, ήταν άραγε συγγενής της ο 20χρονος ηλεκτρολόγος που πέρναγε απλώς από την περιοχή, πηγαίνοντας στο σπίτι του και που τον σκότωσε εν ψυχρώ με μια σφαίρα στο κεφάλι ο βασανιστής Ν. Ντερτιλής γιατί του φάνηκε «ύποπτος» επειδή είχε μακριά μαλλιά;
Αναδημοσιεύω από το http://www.mixanitouxronou.gr, την σοκαριστική περιγραφή:

«Με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!». 1 Μυρογιαννης

Aυτά ήταν τα λόγια του ταγματάρχη Νικόλαου Ντερτιλή στον οδηγό του, το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου 1973. Ο Ντερτιλής μόλις είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ με το υπηρεσιακό του όπλο τον 20χρονο Μιχάλη Μυρογιάννη, στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων.

Μία ημέρα μετά την αιματηρή κατάπνιξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η περιοχή του κέντρου της Αθήνας θύμιζε πεδίο μάχης. Αστυνομία και στρατός συνέχιζαν να συλλαμβάνουν, να κακοποιούν και να «εξαφανίζουν» όποιον έμοιαζε ύποπτος για συμμετοχή στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Παράλληλα, με μεγάλες μάνικες έπλεναν τον προαύλιο χώρο της σχολής από αποκαΐδια, αίματα και άλλα σημάδια που θα μπορούσαν να προδώσουν τι είχε συμβεί το περασμένο βράδυ.

Σύμφωνα με την κατάθεση του οδηγού του, Αντώνη Αγριτέλη, στη δίκη των δικατόρων, ο Ντερτιλής μετά τη δολοφονία τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μπήκε πάλι στο αυτοκίνητό του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είχε πυροβολήσει τον Μιχάλη Μυρογιάννη γιατί του φάνηκε «ύποπτος». Ο 20χρονος νεαρός ήταν από τη Μυτιλήνη και εργαζόταν σαν ηλεκτρολόγος. Όμως δεν δολοφονήθηκε μόνο επειδή βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Ο Μυρογιάννης σκοτώθηκε γιατί είχε μακριά μαλλιά. Το χαρακτηριστικό του αυτό, το πλήρωσε με τη ζωή του.

Αυτόπτης μάρτυρας της σκηνής ήταν και ο συνθέτης Μίμης Τραϊφόρος, που κατοικούσε τότε με τη σύντροφό του Σοφία Βέμπο στην οδό Στουρνάρη. Η κατάθεσή του είναι συγκλονιστική:
«Περί ώραν 2:15 της Κυριακής 18/11/1973 ευρισκόμουν εις το μπαλκόνι του σπιτιού μου επί της οδού Πατησίων και αντελήφθην έναν νεαρό άνδρα, ύψους περίπου 1,80 μ. με μακριά μαλλιά, να κατέρχεται την οδόν Στουρνάρη, ήσυχος και αδιάφορος. Καθώς είχεν φθάσει εις το μέσον της διασταυρώσεως των άνω οδών, φαίνεται ότι κάποιος από το Πολυτεχνείο του φώναξε κάτι, εγώ δεν άκουσα τίποτε, αλλά το συμπεραίνω, διότι τον είδα να επιταχύνη το βήμα του και στον τρίτο – τέταρτο βηματισμό του άκουσα δύο πυροβολισμούς. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο ανωτέρω αποβιώσας ωνομάζετο Μυρογιάννης, υιός θυρωρού, ο οποίος πήγαινε να επισκεφθή τον πατέρα του εις κάποιαν πολυκατοικίαν επί της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου.»


ntertilisΗ φωτογραφία του Ντερτιλή με το πιστόλι στο χέρι χρονολογείται από τις μέρες της εξέγερσης. Ο Μιχάλης Μυρογιάννης ίσως να μην ήταν το μόνο θύμα του. Δεκάδες άλλοι σαν τον Μυρογιάννη κακοποιήθηκαν, τραυματίστηκαν και δολοφονήθηκαν τις ημέρες του πολυτεχνείου από τους επιόρκους αξιωματικούς της χούντας και τους αστυνομικούς που συνεργάστηκαν μαζί τους. 

Στο ιστολόγιο koutoufa.blogspot, σε περσινή ανάρτηση για τον Μιχάλη Μυρογιάννη, δημοσιεύεται όλη η κατάθεση του οδηγού του Ντερτιλή, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες:

[…] Στις 4 ή 4:30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας. Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί.
Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός.
Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”. Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος. Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϋ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν. Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί.
Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες.
Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Από τον ΟΤΕ γυρίσαμε πίσω και φθάσαμε στα Χαυτεία ακριβώς έξω από τον ΜΠΡΑΒΟ. Ενώ δεν είχαμε σταματήσει ακόμη, ο Ντερτιλής αντελήφθη πάνω από τον Κινηματογράφο “Αλάσκα” πολίτες που είχαν αποκλεισθεί. Κατέβηκε αμέσως από το αυτοκίνητό του και διέταξε τους ΛΟΚατζήδες να κάνουν έφοδο και να τους πιάσουν. Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παληόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;” Μετά από λίγο, οι ΛΟΚατζήδες κατέβασαν τριάντα περίπου άτομα και τους έβαλαν επάνω σε καμιόνια και τους πήραν.
Από το σημείο εκείνο φύγαμε και πήγαμε στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, σε μια υπηρεσία της Χωροφυλακής. Το διεπίστωσα αυτό, γιατί μόλις κατέβηκε ο Ντερτιλής έτρεξαν οι Χωροφύλακες και τον υποδέχτηκαν.
Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, “τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή.”.

Μερικά ακόμα στοιχεία για τον Μιχάλη Μυρογιάννη, βρήκα στο www.LesvosPost.com, σε ένα κείμενο του Μιχάλη Σ. Μπάκα, συντονιστή ΠΚ Λέσβου των Οικολόγων Πράσινων, γραμμένο με εύστοχη ειρωνεία, όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων:

https://tofistiki.files.wordpress.com/2012/11/25ce25a025ce25a125ce259f25ce25a325ce259a25ce259f25ce25a025ce259f25ce259925ce259c25ce25a525ce25a125ce259f25ce259325ce259925ce259125ce259d25ce259d25ce259725ce25a.jpg[…]Ο σύλλογος φοιτητών Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, του οποίου είχα την τιμή να ήμουν μέλος, ενώ για ένα έτος διετέλεσα και πρόεδρος του, φέρει το όνομα του αδικοχαμένου νέου. Με την ιδιότητα αυτή είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τη μάνα του Μιχάλη Μυρογιάννη, η οποία στη μνήμη του γιου της, κάθε χρόνο, πρόσφερε λίγα χρήματα από το υστέρημα της στο σύλλογο φοιτητών. Η θύμηση της μου προκαλεί μεγάλη συγκίνηση καθώς στα δακρυσμένα μάτια της, ως νέους φοιτητές τότε, έβλεπε τον γιο της. Η προτομή του Μιχάλη Μυρογιάννη βρίσκεται στο πάρκο Αγ. Ειρήνης της Μυτιλήνης, από όπου και η φωτογραφία, έτσι ώστε όλοι οι Μυτιληνιοί να μην ξεχάσουν ποτέ τα εγκλήματα που συντελέστηκαν στην πατρίδα μας την περίοδο εκείνη.[…]

Υ.Γ. Σκέφτομαι πως αν ζούσε ο πατέρας μου, θα τα έγραφε πολύ καλύτερα και πιο τεκμηριωμένα όλα αυτά…
Αλλά πάλι, πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πόσο θα πικραινόταν με όλα αυτά αν ζούσε… 😦

Posted in Αριστερά - κινήματα, Αναδημοσιεύσεις, Γνώμες και σχόλια, Επικαιρότητα, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , , , , | 2 Σχόλια »

Ένας άσκοπος συναγερμός (Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια)

Posted by tofistiki στο 06/11/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, στα 1944, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη. Το σημερινό είναι το εικοστό πρώτο απόσπασμα, όπου ο ο Μίμης Σαραντάκος και ο πατέρας του ο Νίκος έχουν καταφύγει κι αυτοί στην Αγία Παρασκευή, την πρωτεύουσα της «Ελεύθερης Λέσβου».

Τέλη Αυγούστου, μια βδομάδα μετά την εκτέλεση, είχαμε επιδρομή των Γερμανών στο χωριό. Φτάσανε με τρία φορτηγά αυτοκίνητα, αλλά οι κάτοικοι, ειδοποιημένοι από τους σκοπούς, αδειάσαμε έγκαιρα το χωριό.

Συγκεντρωμένοι στους γύρω ελαιώνες και στα υψώματα, ακούγαμε πυκνές ριπές, αλλά δεν ξέραμε ποιον πυροβολούσαν. Τελικά μετά από δυο ώρες, οι ανιχνευτές εξακρίβωσαν πως οι Γερμανοί έφυγαν και οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν τη λήξη του συναγερμού. Γυρίσαμε πίσω και τότε μάθαμε πως δύο χωριάτες καθυστέρησαν και τους πέτυχαν οι Γερμανοί. Χωρίς προειδοποίηση άρχισαν να τους πυροβολούν. Σκότωσαν τον ένα, ο άλλος όμως (αυτός που μας αφηγήθηκε τα συμβάντα) πρόφτασε και κατέβηκε στο πηγάδι του χτήματός του και γλύτωσε.

Η κηδεία του μοναδικού σκοτωμένου ήταν πάνδημη και, για τα μέτρα του χωριού, μεγαλοπρεπής. Ο Μάκιστος (ψευδώνυμο του λογοτέχνη – και αξιωματικού τού ΕΛΑΣ – Κώστα Παπαχαραλάμπους) έβγαλε εμπνευσμένο λόγο και η χορωδία μας τραγούδησε το Πένθιμο εμβατήριο, πρωτάκουστο τότε στον κόσμο, που έκανε πολλούς να δακρύσουν. Το βράδυ για να εμψυχωθεί ο κόσμος, έγινε παρέλαση των επονιτών του χωριού που πέρασαν από τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας.

Από εκείνη τη μέρα, πάντως, καταργήθηκαν τα όποια προσχήματα ετηρούντο ακόμα. Τώρα τις ειδήσεις δεν τις ανακοίνωναν σε ιδιαίτερες συγκεντρώσεις, αλλά τις διαλαλούσαν από το μπαλκόνι της Λέσχης στους συγκεντρωμένους στην πλατεία, με το χωνί. Αυτό έδινε ακόμα μεγαλύτερο κουράγιο στον κόσμο, γιατί η εξέλιξη του πολέμου ήταν ευνοϊκή και ραγδαία. Οι Σοβιετικοί είχαν εισχωρήσει βαθιά στην Πολωνία και είχαν φτάσει στα σύνορα της Ρουμανίας, ενώ οι Σύμμαχοι στην Ιταλία είχαν πάρει τη Ρώμη και στη Γαλλία πέρασαν το Σηκουάνα. Το Παρίσι απελευθερώθηκε μόνο του, με εξέγερση των κατοίκων του. Μαθαίναμε επίσης για τις μάχες στις γειτονιές της Αθήνας, για τη θυσία των επονιτών στην οδό Μπιζανίου, στην Καλλιθέα, για το «κάστρο του Υμηττού», αλλά και για τις μάχες των ανταρτών στα βουνά. Όλα δείχνανε πως η Λευτεριά ερχόταν.

Μετά από την επιδρομή, η Οργάνωση αποφάσισε να εντείνει ακόμα περισσότερο την επαγρύπνηση και την περιφρούρηση του χωριού. Οι σκοπιές πολλαπλασιάστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε δυο ομόκεντρους κύκλους σε όλα τα υψώματα γύρω από το χωριό. Ο υπεύθυνος της ΕΠΟΝ μάς μάζεψε και μας ρώτησε ποιοι θέλανε να ενταχθούν σε μια βοηθητική υπηρεσία τού ΕΛΑΣ. Όλοι σηκώσαμε το χέρι. Φαντάστηκα πως θα μας έδιναν όπλα και θα μας εκπαιδεύανε στο χειρισμό τους, αλλά όταν το είπα, ο υπεύθυνος, ο συναγωνιστής Θουκυδίδης, γέλασε.

«Εδώ δεν έχουμε να δώσουμε όπλα σε μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές της Αλβανίας, και θα δώσουμε σε νιάνιαρα;»

Αποδείχτηκε πως τα καθήκοντά μας ήταν να ενισχύσουμε τις σκοπιές στα υψώματα γύρω από το χωριό, που είχαν πολλαπλασιαστεί και λειτουργούσαν πια αδιάκοπα. Ντυμένοι με παλιόρουχα, σαν τσομπανόπουλα, θα φυλάγαμε με βάρδιες από το ξημέρωμα ως τη νύχτα, στους λοφίσκους γύρω από το χωριό, και αν βλέπαμε να ανηφορίζουν τη δημοσιά αυτοκίνητα και μάλιστα φορτηγά, έπρεπε να κάναμε σινιάλο, που από λόφο σε λόφο θα έφτανε ως το χωριό. Επίσης κάποιοι θα ήταν σύνδεσμοι, δηλαδή θα μεταφέρανε μηνύματα από την Οργάνωση σε οργανώσεις άλλων χωριών.

Εκείνο το απομεσήμερο του Αυγούστου, φύλαγα σκοπός σ’ ένα λόφο στα νότια του χωριού, που όπως έμαθα τον λέγαν Γιορνήσι. Είχα πάει με οδηγό έναν πολιτοφύλακα στις δύο, να αντικαταστήσω τον πρωινό, που ήταν εκεί από τις δέκα. Η δικιά μου η βάρδια θα έληγε στις έξι. Η μάνα μου με είχε εφοδιάσει με ένα καλαθάκι, όπου εκτός από ένα μπουκάλι με νερό είχε βάλει ψωμί, τυρί και λίγα απίδια. Ήταν σα να πήγαινα εκδρομή. Κρέμασα το καλαθάκι στο κλαδί μιας ελιάς, κάθισα στη σκιά της, στο σέτι και παρατηρούσα τη δημοσιά που ερχόταν από τις Αλυκές. Στο βάθος του ορίζοντα τα νερά του κόλπου της Καλλονής άστραφταν στον ήλιο. Στο δρόμο δεν έβλεπα την παραμικρή κίνηση. Πέρασαν κάπου δυο ώρες. Ο ήλιος είχε κατέβει και τώρα τον είχα κατάφατσα, καθώς επισκοπούσα τη δημοσιά.

Είχα αρχίσει να βαριέμαι, όταν είδα να ανηφορίζουν τρία φορτηγά αυτοκίνητα. Πήγαιναν πολύ αργά. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.

«Γερμανικά καμιόνια», σκέφτηκα, «και θα ’ναι γεμάτα στρατό για να πηγαίνουν τόσο αργά.»

Πήγα πίσω από την ελιά, σε μια θέση που να φαίνομαι από την προηγούμενη σκοπιά κι άρχισα να κουνάω την κόκκινη μαντήλα με την οποία με είχαν εφοδιάσει. Όταν είδα το συναγωνιστή να κουνάει κι αυτός μια παρόμοια μαντήλα, μάζεψα τα πράματά μου και κίνησα για το σημείο που είχε οριστεί σα σημείο συγκέντρωσης των σκοπών. Άκουσα τις καμπάνες των εκκλησιών του χωριού να χτυπάνε δυνατά. Ώσπου να φτάσω στην Καυκάρα, πυκνά πλήθη φεύγανε από το χωριό τραβώντας είτε προς τον Κλομηδάδο, είτε προς την Κλοπεδή.

Στην Καυκάρα ήταν μαζεμένοι όλοι οι σκοποί και κάμποσοι άντρες της Πολιτοφυλακής, μερικοί από τους οποίους ήταν οπλισμένοι με πιστόλια. Ο συναγωνιστής Θουκυδίδης είχε το γενικό πρόσταγμα. Η ώρα όμως περνούσε χωρίς να ακούγεται τίποτα από το χωριό, πράγμα πολύ παράξενο, γιατί στην προηγούμενη επιδρομή οι ριπές από τα αυτόματα και οι τουφεκιές ήταν πυκνές. Ο Θουκυδίδης φαινόταν να αδημονεί. Στο τέλος έστειλε δυο πολιτοφύλακες για να πάνε κρυφά να εξακριβώσουν τι κάνανε στο χωριό οι Γερμανοί.

Οι ανιχνευτές γύρισαν σ’ ένα τέταρτο, κουβαλώντας μαζί τους τρεις πολίτες, που έδειχναν φοβισμένοι και ανήσυχοι.

«Φύγαν οι Γερμανοί;», ρώτησε ο Θουκυδίδης.

«Ποιοι Γερμανοί; Δεν ήρθαν Γερμανοί στο χωριό, μονάχα τρεις αραμπάδες με μπόμπες να πάρουν λάδι.» (μπόμπες λέγανε τα μεγάλα σιδερένια λαδοβάρελα)

Ο άσκοπος συναγερμός έληξε αμέσως. Ξαναχτύπησαν οι καμπάνες και ο κόσμος γύρισε στα σπίτια του. Το βράδυ είχαμε πάλι συγκέντρωση όλων των σκοπών. Εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, που άδειασα χωρίς λόγο ένα ολόκληρο χωριό. Ο Θουκυδίδης με κοίταζε αυστηρός και αγέλαστος.

«Εσύ ήσουν απογευματινό νούμερο στο Γιορνήσι;»

«Εγώ», του λέω.

«Και καλά, δεν είδες πως δεν ήταν φορτηγά, αλλά αραμπάδες με βαρέλια;»

«Κοίτα συναγωνιστή, ο ήλιος ήταν κατάφατσα, δεν έβλεπα καλά, έχω και μυωπία. Τα άλογα μου φανήκανε σαν τη μηχανή και τα βαρέλια σαν την καρότσα του φορτηγού. Γελάστηκα.»

«Και γιατί, αφού έχεις μυωπία, δε φορούσες τα γυαλιά σου;»

«Δεν έχω γυαλιά»

«Για δες, ρε, ποιον βάλαμε να μας φυλάει!», είπε όλο φούρκα.

 

(συνεχίζεται)

Στην εικόνα, η εφημερίδα «Αντιφασίστας», όργανο του συμβουλίου της ΕΠΟΝ Λέσβου, από το ψηφιακό αρχείο «Ο παράνομος τύπος στις συλλογές των ΑΣΚΙ (1936-1974). Από τη Δικτατορία του Μεταξά στη Μεταπολίτευση»


(1936-1974). Από τη Δικτατορία του Μεταξά στη Μεταπολίτευση»

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | 1 Comment »

 
Αρέσει σε %d bloggers: