Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Archive for Μαΐου 2012

Ένας Πολωνός Γκαουντί στη Σαλαμίνα

Posted by tofistiki στο 31/05/2012

Γράφει η Έφη Σαραντάκου, με αφορμή μια Κυριακάτικη βόλτα.

Θυμάμαι ένα άρθρο που είχε γράψει ο πατέρας μου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, συγκρίνοντας την αναπτυξιακή πορεία των νησιών του Αργοσαρωνικού. Εκεί περιέγραφε πώς ένας παράδεισος, όπως ήταν η Σαλαμίνα το ’50, καταστράφηκε  με την κατάτμηση σε πολύ μικρά οικόπεδα, και πως η Αίγινα είχε (έως τότε) σωθεί λόγω της καλλιέργειας της φιστικιάς. Η Σαλαμίνα ήταν για εμάς τους Αιγινήτες το κακό παράδειγμα χωροταξικής και οικιστικής οργάνωσης, όπως φοβάμαι ότι είναι η Αίγινα σήμερα για τους κατοίκους της Ύδρας ή του Πόρου.

Με τέτοια ιδέα για το νησί, δεν είναι περίεργο που δεν το είχα επισκεφτεί παρά μια  φορά στην ζωή μου, σε μια κοπάνα στο γυμνάσιο.  Εχθές λοιπόν που πήγα την βόλτα μου στη Σαλαμίνα, ομολογώ ότι δεν είδα  τα «τέρατα » που περίμενα.

Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο ότι με τον καιρό συνήθισε το μάτι μου στο οικιστικό χάος, μια και η εικόνα της Αίγινας άλλαξε κατά πολύ στα 20 χρόνια που πέρασαν από το συγκεκριμένο άρθρο και μετά από την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας της περιόδου 1995-2008. Μπορεί πάλι ωριμάζοντας να αντιμετωπίζω πιο χαλαρά τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Σαλαμίνα μου φάνηκε συμπαθητική και σουρεαλιστική μαζί.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, το νησί δεν είναι περισσότερο δομημένο από τα υπόλοιπα, κοντινά στην Αθήνα, παραλιακά μέρη. Αν καταφέρεις μάλιστα και ξεκολλήσεις λίγο από αρχιτεκτονικές ευαισθησίες μπορείς να διακρίνεις ένα τοπίο με εξαιρετικές εναλλαγές, αιωνόβιους ελαιώνες, εύφορα περιβόλια και πευκοδάση.

Είναι αλήθεια ότι στο νησί και κυριαρχεί η άναρχη δόμηση… άναρχη, πλουραλιστική και ελαφρώς σουρεαλιστική. Μπορείς να δεις τα πάντα. Τα παλιά αρχοντικά, τα μικρά λαϊκά εξοχικά του 50 – 60, τις σομόν τούρτες που ευδοκιμούν σε όλη την παράκτια Ελλάδα, αλλά και τις φιλότιμες προσπάθειες παλαιότερων και νεώτερων αρχιτεκτόνων. Επίσης δεν μπορείς να μην προσέξεις ότι στη Σαλαμίνα αγαπούν το στόλισμα. Όλα τα σπίτια είχαν το κατιτίς τους. Από τα απλά στολίδια, άγκυρες και τιμόνια στα σπίτια των ναυτικών, μέχρι περίτεχνα γύψινα, βαριά μπαλούστρα και αγάλματα. Αρκετά αγάλματα και ειδικότερα αγάλματα κύκνων.

Αλλά η μεγάλη αρχιτεκτονική έκπληξη στο νησί  ήταν το σπίτι ενός Πολωνού οξυρρυγχοτρόφου (!!) στον οικισμό Περιστέρια.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Ένα εντυπωσιακό οργανικό κατασκεύασμα από χιλιάδες ξύλα σε ακανόνιστα σχήματα συνδεδεμένα με τσιμέντο στο οποίο εκατοντάδες φυτά έχουν διακοσμητικό αλλά δομικό ρόλο, με καταρράκτη, γέφυρες, και ενυδρεία χτισμένα στο φράκτη (που φιλοξενούσαν οξυρρύγχους). Αυτός ο Πολωνός λάτρης του  Γκαουντί έκανε ένα τόσο εξαιρετικά (και ψυχασθενικά) φορτωμένο αρχιτεκτόνημα που δεν σου αφήνει μεγάλο περιθώριο να το χαρακτηρίσεις κακόγουστο. Δεν είχαμε την ευκαιρία να μπούμε μέσα αλλά όπως μάθαμε -μια και το σπίτι παλαιότερα ήταν ανοιχτό στο κοινό-, και το εσωτερικό ακολουθεί την ίδια λογική ενώ με ξύλινη επένδυση έχουν ντυθεί όλες οι σύγχρονες συσκευές όπως το ψυγείο και η τηλεόραση. Με την ίδια κατασκευή σαν ένας περίεργος οργανισμός που εξαπλώνεται, έχει διαμορφωθεί το τμήμα της απέναντι  παραλίας.

Αυτό το αρχιτεκτόνημα, συνοδεύεται και από μια εξίσου εντυπωσιακή ιστορία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια χειροποίητη κατασκευή που περικλείει ένα συμβατικό διώροφο σπίτι, η οποία ολοκληρώθηκε μέσα στο διάστημα των 5 ετών κατά το οποίο ο ιδιόρρυθμος ένοικος νοίκιαζε το σπίτι!!! Ο ίδιος, με δικά του έξοδα, φύτεψε και διαμόρφωσε με την ίδια τεχνοτροπία την παραλία της περιοχής, ένα γήπεδο μπάσκετ και μια εξέδρα για βουτιές στη θάλασσα.

Ο Πολωνός οξυρρυγχοτρόφος δεν μένει πλέον στη Σαλαμίνα. Το ενυδρείο είναι άδειο και το σπίτι έχει μια πολυκαιρισμένη αγγελία ενοικίασης. Ο φροντισμένος κήπος δείχνει ότι η ιδιοκτήτρια σέβεται το σουρεαλιστικό της σπίτι παρότι όπως φαίνεται δυσκολεύεται να βρει νοικάρηδες κατάλληλους να το αγαπήσουν.

Η Έφη Σαραντάκου είναι αρχιτέκτων μηχανικός
——————————
Σχόλιο Λ.:
Η Σαλαμίνα μου αρέσει κι εμένα πολύ, έχω πάει 3-4 φορές και τη βρήκα γοητευτική με μια λίγο παρακμιακή και λαϊκή γοητεία, ειλικρινή όμως κι όχι δήθεν. Επίσης, έχει το πολύ σημαντικό πλεονέκτημα να είναι προσιτή όλο το 24ωρο μέσω του πορθμείου, σε τιμή τόσο χαμηλή που ούτε το σκέφτεσαι, ενώ για να πας στην Αίγινα θες ένα σωρό λεφτά…
Πέρσι που είχα πετύχει κι εγώ τυχαία το «σπίτι του Πολωνού» και είχα εντυπωσιαστεί, έμενε ακόμα εκεί, και στα ενσωματωμένα ενυδρεία κολυμπούσαν οι δυστυχείς οξύρρυγχοι. Πιο εντυπωσιακές ήταν οι κατασκευές της παραλίας:
 
IMG_0402      IMG_0409
IMG_0408 
IMG_0410
 
 

Posted in Γνώμες και σχόλια, Περιοδικό | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Παρ΄όλα όσα: Ψήφο στην Αριστερά

Posted by tofistiki στο 26/05/2012

Ένα άρθρο του Ευτύχη Μπιτσάκη που δημοσιεύτηκε σήμερα στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» και που νομίζω ότι θα άρεσε πολύ στον πατέρα μου και θα συμφωνούσε μαζί του. Το βρήκα στην Ίσκρα:
 

Η ελπίδα για έξοδο από την κρίση, το πρόγραμμα και η διαλεκτική στρατηγικής και τακτικής.

Το «αόρατο χέρι της Αγοράς», οδηγημένο από τα δόγματα του «νεοφιλελευθερισμού», προκάλεσε τη σημερινή παγκόσμια κρίση. Η Ελλάδα ήταν ένας από τους «αδύναμους κρίκους». Εντούτοις, η κρίση ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί με αξιοποίηση εγχώριων πηγών. (Βλ. σχετικό άρθρο μου, Ουτοπία, τ. 95, 2011).

Αλλά ο Παπανδρέου, οι συν αυτώ και οι μετά απ’ αυτόν, δεν θέλησαν: παρέδωσαν αμαχητί τη χώρα στα όρνεα του ΔΝΤ. Αναίσθητοι, θρασείς και ανήθικοι, τολμούν τώρα να ισχυρίζονται ότι θα σώσουν την Ελλάδα! Απειλούν και υβρίζουν. Την ίδια στιγμή επιχειρούν να ανασυγκροτήσουν το αστικό μπλοκ εξουσίας: την υποτελειακή Δεξιά! Μιλάν για τέλος της «μεταπολίτευσης».

Άλλη διαστροφή εννοιών: Κανένα τέλος και καμιά μεταπολίτευση. Πρόκειται για τη χρεοκοπία της χώρας, και την αντίστοιχη χρεοκοπία των αστικών κομμάτων: Οικονομική κρίση, κρίση εξουσίας, άνοδος της Αριστεράς. Αφύπνιση και κίνηση του λαϊκού παράγοντα. Μιλούσαμε για εργασιακό μεσαίωνα. Αλλά τον Μεσαίωνα υπήρχε σχετική σιγουριά: συντεχνίες, κοινοτική γη, αγρότες ελεύθεροι παραγωγοί. Ο Μεσαίωνας προετοίμασε την Αναγέννηση και μ’ αυτή, την προλεταριοποίηση των αγροτικών πληθυσμών. Και σήμερα; Κατακτήσεις αιώνων πρέπει να ακυρωθούν. Ειδικά σε μας: Οι Έλληνες πρέπει να μετατραπούν σε εξουθενωμένο, ταπεινωμένο, ανέστιο λαό, με σκυμμένο κεφάλι.

Υπάρχει ελπίδα; Η μόνη δύναμη η οποία μπορεί να αγωνιστεί για έξοδο από την κρίση και για την προοδευτική ανασυγκρότηση της χώρας είναι η Αριστερά. Ποιά Αριστερά; Και με ποιό πρόγραμμα; Με ποιά διαλεκτική της στρατηγικής και της ταχτικής;

Το ΚΚΕ συνεχίζει το μοναχικό του δρόμο. Ο πολυφασικός ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε τη νεκρή πλέον ιδεολογία του Ευρωκομμουνισμού, αλλά δεν έχει επεξεργαστεί μια συγκεκριμένη στρατηγική απέναντι στην Ευρώπη του Κεφαλαίου. Η έννοια «Ευρώπη των Λαών» είναι ψευδοέννοια: δεν επιστρέφει στη γη του συγκεκριμένου. Ως προς την «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά: Κράτησε την ταξική της όραση αυτά τα χρόνια της καταστροφής. Μετέχει στους κοινωνικούς αγώνες. Όμως, δεν κατόρθωσε να υπερβεί τις καταγωγικές αγκυλώσεις της.

Λοιπόν; «Ενότητα μέσα στη διαφορά» (Λένιν). Η σημερινή κρίση αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για την Αριστερά. Αλλά, πολυδιασπασμένη, θα βρει τη δύναμη να υπερβεί τον σημερινό εαυτό της; Η δική μας Αριστερά καταφέρνει να κερδίζει τις μάχες και να χάνει τον πόλεμο: 1944,1974. Και σήμερα; Το ΚΚΕ, χωρίς στρατηγική, χωρίς πολιτική συμμαχιών, μόνο, άσπιλο και αμόλυντο, ονειρεύεται ένα άλμα στο κενό: από το σήμερα, στη λαϊκή οικονομία και εξουσία. Επανάσταση, λοιπόν, χωρίς συμμάχους, με στόχο δύο ψευδοέννοιες: λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία. Φυσικά ακούγεται και η λέξη σοσιαλισμός, αλλά κάτι, σαν «τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε»!

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μια ενωτική πολιτική χωρίς επεξεργασμένη στρατηγική και χωρίς μια ριζική τομή από τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Η ανένδοτη στάση της «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς είναι άξια σεβασμού, αλλά επικαλούμενη συνεχώς την «ανατροπή, την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση» δεν κάνει πολιτική. Δεν γίνεται δημιουργός γεγονότων. Δεν συμβάλλει στο ξεπέρασμα του σημερινού κατακερματισμού.

Λοιπόν; Ας θυμηθούμε τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Γκράμσι, τη θεωρητική και πρακτική παράδοση της οργανικής συσχέτισης της στρατηγικής με την τακτική: επιμονή στο συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο (στην περίπτωση μας, στον σοσιαλισμό) και ευλυγισία στην κοινή δράση, στις ουσιαστικότερες συγκλίσεις, στην κατάκτηση της οργανικής ενότητας της Αριστεράς, η οποία δεν θα αποκλείει την ποιοτική πολυμορφία. Τι έλεγε ο Λένιν: Συνεργαστείτε σε ένα, σε δύο, σε τρία σημεία. Συνεργαστείτε μ’ αυτούς που θα σας εγκαταλείψουν στην πορεία. Συνεργαστείτε με τους ρεφορμιστές. Συνεργασίες στις «κορυφές», σε αντιστοιχία με την κίνηση των μαζών.

Ακόμα: Ας θυμηθούμε τις γκραμσιανές έννοιες της πολιτικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής και ηθικής ηγεμονίας ή το κλασικό απόφθεγμα: χωρίς επαναστατική θεωρία η επαναστατική πράξη είναι τυφλή. Τί κάνουμε λοιπόν; Πρώτος, άμεσος, και δυνάμει εφικτός στόχος: Μέτρα για να αποφύγουμε τη μαζική πείνα και την εξαθλίωση. Καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Στάση πληρωμών. Εκδίωξη της Τρόικας. Ποιος όμως θα τα κάνει αυτά; Μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Το σύνθημα είναι καλό και απέδωσε προ ημερών. Όμως: Το υπηρετικό προσωπικό της αστικής τάξης είχε βρει προσωρινή λύση και τώρα προετοιμάζει τη δεξιά – υποτελειακή ανασυγκρότηση του. Λένε: Αν δεν σκύψουμε το κεφάλι, «θα μας διώξουν». Θα μας διώξουν; Το πρόβλημα δεν είναι η Ελλάδα. Η «Ευρώπη» είναι το πρόβλημα. Συνεπώς: Σήμερα, το ελάχιστο εφικτό, δηλαδή η κοινή δράση της Αριστεράς να αποτελέσει ισχυρό ανάχωμα στην καταστροφική πολιτική των κομμάτων της υποτέλειας.

Σταματάμε στο ελάχιστο; Προφανώς όχι! Την ίδια στιγμή επιχειρούμε την οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς, ώστε, μαζί με την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, να διεκδικήσει ρεαλιστικά την εξουσία. Εξουσία μέσα ή έξω από την Ε.Ε.; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ούτε οι «ευρωπαϊστές», ούτε οι αντίθετοι, έχουν επί του παρόντος, επιστημονικά και πολιτικά συγκεκριμένη απάντηση. Ας αφήσουν λοιπόν οι καθοδηγητές μας τις κλειστές συναντήσεις και την ανταλλαγή επιστολών, και ας ξεκινήσουν έναν ανοιχτό διάλογο μπροστά στο λαό και με το λαό, γι’ αυτόν τον ενδιάμεσο στόχο.

Δηλαδή: Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της τεχνολογίας και της οικονομίας, είναι η οικονομία μας βιώσιμη έξω από την Ε.Ε.;

Γενικότερα: με τη διάλυση της Ε.Ε. του Κεφαλαίου, επιστρέφουμε στην ιστορικά ξεπερασμένη μορφή του ‘Εθνους-Κράτους;

Μήπως λοιπόν η Αριστερά πρέπει να θέσει έναν ευρύτερο στόχο, σύμφωνο με το κλασικό: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»;

Μήπως η ανάπτυξη και ο συντονισμός του εργατικού και του κομμουνιστικού ευρωπαϊκού κινήματος πρέπει να θέσει ως στρατηγικό σχέδιο τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ευρώπης;

Τούτη τη στιγμή: Κοινή δράση, ανοιχτό διάλογο, θεωρητική και οργανωτική σύγκλιση των δυνάμεων της Αριστεράς με στόχο την ανασυγκρότηση της οικονομίας μέσα από μια ενιαία επαναστατική διαδικασία με τελικό στόχο τον σοσιαλισμό. Ας είμαστε προσγειωμένοι: Η κρίση δεν οδηγεί νομοτελειακά στην επανάσταση. Στη χώρα μας έχει ήδη αναπτυχθεί ένας αντιδραστικός εθνικισμός, ένας τυφλός ρατσισμός και ένα ρεύμα νεοναζιστικό. Πώς θα αντιπαλέψουμε αυτές τις τάσεις; Έχοντας ως βασική αρχή έναν υγιή διεθνικό πατριωτισμό. Η Αριστερά, εξ ορισμού πατριωτική, δεν μπόρεσε σε κρίσιμες στιγμές να συνδυάσει διαλεκτικά το ταξικό με το εθνικό. Στην κατοχή, το εθνικό επικάλυψε το ταξικό. Σήμερα πολλοί μιλούν για νέα κατοχή και για νέο ΕΑΜ.

Αλλά η βασική, θεμελιακή αντίθεση σήμερα είναι η αντίθεση εργασίας και κεφαλαίου. Το εθνικό αναδύεται ως παράγωγη αντίθεση, εξαιτίας της υποτελειακής και προδοτικής πολιτικής των αστών. Ας μην υποτιμήσουμε συνεπώς το εθνικό. Ας μην αφήσουμε τον πατριωτισμό, λάφυρο στην αντιδραστική ιδεολογία: Ο Παπαδήμος χτες και ίσως ο Σαμαράς αύριο, δεν δρουν «ως εντολοδόχοι των ξένων». Είναι, πριν απ’ όλα, εντολοδόχοι της εγχώριας αστικής τάξης. Οι ξένοι καλούνται κάθε φορά να υπηρετήσουν, μαζί με τα δικά τους, και τα συμφέροντα του εγχώριου κεφαλαίου το οποίο, αν και «εγχώριο», δεν έχει ούτε πατρίδα, ούτε πατριωτισμό, ούτε ηθική.

Και στην 17η Ιουνίου; Ούτε αποχή, ούτε λευκό. Κριτική, αγωνιστική ψήφο στην Αριστερά. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί.

*Δημοσιεύθηκε στο ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ το Σάββατο 26/5

Posted in Αριστερά - κινήματα, Αναδημοσιεύσεις, Επικαιρότητα, οικονομική κρίση | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Στον Καλαμιάρη και στη Θερμή

Posted by tofistiki στο 22/05/2012

Ένατη συνέχεια της δημοσίευσης χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός»

Δυο χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό του παππού, πάνω στην ακτή ήταν ένα γειτονικό χωριουδάκι, η Παναγιούδα. Σε μια συνοικία του χωριού, που λεγόταν Καλαμιάρης, ζούσαν κάτι ξαδέλφια της μαμάς μου, παιδιά του μικρότερου αδελφού του παππού, του μπάρμπα Θανάση. Ο παππούς μου καταγόταν από το Πληγώνι, ένα μικρό χωριό στις πλαγιές της Αμαλής, στα νότια της πόλης μας. Ο πατέρας του, ο Βασίλης ο Μυρογιάννης, είχε τέσσερις γιους, το Βαγγέλη, το Γιώργο (τον παππού μου), το Θανάση και τον Τζάννο. Ήταν μικροκτηματίας και δύσκολα τα ‘βγαζε πέρα. Ήταν όμως άνθρωπος κεφάτος, αισιόδοξος και δουλευτής. Του άρεσε το κρασί και το τραγούδι κι έπαιζε λύρα και λαγούτο. Από τα παιδιά του, ο πρώτος και ο τελευταίος μείναν αγρότες και κράτησαν τα χτήματα. Ο παππούς μου έγινε πραματευτής κι ο Θανάσης σιδεράς και εγκαταστάθηκε στην Παναγιούδα, στο χωριό της γυναίκας του. Απόχτησε τέσσερα παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες.

Ένα απόγεμα Σαββάτου, η γιαγιά μάς ξεσήκωσε να πάμε να δούμε τα ανίψια της. Είχε από τα χτες ετοιμάσει μια γαλατόπιτα και έβαλε γλυκό του κουταλιού σε μια γυάλα. Ο παππούς δεν ήθελε να έρθει, γιατί ήταν η μέρα που θα ερχόταν ο φίλος του ο Ιγνάτης. Ήταν άλλωστε συντηρητικός στις κοινωνικές του σχέσεις και μ’ όλο που η οικογένεια του μπάρμπα Θανάση ήταν σόι του παππού, τις επαφές μαζί τους τις κρατούσε η γιαγιά.

Ξεκινήσαμε η γιαγιά, η μαμά μου, η θεία Μάρω κι εγώ. Ο δρόμος ήταν ίσιος και η διαδρομή ευχάριστη. Κάναμε στάση σε δυο σπίτια που ήταν στο δρόμο μας, στου κυρίου Ιωάννου, ενός φίλου του μπαμπά μου, και του κυρίου Αρχοντίδη, που ήταν καθηγητής στο Γυμνάσιο και ήξερε καλά τη μαμά μου. Εκεί οι μεγάλοι κουβέντιασαν για λίγο και μας κέρασαν γλυκό του κουταλιού και βυσσινάδα.

Φτάσαμε στον Καλαμιάρη κατά τις 6 και μας υποδέχτηκαν με μεγάλες χαρές και ο Αργύρης, που κανονικά ήταν θείος μου αλλά καθώς ήταν δεκαπέντε χρονώ ταίριαζε πιο πολύ για ξάδελφός μου, μετά τους χαιρετισμούς με πήρε και πήγαμε στις Φοινικιές, μια συστάδα από χουρμαδιές εκεί κοντά. Έκοψε ένα κομμάτι από τη φλούδα μιας φοινικιάς και με το σουγιά του έφτιαξε ένα βαρκάκι και μου το χάρισε. Ύστερα με πήρε και πήγαμε στην Παναγιούδα, όπου βρήκαμε τον αδελφό του, το θείο Παναγιώτη, σ’ ένα καφενείο. Το λιμανάκι ήταν γεμάτο βάρκες, τρεχαντήρια και κάνα – δυο καΐκια. Η θάλασσα λάδι κι όλος ο τόπος μοσχοβολούσε χταπόδι ψημένο στα κάρβουνα και ούζο.

Ο Παναγιώτης μάς πήρε και μας έδειξε μια βενζινάκατο που την έφτιαξε μόνος του με τα χέρια του.
«Δυο χρόνια πάλευα να τη σκαρώσω», μου είπε με καμάρι. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε στους πάγκους της. Μου φάνηκε σα συνδυασμός βάρκας και αυτοκίνητου. Τα καθίσματά της και το τιμόνι της ήταν σαν των αυτοκινήτων, όπως και το τζάμι που είχε μπροστά από το τιμόνι. Στο πλάι είχε δύο φώτα, ένα κόκκινο κι ένα πράσινο.
«Έλα να πάμε μια βόλτα», μου πρότεινε.

Μπήκαμε κι οι τρεις στη βενζίνα, αυτός κάθισε στη θέση του οδηγού, έπιασε το τιμόνι κι έβαλε μπρος. Η βενζίνα ξεκίνησε απαλά, σκίζοντας τα σκοτεινά, γαλήνια νερά του λιμανιού. Είχα καθίσει στο πιο πίσω κάθισμα και βάζοντας το χέρι μου στο νερό, αισθάνθηκα την πίεσή του καθώς κυλούσε στα πλευρά του σκάφους. Ήταν μια ευχάριστη αίσθηση.

Για μια βδομάδα πήγαμε σ’ ένα μεγαλύτερο γειτονικό χωριό, τη Θερμή, περίφημο για τα ιαματικά του λουτρά, για να κάνει η μαμά μου μια θεραπεία που της σύστησε ο γιατρός, ο κύριος Αργεντέλλης. Μαζί μας ήρθε και η κυρία Βασιλική, η μαμά του Πάτροκλου, με το γιο της. Εγκατασταθήκαμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Χωρισμένοι από την παρέα μας του καλαμένιου ιππικού και περιορισμένοι στο δωμάτιο και στη μικρή αυλή του ξενοδοχείου, δεν ξέραμε πώς να περάσουμε τη μέρα μας και πλήτταμε φοβερά. Στο ίδιο ξενοδοχείο έμενε κι ένα γηραλέο ζευγάρι. Ο σύζυγος ήταν που έκανε τα λουτρά και η γυναίκα του τον συνόδευε. Ο γέρος δεν καλόβλεπε και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα νούμερα στις πόρτες. Γι’ αυτό, για να μην κάνει λάθος και μπει σε άλλο δωμάτιο, όταν έφευγε για να πάει στα λουτρά, άφηνε κρεμασμένο στο πόμολο της πόρτας το μπαστούνι του.

Την τρίτη μέρα, καθώς τριγυρίζαμε άσκοπα, μπαινοβγαίνοντας από το δωμάτιο στην αυλή κι από την αυλή στο διάδρομο του ξενοδοχείου, σοφίστηκα να μεταφέρουμε το μπαστούνι του γέρου στη διπλανή πόρτα. Είπα την ιδέα μου στον Πάτροκλο, που συμφώνησε με ενθουσιασμό. Προσέχοντας μη μας δει κανείς, πήραμε το μπαστούνι από το πόμολο της πόρτας του γέρου και το κρεμάσαμε στο πόμολο της διπλανής πόρτας. Κατόπιν κρυφτήκαμε στο δωμάτιό μας, που ήταν απέναντι και περιμέναμε. Πραγματικά, σε λίγο ακούσαμε δυνατές γυναικείες φωνές. Στο διπλανό δωμάτιο έμενε μόνη της μια κυρία και ο γέρος, μπαίνοντας ανύποπτος, τη βρήκε μισόγυμνη. Στις φωνές της τα έχασε και δεν ήξερε τι να πει. Από όλες τις πόρτες βγήκαν οι ένοικοι απορημένοι. Ο φουκαράς ο γέρος βγήκε κατακόκκινος και συγχυσμένος στο διάδρομο, όπου όμως τον περίμενε εξαγριωμένη η γυναίκα του.

«Την έκανες πάλι τη βρομιά σου, γερο-μουρντάρη», άρχισε τον εξάψαλμο.

Ο καημένος ο γέρος, που τον έπνιγε το δίκιο του, κόντεψε να σκάσει από το κακό του. Κατακόκκινος μπήκε στο δωμάτιό του, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του και για πολλήν ώρα ακούγαμε τον καβγά τους.


(συνεχίζεται)
 
Στην εικόνα, ο πίνακας του Θεόφιλου «Λουτρά Θερμής Μυτιλήνης»

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Βράβευση των «λέξεων» του Νίκου

Posted by tofistiki στο 15/05/2012

Αναδημοσιεύω την ανάρτηση του Νίκου για την χτεσινή βράβευση του ιστολογίου του «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», στα ηλε-βραβεία e-awards 2012. Θερμά συγχαρητήρια και από εδώ, πάντα τέτοια! 
————————————————————————————————————————————————

Πήραμε τα ηλεβραβεία!

Μερικοί το ξέρετε, αφού παρακολουθησαμε μαζί λάιβ την απονομή -που δεν έχει ακόμα τελειώσει, αυτή τη στιγμή δίνεται στον Στάθη Δρογώση το βραβείο για μουσικό (διαδικτυακό) έργο. Λοιπόν, τα πρώτα Ελληνικά Βραβεία Διαδικτύου απονεμήθηκαν σήμερα Δευτέρα 14 Μαΐου, και με πολύ μεγάλη μου χαρά το ιστολόγιό μας πήρε το βραβείο στην κατηγορία του, μια πολύ τιμητική διάκριση, πολύ περισσότερο που οι συνυποψήφιοι (είπαμε: ανθυποψήφιοι δεν μ’ αρέσει) ήταν όλοι ένας κι ένας. Ας τους δούμε:

Ιστολόγιο 2011

Το βυτίο
Oι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Old Boy
Pandespani
Sraosha
Tαξιδεύοντας: η άλλη όψη
Techie Chan

 Την απονομή την έκανε ο Νίκος Ξυδάκης, ο αρχισυντάκτης της Καθημερινής, που είπε μερικά πολύ σωστά πράγματα για τα ιστολόγια και τον ρόλο τους. Εγώ δεν μπόρεσα να είμαι εκεί, αλλά έστειλα βιντεάκι, που φτιάχτηκε μέσα σε λίγες ώρες. Αν μάθω πώς να το ανεβάζω σε κάποιον κατάλληλο ιστότοπο (είναι σχεδόν 300 ΜΒ) θα το ανεβάσω και θα βάλω το λινκ να το δείτε Αν θέλετε να δείτε την τελετή απονομής, υπάρχει σε βίντεο στον ιστότοπο των διοργανωτών, η δική μας απονομή είναι προς το τέλος, παραπροτελευταία, και είπα περίπου κάτι σαν:

Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ την οργανωτική επιτροπή των Ελληνικών Βραβείων Διαδικτύου, ευχαριστώ την κριτική επιτροπή που μου έκανε την τιμή να επιλέξει στον τελικό κατάλογο το ιστολόγιό μου. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βρίσκομαι κοντά σας. Είμαι συγκινημένος και περήφανος για τη βράβευση αυτή, πολύ περισσότερο που τα συνυποψήφια ιστολόγια είναι όλα πολύ αξιόλογα. Θεωρώ πως ο έπαινος ανήκει σε μεγάλο βαθμό στους τακτικούς σχολιαστές και τους φίλους του ιστολογίου, που με τα εύστοχα σχόλιά τους πολλαπλασιάζουν την αξία των δικών μου άρθρων. Χαίρομαι που μπόρεσα να διατηρήσω μιαν ατμόσφαιρα νηφάλιου διαλόγου, με σεβασμό στην αντίθετη άποψη, χωρίς προσωπικές αντιπαραθέσεις. Η έκρηξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να φέρει μια νέα μορφή ανταλλαγής πληροφοριών και ενημέρωσης, και θεσμοί σαν τον σημερινό μπορούν αναμφίβολα να βοηθήσουν να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι.

Και μια φωτογραφία από την απονομή, χάρη στον Νίκο Λίγγρη που μου την έστειλε:

Ο τίτλος της ανάρτησης δεν είναι τυχαίος. Πιστεύω ακράδαντα πως ο λόγος για τον οποίο προτιμήθηκε και ψηφίστηκε το δικό μας ιστολόγιο είναι όχι τόσο τα κείμενα του ιστολόγου όσο τα δικά σας σχόλια.

Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου και… εδώ θα είμαστε να τα λέμε!

—————————————————————————————————————————————————

Οι υποψήφιοι για όλες τις κατηγορίες από το www.e-awards.gr

Ιστολόγιο 2011
Το βυτίο
Oι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Old Boy
Pandespani
Sraosha
Tαξιδεύοντας: η άλλη όψη
Techie Chan

Άρθρο 2011
“Ο αναρχικός δάσκαλος”, του Νικόλα Σμυρνάκη
“Βαριά Ρώσικη προφορά”, του Vytio
“Κατέβα κάτω ρε” του Νiko Ago
“Το Ροκ που σώπασε”, της Εύης Φέτση
“Σκλήρυνση κατά πλάκας σε πρώτο πρόσωπο”, της Δέσποινας Μουζουράκη
“Συν Αθηνά και χείρα κίνει;” της Φαίδρας Σίμιτσεκ
“Οι φίλοι μου οι μπάτσοι (του κινήματος)”, του “ΠάνωςΚ”

Twitter account 2011
@doleross
@fotisk
@I_Nikolopoulos
@northaura
@stratosathens
@VisitGreeceGR
@yanniKouts

Twitter hashtag 2011
#blogovision
#opnhealth
#rbnews
#syntagma
#tutorpool
#vouli

Ενημερωτικός ιστότοπος 2011
http://www.athensvoice.gr
http://www.capital.gr
http://www.euro2day.gr
http://www.kathimerini.gr
http://www.naftemporiki.gr
news.radiobubble.gr
http://www.tovima.gr

Άποψη – Κριτική – Σχόλιο – Τεκμηρίωση 2011
Ask 4 food
Beat-Town
Cynical
Λογική της πλάκας
Metavolismos
Nτίνος Στεργίδης, “Αμπελότοποι”
Ταβερνοχώρος

Επιμέλεια 2011
Anemos Naftilos
Δικαιώματα Ψυχικά Πασχόντων
Δόμνα Σαμίου
Εθνικό Τυπογραφείο
Πύλη για την Ελληνική γλώσσα
Χρήσιμες συμβουλές για την πολεοδομία
Wear this today

Ιστότοπος Mη Kυβερνητικής Οργάνωσης 2011
Balkans Beyond Borders
Δρακότρυπα
Ο τόπος μου
Σύλλογος “Φλόγα”
Xαμόγελο του παιδιού

Webradio – podcast 2011
Bleepradio
Juria
Moodradio
Off radio
Radio bubble
Radio Zografou
Timeliners

Webtv – webcast 2011
Aegina portal
Comedy lab
Doc tv
Gay eye tv
Omnia tv
Τηλεόραση από τους πολίτες

Forum 2011
Greek espresso
Hellenic architecture agora
Hellug
Insomnia
Lexilogia
Parents
SFF.GR

Φωτογραφία 2011
Στάθης Καλλιγέρης
Χαράλαμπος Κυδωνάκης
Αλέξανδρος Μιχαηλίδης
Οδυσσέας
One pic a day
Real democracy gr
Craig Wherlock

Μουσικό έργο 2011
Στάθης Δρογώσης – Μαριέττα Φαφούτη
My wet Calvin
Gravitysays_i

Συγγραφικό έργο 2011
“Δήγμα γραφής”, πολλών συγγραφέων
“Eίκοσι ετώ” (ποίημα), του Δήμου Xλωπτσιούδη
“Όσα χωράει μια στιγμή”, του Στέφανου Λίβου

Διαφημιστική καμπάνια 2011
Δώρα Χωρίς Σύνορα
15 χρόνια Nestle fitness
Υποψηφιότητα Θεσσαλονίκης για Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νεολαίας 2014

Εφαρμογή 2011
4sq wifi
Disability Impairment Approximation Simulator (DIAS)
Οikologistis
Shareloc
Skroutz
Taxibeat

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Διαδίκτυο, Επικαιρότητα | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Αντίο στον Φραγκίσκο Κάππο…

Posted by tofistiki στο 10/05/2012

Με αληθινή συντριβή πληροφορηθήκαμε μόλις σήμερα το θάνατο του σπουδαίου Φραγκίσκου Κάππου, με τον οποίο ο Μίμης και η Κική διατηρούσαν μακρόχρονη και θερμή φιλία. Τώρα μάθαμε πως ήταν άρρωστος αρκετόν καιρό, και νοσηλευόταν τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα.

Ο Γιώργος Μαρίνος, αγαπημένος φίλος του Φραγκίσκου κι αυτός, τον αποχαιρέτησε μ’ ένα ποίημά του, που μπορείτε να ακούσετε να το απαγγέλλει στο Aegina portal:

Ο Μάης κι ο ζωγράφος

Επάνω στο τραπέζι του, διάσπαρτα χίλια χρώματα
ένα μπουκάλι ούζο κι εφτά-οχτώ ελιές
Στον κήπο ανασαίνουν της Άνοιξης τ’ αρώματα
κι αυτός με ασυνήθιστες, γρήγορες πινελιές
συνήθως ζωγραφίζει τα πιο συνηθισμένα
λουλούδια ανθισμένα, τα πιο μικρά κι απλά
που μες του Μάη τις μυρωδιές φαντάζουν μεθυσμένα
λες κι ήπιαν απ’ το ούζο του και φαίνονται διπλά

***

—————————-

Αντιγράφω από τον ιστότοπό του Φραγκίσκου, την περιγραφή που έκανε ο ίδιος, για τις τελευταίες δημιουργίες του, τους Αγγέλους, των εβδομήντα χρόνων, όπως τους λέει:

Έφτασα στα εβδομήντα μου χρόνια,πέρασα πολλές φάσεις, ζωγράφισα πολλά πράγματα.
Στις προσωπικές μου στιγμές κατέφευγα στους Αγγέλους, στα ενδιάμεσα αυτά όντα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Μικρότερος ζωγράφιζα τους Αγγέλους με αστρόσκονη και φως.
Σε μια δύσκολη στιγμή ζωγράφισα τους Ακρωτηριασμένους Αγγέλους. Σε μια έκθεση που έκανα στην Αίγινα έγγραφα σε ένα σημείωμά μου: «Με το δικαίωμα που έχει ο καλλιτέχνης να μπαίνει στην ψυχή μακρινών Κόσμων, να αφουγκράζεται και να μεταφέρει τις βουβές φωνές και τις κρυφές των εικόνες, επιχειρώ μια επίσκεψη στον κόσμο των Ακρωτηριασμένων Αγγέλων. Αλήθεια τι να γράψω γι’ αυτόν τον τόσο μακρινό και τόσο κοντινό μας κόσμο – που με κατέχει ένας φόβος – ότι είναι ο κόσμος των συμβόλων και των ιδεών μας, των κερματισμένων σκέψεων και εικόνων που ελλοχεύουν στα τρίσβαθα της ψυχής μας.
Το μόνο που θα ‘θελα να πω είναι η λύπη που ο καθένας μας αισθάνεται όταν νιώθει να φεύγει από τον ώμο του το τρυφερό βάρος της παρουσίας του αγγέλου του. Του μικρού Αγγέλου με τα λευκά φτερά, που φεύγει ν’ ακολουθήσει το δρόμο της προσωπικής του περιπέτειας. Κι ύστερα έρχεται μπροστά σου εξουθενωμένος, τραυματισμένος κατά κράτος νικημένος, συντετριμμένος από τους γίγαντες αγγέλους που συνάντησε στο δρόμο του. Και τότε με τρόμο και φρίκη συνειδητοποιείς πως ήσουν και συ μαζί του.
Είσαι και συ πιτσιλισμένος από το αίμα του, έζησες και συ τη μάχη του, ανίκανος να τον βοηθήσεις, με τα μέλη ακρωτηριασμένα, βουβό στόμα, μάτια γεμάτα αγωνία, θύμα της αυτοσυντριβής σου».
Οι σημερινοί μου άγγελοι, – οι άγγελοι των εβδομήντα χρόνων, – είναι φτιαγμένοι από χώμα και αίμα. Και προαναγγείλουν τον θάνατο.
Είναι κρυμμένοι στις ρωγμές της γης και δεν μεταδίδουν μηνύματα, αλλά εκπέμπουν αναθυμιάσεις, από ένα κόσμο που θα μπορούσε να είναι καλλίτερος και όμως τσαλαβουτιέται στο ίδιο του το αίμα.

***

Δυο φωτογραφίες από το καλοκαίρι του 2010, σε μια ποιητική βραδιά στο Λαογραφικό Μουσείο, με την Κική, τον Φραγκίσκο, την Τούλα και τον Μίμη, σε χαρούμενες στιγμές…

 


Posted in Αιγινήτικα, Εις μνήμην, Πολιτιστικά | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Τέλος!

Posted by tofistiki στο 07/05/2012

Και ήταν κάτι κόμματα

που ήταν κουφά κι αόμματα

και παίζανε στην πλάτη μας

με τη ζωή μας τρίλιζα

*

κι έτσι μες την απόγνωση

σ’ απόγνωσης επίγνωση

αλλάξανε τα χρώματα

κομμάτια κι αποκόμματα

*

χάλασε κι προπαίδεια

χαλάσαν και τα σχέδια

κι ενώ άλλους στόχους είχανε

συνέχιζαν την τρίλιζα

*

κι άλλο κι αλλού πετύχανε

τα βέλη όλα αστόχησαν

γιατί πέρασαν Σύριζα . . .

Γιώργος Μ. Μαρίνος
(Αίγινα, 07-05-2012)

Posted in περιοδικό "Α Σελάνα", Επικαιρότητα, Περιοδικό, Ποίηση | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Το μάβρισμα θέλει ηρεμείαν…

Posted by tofistiki στο 07/05/2012

Τι κρίμα που δεν πρόλαβε ο πατέρας μου το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών…
Τι χαρά που θα έπαιρνε!

 

(Το σκίτσο του Μποστ το πήρα από εδώ: http://syspeirosiaristeronmihanikon.blogspot.com, αλλά μάλλον η αρχική πηγή ήταν προχτεσινή ανάρτηση στο ιστολόγιο του Νίκου, δεν την είχα πάρει χαμπάρι, διορθώνω λοιπόν!)

Posted in Αριστερά - κινήματα, Επικαιρότητα | Με ετικέτα: , | Leave a Comment »

Στο μαγαζί του παππού μου

Posted by tofistiki στο 05/05/2012

Όγδοη συνέχεια της δημοσίευσης χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός»

Το μαγαζί του παππού μου, στη Μόρια, ήταν δίπλα στο σταθμό της Χωροφυλακής, στην αρχή του δρόμου, που κατηφόριζε από την αγορά στον τσεσμέ. Ήταν στενόμακρο και είχε και στις τρεις πλευρές του ράφια με εμπορεύματα από το πάτωμα ως το ταβάνι. Η τέταρτη πλευρά ήταν η είσοδος. Μπροστά στα ράφια της αριστερής πλευράς ήταν ένας μακρύς ξύλινος πάγκος, όπου ο παππούς άπλωνε τα τόπια με τα υφάσματα και τ’ άλλα εμπορεύματά του.

Ο παππούς πουλούσε κάθε είδους υφάσματα, νήματα, μάλλινα και μπαμπακερά, κλωστές σε κουβαρίστρες και σε μασουράκια, καρφίτσες, βελόνες και παραμάνες, κόπιτσες, σούστες και γάντζους για τα ρούχα, φουρκέτες και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά. Ακόμα πουλούσε βαφές για υφάσματα, ναφθαλίνη, στύψη, βιτριόλι, καραμπογιά, ακουαφόρτε, σόδα, ποτάσα, ακόμα και κινίνο χύμα και πλήθος άλλα εμπορεύματα.

Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στο μαγαζί του παππού μου τα πρωινά, όταν η συμμορία μας, το «καλαμένιο ιππικό», δε λειτουργούσε, να παρακολουθώ τους πελάτες που μπαινοβγαίναν και να περιεργάζομαι τα εμπορεύματα.

Ο παππούς μου, με την πρώτη, μου απαγόρεψε αυστηρά να πιάνω τα κουτιά που είχαν σκόνες και τα μπουκάλια που είχαν υγρά. Αντίθετα, μ’ άφηνε να πιάνω τα κουτιά με τα μασουράκια των χρωματιστών κλωστών για κέντημα και τα διπλωτά χαρτόνια με τα χρωματολόγιά τους. Τα χρώματα με μάγευαν. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τις άπειρες αποχρώσεις των βασικών χρωμάτων, καθώς τις έβλεπα ταξινομημένες στα χρωματολόγια.

Αργότερα, ο παππούς με άφηνε να παίζω και με τη μικρή ζυγαριά που είχε για να ζυγιάζει τις μπογιές.
Ο παππούς ήταν λιγομίλητος, ακόμη και με τους πελάτες του. Η κίνηση του μαγαζιού του δε στηριζόταν στην ευφράδεια του καταστηματάρχη ή στην κολακεία του προς τους πελάτες, αλλά στην καλή ποιότητα των εμπορευμάτων και τη χαμηλή τους τιμή.

Ιδιαίτερα αυστηρός ήταν με τα παιδιά της ηλικίας μου, που τα στέλναν οι μαμάδες τους να αγοράσουν διάφορα πράματα. Στις περιπτώσεις αυτές γινόταν ο εξής διάλογος:

Ο μικρός (χωρίς να πάρει ανάσα): «Είπε η μαμά μου να μου δώσεις τρεις δραχμές μπαμπακούλα, δυο πήχες κάμποτο, ένα χαρτί καρφίτσες, μια κουβαρίστρα άσπρη κλωστή και δυο βελόνες.»

Ο παππούς: «Έχεις λεφτά;»

Ο μικρός: «Έχω,»

Ο παππούς: «Να τα δω.»

Ο μικρός τού ‘δινε τα λεφτά, ο παππούς τα μετρούσε προσεχτικά και εφόσον αντιστοιχούσαν στην αξία της παραγγελίας, του έδινε τα ζητηθέντα. Διαφορετικά, έγραφε σ’ ένα χαρτί πόσα ακόμα χρήματα λείπανε και τον έστελνε στη μάνα του, για να τα φέρει.

Όταν βράδιαζε, η δουλειά έκοβε. Τότε ο παππούς συνήθιζε να βγάζει μια καρέκλα στην πόρτα του μαγαζιού του και να κάθεται στη βραδινή δροσιά. Την ίδια πάντα ώρα ερχόταν από το σπίτι ο κίτρινος γάτος και τριβόταν στις μπότες του. Τότε ο παππούς έβαζε την καρέκλα μέσα στο μαγαζί, έβαζε στα τζάμια της πόρτας τις ξύλινες καπάντζες, έσβηνε το φως και έκλεινε την πόρτα.

Αφού κλείδωνε με κλειδί την πόρτα, έβαζε δυο σιδερένιες μπάρες στα δυο ζευγάρια γάντζους που ήταν μπηγμένοι στον τοίχο, από τη μια και την άλλη πλευρά της πόρτας και τις ασφάλιζε με τέσσερα λουκέτα.

Μόλις έκλεινε τα λουκέτα, τα δοκίμαζε τραβώντας τα για να δει αν κλείσανε καλά. Ύστερα κινούσε για να φύγει, αλλά αμέσως γυρνούσε πίσω και δοκίμαζε την πετούγια της πόρτας για να δει αν ήταν κλειστή.

Τότε μονάχα, ήσυχος πια, πως όλα ήταν ασφαλισμένα, γύριζε στο σπίτι συντροφιά με τον γάτο του.

(συνεχίζεται)
 
Στη φωτογραφία, ο παππούς και η γιαγιά του Μίμη, πίσω, καμαρωτή η μητέρα του με τον ίδιο (;), και πίσω δεξιά η θεία Μάρω η αδερφή της μητέρας του (αν δεν κάνω λάθος)

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

Στο χωριό του παππού μου

Posted by tofistiki στο 01/05/2012

Έβδομη συνέχεια της δημοσίευσης χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός»
 

Τις πρώτες μέρες στο χωριό, με ξυπνούσαν τα κοκόρια, που άρχιζαν να κράζουν από τα χαράματα.
Την αρχή την έκανε ο κόκορας του γείτονά μας, που είχε φωνή πολύ δυνατή και επιβλητική. Αληθινό σάλπισμα. Αμέσως απαντούσαν δυο μακρινά λαλήματα και ακολουθούσαν όλα τα κοκόρια της γειτονιάς. Καθώς ήμουν ασυνήθιστος σ’ αυτήν τη συναυλία, σηκωνόμουν από το κρεβάτι και πήγαινα στο παράθυρο. Η μαμά μου, μισοκοιμισμένη, μου φώναζε να πέσω πάλι, αλλά εγώ τίποτα. Κατέβαινα με τις πιτζάμες στο κάτω σπίτι, όπου η γιαγιά μου ήταν κιόλας ξύπνια και ντυμένη και άναβε στη φουφού τη φωτιά για το πρωινό τσάι. Το κακό ήταν πως μόλις μ’ έβλεπε, μ’ έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε στο πλυσταριό για να με πλύνει κι ύστερα μ’ έστελνε πάλι επάνω για να ντυθώ κανονικά.

Όταν, έτοιμος πια, κατέβαινα, μπορούσα να καθίσω στο τραπέζι. Περιμένοντας να γίνει το τσάι, παρακολουθούσα τη γιαγιά, που έριχνε από ένα μαυρισμένο ρογί λίγο λάδι στο καντήλι που έφεγγε στο εικονοστάσι, άλλαζε φυτίλι και το άναβε και κατόπιν θυμιάτιζε τις εικόνες κι όλο το κάτω σπίτι, που γέμιζε με τη βαριά μεθυστική μυρουδιά του λιβανιού. Ύστερα στεκόμασταν κι οι τρεις ορθοί γύρω από το τραπέζι και κάναμε το σταυρό μας. Ο ήλιος που μόλις είχε προβάλει από την Ουτζά, γέμιζε την κάμαρη. Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν σιωπηλά, ο παππούς ήταν πάντα λιγομίλητος κι η γιαγιά πολύ αφοσιωμένη, με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, που μ’ εντυπωσίαζαν.

Όταν αποτρώγαμε, ο παππούς χαιρετούσε κι έφευγε. Βγαίνοντας στο δρόμο, έκανε πάλι το σταυρό του.

Από εκείνη την ώρα ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να πάω στο δώμα του πλυσταριού να χαζέψω το τάισμα των ζωντανών στην αυλή του γείτονα ή να δω την κοπέλα του άλλου σπιτιού να ποτίζει τα λουλούδια του κήπου τους. Όπως έμαθα, την έλεγαν Άσπα, αλλά στη γειτονιά ήταν γνωστή σαν «κόρη του Κινέζου» γιατί ο μπαμπάς της είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κίνα. Αυτή η πληροφορία μού κίνησε ακόμα πιο πολύ το ενδιαφέρον για την όμορφη γειτόνισσα.

Αργότερα, μ’ άφηναν να βγω στο δρόμο και να πάω ως το μαγαζί του παππού ή να παίξω με τα γειτονόπουλα, αν και το πρωί συναντούσα πολύ λίγα. Τα παιδιά του χωριού μού φάνηκαν τελείως διαφορετικά από τα γειτονόπουλα που γνώρισα στην πόλη πριν λίγες μέρες. Όλα τους γυρνούσαν με μια σφεντόνα στην κωλότσεπη και ήταν άσσοι στο σημάδι. Μπορούσαν επίσης να σκαρφαλώνουν σ’ όλα τα δέντρα, ακόμα και σε κυπαρίσσια. Γενικά, μου φάνηκαν πιο θαρρετά από τα παιδιά της πόλης και μπορούσαν να κάνουν δουλειές που εγώ νόμιζα πως τις κάνανε μόνο μεγάλοι. Τα πιο πολλά βοηθούσαν τους γονιούς τους στα χωράφια, πήγαιναν τα ζώα στη βοσκή, ξεβοτάνιζαν, κόβανε ξύλα και φόρτωναν το γάιδαρο. Τα παιδιά του μπακάλη βοηθούσαν τον πατέρα τους στο μαγαζί. Σ’ αντίθεση με την πόλη, στην παρέα του χωριού δεν υπήρχαν κορίτσια.

Η παρέα συγκεντρωνόταν από νωρίς το απόγευμα. Το στέκι της ήταν μια χτιστή βρύση στο κάτω χωριό, που τη λέγανε «Τσεσμέ». Από τον κρουνό της έτρεχε συνέχεια νερό, μου είπανε όμως από την πρώτη μέρα να μην πιω «γιατί είχε αβδέλλες». Δεν ήξερα τι ήταν αυτές οι αβδέλλες κι ανάλαβε να μου το εξηγήσει ο Πάτροκλος. Όπως μου ‘πε, οι αβδέλλες ήταν κάτι σκουλήκια που πίνανε το αίμα των ζώων και των ανθρώπων. Ζούσαν μέσα στο νερό, στα ποτάμια και τις βρύσες κι αλίμονό σου αν βουτώντας τα πόδια σου ή πίνοντας το νερό τους σου κολλούσε ή κατάπινες καμιάν αβδέλλα. Θα σου έπινε όλο το αίμα.

Ένοιωσα φρίκη και σιχασιά για τις αβδέλλες, αλλά τελικά δεν είδα ποτέ μου καμιά.

Γενικά από τις πρώτες μέρες διαπίστωσα πως υστερούσα σε πλήθος γνώσεων από τα παιδιά του χωριού. Ξέρανε όλα τα χόρτα και βότανα με τ’ όνομά τους, ποια τρωγόντουσαν και ποια όχι. Ξέρανε επίσης πώς γκαστρώνονταν οι γελάδες, οι κατσίκες, οι προβατίνες, οι γαϊδάρες, οι φοράδες, οι γάτες και οι σκύλες και μου τα περιγράψανε με κάθε λεπτομέρεια.

Για να αντισταθμίσω τις ελλείψεις μου, άρχισα να τους διηγούμαι για τη ζωή στην Αθήνα. Με ικανοποίηση διαπίστωσα, πως παρά τις καυχησιές τους, τα περισσότερα δεν είχαν πάει ούτε καν ως τη Χώρα, ελάχιστα είχαν μπει σε αυτοκίνητο και κανένα, εκτός από τον Πάτροκλο, σε βαπόρι. Κανένα τους δεν είχε δει κινηματόγραφο και δυσκολεύτηκα πολύ να τους δώσω να καταλάβουν τι είναι. Δεν είχαν φυσικά ιδέα τι είναι τα τραμ και ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος.

Ήταν η εποχή που βγαίνανε στα δέντρα τα πρώτα τζιτζίκια. Όπως μου ‘παν οι καινούργιοι φίλοι μου, για να πάει καλά το καλοκαίρι, έπρεπε να πιάσεις τον πρώτο τζίτζικα που θα ‘βλεπες, και να τον δαγκάσεις ελαφρά, χωρίς να τον σκοτώσεις. Ακούγοντάς τα στην αρχή σιχάθηκα, αλλά βλέποντας τ’ άλλα παιδιά να το κάνουν, ντράπηκα να υστερήσω και πιάνοντας έναν τζίτζικα τον έφερα στο στόμα μου. Αισθάνθηκα ένα χαρχάλεμα από τα φτερά και τα πόδια του και τον άφησα αμέσως.

Το καλαμένιο ιππικό μας προχωρούσε στην κοίτη του ρυακιού, που αλλού είχε λίγο νερό κι αλλού ήταν στρωμένη με άμμο. Λυγαριές, καλαμιές, βατόμουρα και αρκουδόβατοι σκέπαζαν τις όχθες του. Βαδίζοντας στην κοίτη, έβλεπα κάπου – κάπου κάτι περίεργες μάζες σα βρόμικα μπαμπάκια, που δεν ήξερα τι είναι και ρώτησα τον πολύξερο Πάτροκλο.

«Είναι από τα βατράχια», μου είπε και με την ευκαιρία μού εξήγησε τι μυστήριο ζώο είναι ο βάτραχος.

«Την άνοιξη γεμίζει το νερό στο ποταμάκι με κάτι μικρά μαύρα στρογγυλά ζωάκια με μια μικρή ουρίτσα, που κουνιέται συνεχώς. Όταν τα βγάλεις από το νερό, συνεχίζουν να κουνάνε την ουρίτσα τους για πολλήν ώρα, ύστερα όμως ψοφούν.

Σε μια – δυο βδομάδες τα ζωάκια μεγαλώνουν λίγο και βγάζουν ποδαράκια. Κατόπιν το χρώμα τους γίνεται πρασινόμαυρο και ξεχωρίζει το κεφάλι τους με κάτι μεγάλα μάτια. Μεταμορφώνονται σε μικρά βατραχάκια με ουρά. Τώρα όσην ώρα κι αν τα κρατήσεις έξω από το νερό δεν ψοφάνε. Κατόπιν χάνουν την ουρά τους και γίνονται κανονικοί βάτραχοι.»

Αυτούς που έβλεπα τώρα, ήταν πια μεγάλοι κι αυτοί αφήναν αυτά τα παράξενα μπαμπάκια στο ποταμάκι.

(συνεχίζεται)
 
Στη φωτογραφία, ο Μίμης στην ηλικία περίπου της διήγησης, με τη γιαγιά του και την ξαδέρφη του, Αγγελικούλα Καλαμάντη
 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

 
Αρέσει σε %d bloggers: