Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Η Μυτιλήν’ μας είνι ένα τρανό χουριό

Posted by tofistiki στο 12/12/2011

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου
που θα δημοσιευτεί στις 13/12/2011 στο Εμπρός
 

Στο στίχο αυτόν, από το πασίγνωστο σατιρικό τραγούδι του Στρατή Παπανικόλα, που τραγούδησε ο Κάργας στη «Λεσβιακή Επιθεώρηση» το 1938, αντί «Μυτιλήνη» πρέπει να διαβάζουμε Λέσβος και αντι «τρανό χωριό» να διαβάζουμε σπουδαίο νησί. Πραγματικά η ονομασία Μυτιλήνη υποκατέστησε την ονομασία Λέσβος κατά τον Μεσαίωνα, πριν οι Τούρκοι πάρουν το νησί και γιαυτό στη γλώσσα τους λέγοντας Midilli εννοούνε όλη τη Λέσβο. Ίχνη από την ονομασία Λέσβος διασώθηκαν στα τοπωνύμια Λισβόρι (=Λέσβου όριον) και Λεσβάδος.

Ανεξαρτήτως του ονόματός της η Μυτιλήνη/Λέσβος είναι σπουδαίο νησί από κάθε πλευρά. Εκτός του ότι είναι, μετά την Κρήτη και την Εύβοια, το τρίτο σε μέγεθος ελληνικό νησί, είναι από την αρχαιότητα ακόμα φημισμένο για την πλούσια χλωρίδα της και την πλούσια σε ποσότητα και ποικιλία γεωργική παραγωγή της. Πλούσιο είναι επίσης το υπέδαφός της. Αν αξιοποιηθεί το γεωθερμικό δυναμικό της θα λυθεί το ενεργειακό πρόβλημα του νησιού.

Αφορμή για το σημερινό σημείωμα στάθηκε η εξαιρετικά πετυχημένη εκδήλωση που έκαναν οι εκδόσεις «Αιολίδα» στις 8 Δεκεμβρίου στο μέγαρο της Παλιάς Βουλής, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Η Λέσβος το 1912». Ήταν πολύ επιτυχημένη εκδήλωση, τόσο από πλευράς συμμετοχής, όσο και από πλευράς περιεχομένου. Αξίζει κάθε έπαινος στους οργανωτές της εκδήλωσης, τον Μανόλη Μανώλα και τη Μαρία Σελάχα.

Εκείνο που σου κάνει εντύπωση ανοίγοντας απλώς το βιβλίο, είναι, πως το πρώτο μέλημα της πρώτης ελληνικής διοίκησης του απελευθερωμένου νησιού, ήταν η πλήρης καταγραφή όλων των στοιχείων που το αφορούσαν. Από τον πληθυσμό, κατά εθνικότητα και κατά φύλο, ως τα πολιτιστικά και οικονομικά δεδομένα. Μελαγχολεί κανείς όταν συλλογιστεί πόσο ευσυνείδητα λειτουργούσε τότε η κρατική μηχανή, όταν μάλιστα τη συγκρίνει με το σημερινό μπάχαλο, όταν κανένας υπουργός δεν είναι σε θέση να μας πει τον ακριβή αριθμό των προσώπων που μισθοδοτούνται από το δημόσιο ή να μας πληροφορήσει, γιατί εκκρεμούν πέντε χρόνια τώρα, οι ενέργειες για να γίνουν γνωστά τα ποσά που έχουν κατατεθεί σε ελβετικές τράπεζες και. τα πρόσωπα στα οποία ανήκουν.

Ένα άλλο στοιχείο, που προκύπτει από τη μελέτη του βιβλίου είναι πως η Μυτιλήνη/Λέσβος είχε περάσει σε ελληνικά χέρια πολλές δεκαετίες πριν ο απελευθερωτικός στόλος φτάσει στο νησί.

Τη Μυτιλήνη οι Τούρκοι την πήρανε με πόλεμο το 1462, δηλαδή εννιά χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης. Όπως κάνανε σε κάθε δοριάλωτο τόπο που πατούσανε, εκτός από τις εκτεταμένες σφαγές, μεταφέρανε χιλιάδες Μυτιληνιούς στην ερημωμένη από κατοίκους Κωνσταντινούπολη και εποικίσανε το νησί με Τούρκους, που φέρανε από τη γειτονική Μικρασία και στους οποίους δώσανε τα γονιμότερα εδάφη στην ύπαιθρο και τις καλύτερες γειτονιές στη Χώρα.

Τους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας οι ραγιάδες υποφέρανε τα πάνδεινα, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Με τη δουλειά τους, με την επινοητικότητα και την καρτερικότητά τους, στους επόμενους δύο αιώνες είχαν κυριαρχήσει απόλυτα στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Ακόμα και θεομηνίες, όπως το «μεγάλο κάι» δηλαδή ο τρομερός παγετός, που τον Ιανουάριο του 1857 έκαψε όλα τα ελαιόδεντρα του νησιού, έγιναν αφετηρίες για προκοπή. Άλλοι στράφηκαν στη ναυτιλία και το εμπόριο και σύντομα ευημέρησαν, ενώ άλλοι μετανάστευσαν στη γειτονική Μικρασιατική ακτή, όπου δούλεψαν σκληρά και σε λίγα χρόνια γύρισαν στο νησί με πολλά λεφτά.

Στα σχολειά δεν διδάχθηκε ποτέ αυτή η αθόρυβη εποποιία. Ίσως γιατί δεν είχε τίποτα το ηρωικό (μάχες και τα παρόμοια) εκτός από τον άφατο ηρωισμό της αδιάκοπης δουλειάς και της εγκαρτέρησης. Θυμάμαι τον παππού μου, τον μπαρμπα-Γιώργη, θιος σχωρέστον, τον Μυρογιάννη, που μου είπε μια φορά μια κουβέντα του δικού του παππού:

«Κάθε κασμαδιά που ρίχνω στο χώμα, είναι μια κλωτσιά στον πισινό του Τούρκου».

Το αποτέλεσμα είναι πως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα καλύτερα χτήματα, όλα τα ελαιοτριβεία, όλο το εμπόριο και η ναυτιλία ήταν σε ελληνικά χέρια. Οι κατακτητές έγιναν υποταχτικοί των καταχτημένων. Αλλά η κατάσταση είχε αλλάξει από πιο μπροστά. Αρχές του 19ου αιώνα οι ραγιάδες είχαν χτίσει, σαν κάστρα, στα σύνορα της τουρκικής με την ελληνική συνοικία, τρεις εκκλησίες, τη μια πολύ κοντά στην άλλη: τους Αγίους Αποστόλους, τον Άη Γιώργη και τους Αγίους Θεοδώρους και οι παπάδες είχαν κανονίσει τις Κυριακές να λειτουργούν όχι ταυτόχρονα αλλά με διαφορά μιας ώρας μεταξύ τους και έτσι το ίδιο εκκλησίασμα πήγαινε από τη μια εκκλησιά στην άλλη, ενώ οι Τούρκοι εντυπωσιάζονταν, βλέποντας κατάμεστες τις εκκλησιές.

Το 1805, αν δεν κάνω λάθος, χτίστηκε στην Κουμιδιά η γοτθικού ρυθμού μητρόπολη και το καμπαναριό της δεν το χτίσανε δίπλα στο ναό αλλά μπροστά από αυτόν, ώστε να είναι ορατό από την τουρκική συνοικία και το κάνανε δυο μέτρα πιο ψηλό από τον μιναρέ του Γενή-τζαμιού! Λύσσαξαν οι Τούρκοι από αυτή την πρόκληση και πήγανε στον Βαλή, απαιτώντας να το χαμηλώσει. Αυτός όμως, που είχε ήδη τσεπώσει το πλούσιο μπαχτσίς, δεν έκανε τίποτα.

Τέλος στα 1875 νομίζω, χτίσανε τον Άγιο Θεράποντα, που με το μέγεθός του δεσπόζει στην πόλη. Έμπαινε ο ξένος με το πλοίο στο λιμάνι μιας τουρκικής πόλης και το πρώτο πράμα που αντίκριζε ήταν μια μεγαλοπρεπής χριστιανική εκκλησία ρωμανικού ρυθμού.

Τελευταίον αλλά όχι έσχατον άφησα τον πολιτισμό. Στον τομέα αυτό οι Μυτιληνιοί πραγματικά διαπρέψανε. Δεν είναι μόνο οι σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Σταυράκης Αναγνώστης, ο Δημήτριος Βερναρδάκης και οι αδερφοί του και πλήθος άλλοι, αλλά είναι επίσης τα πολλά σχολεία που λειτουργούσαν από τα μέσα του 18ου αιώνα, ανάμεσα στα οποία από τις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχαν και παρθεναγωγεία, δηλαδή σχολεία για κορίτσια. Σύντομα πολλά από τα σχολεία αυτά στεγάστηκαν σε ευρύχωρα και μεγαλοπρεπή για τα μέτρα της εποχή κτίρια με χρήματα πλουσίων χορηγών.

Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά ακόμα για την πνευματική και πολιτιστική πρόοδο που είχε πετύχει η Μυτιλήνη, πριν ακόμα ελευθερωθεί, αλλά φοβάμαι πως έχω ξεπεράσει τα όρια της χωρητικότητας της σελίδας και ίσως και τα όρια της ανοχής των αναγνωστών μου και γιαυτό σταματώ.

 

 

Σχολιάστε