Έχει πει κάποιος, που δε θυμάμαι τώρα το όνομά του, πως «αι αναμνήσεις είναι η βακτηρία του γήρατος». Στηριζόμενος λοιπόν σ΄ αυτή τη «βακτηρία», λόγω και των ημερών (βλέπετε στις 23 του Φλεβάρη ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ), ξαναφέρνω στο νου μου όσα γίνανε πριν από 67 ολόκληρα χρόνια!
Ήταν ο τρίτος χειμώνας τα Κατοχής και ήταν πια για όλους μας φανερό πως τα δύσκολα είχαν περάσει. Η τρομερή πείνα, με τις χιλιάδες τους θανάτους και η απελπισία μας από τις νίκες των χιτλερικών, ήταν πια παρελθόν. Κάποια αισιόδοξη ατμόσφαιρα άρχισε να δημιουργείται. Αυτό βέβαια δεν έγινε απότομα. Από το χειμώνα του ΄41 – 42 άρχισε να κυκλοφορεί στον κόσμο η φήμη για την «Οργάνωση». Κανείς δεν έλεγε τ’ όνομά της και κανείς δεν ήξερε τα μέλη της, όλοι όμως μάντευαν πως ανάμεσα μας υπήρχε και δρούσε κάποια αόρατη δύναμη, που δε λογάριαζε τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους.
Πολλά σημάδια μαρτυρούσαν την ύπαρξη και τη δράση αυτής της Οργάνωσης: Η συστηματική διοργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά και τους άπορους, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες, κάποιες αποδράσεις κρατουμένων μέσα από την Γκεστάπο, το ξαφνικό ζωντάνεμα συλλόγων που επί χρόνια αδρανούσαν …
Σιγά σιγά πολλοί δείχνανε σα να μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό. Ο καθένας κάτι είχε να πει, εμπιστευτικά, στον άλλον, λες και μετείχαν σε κάποια «συνωμοσία», ελπιδοφόρα όμως συνωμοσία, σα να περιμέναμε να γίνει σκόλη. Όπως διαπίστωσα, ο πατέρας μου, η μάνα μου και πολλοί φίλοι τους συμπεριφέρονταν σα να είχαν μυηθεί σ΄αυτή τη συνωμοσία.
Το καλοκαίρι του ΄43 άρχισε να μου κάνει παρέα ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, που τον φωνάζαμε Γιαννάκα, συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ήταν ωραίο παιδί, με πλατύ μέτωπο, θεληματικό σαγόνι και γκρίζα μάτια, πολύ αγαπητός στους συμμαθητές μας. Η αλήθεια είναι πως μαζί του δεν είχα ως τότε πολλές φιλίες, γιατί εκείνος μεν ήταν φίλαθλος και ποδοσφαιριστής, με μέτριες επιδόσεις στα μαθήματα, εγώ δε ήμουν αγύμναστος, αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε μόνο το κολύμπι και η πεζοπορία.
Οι διαφορές μας αυτές γεφυρώθηκαν από τη συμμετοχή μας στην κοινή υπόθεση, όταν τελικά μου έσκασε το μυστικό. Μου είπε πως ήταν οργανωμένος σε μιαν οργάνωση, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, την ΕΠΟΝ και μου πρότεινε να οργανωθώ κι εγώ. Δέχτηκα χωρίς κανένα δισταγμό και το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πως ήταν απόλυτα ενήμερος της «στρατολογίας» μου από τον Γιαννάκα, μια που αυτή η οργάνωση των νέων ανήκε σε μιαν ευρύτερη, στην καθαυτό «Οργάνωση», στην οποία, από τα τέλη του ΄41, ήταν κι ο πατέρας μου: στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ώστε αυτό ήταν το όνομα της Οργάνωσης: ΕΑΜ.
Όπως γράφω πιο πάνω, κανείς δεν έλεγε την οργάνωση με το όνομα του, τουλάχιστον ως τα μέσα του ΄43. Ο πολύς ο κόσμος ίσως να μην ήξερε στ΄ αλήθεια το όνομα, ενώ τα οργανωμένα μέλη της, φυσικά, δεν έλεγαν λέξη. Οι Γερμανοί, που βεβαίως ξέρανε, από όσα γίνονταν στην άλλη Ελλάδα, την ύπαρξη του ΕΑΜ, είχαν φάει τα λυσσακά τους να εξακριβώσουν αν υπήρχε και στο νησί μας. Έτσι όσους πέφτανε στα χέρια τους, για οποιαδήποτε αιτία, δεν παραλείπαν να ρωτάνε αν ήξεραν ή είχαν ακούσει για το ΕΑΜ. Όλοι χωρίς εξαίρεση δήλωναν πλήρη άγνοια. Μια φορά όμως κάποιος, στην τυπική πια ερώτηση:
“Ξέρεις ή έχεις ακούσει τίποτα για κάποιο ΕΑΜ;”
απάντησε με μεγάλη προθυμία
“Και βέβαια ξέρω”
“Και ποιοι είναι σ΄ αυτό; πού βρίσκονται, μπορείς να μας πεις;” τον ρώτησαν, μη πιστεύοντας τα αυτιά τους
“Βεβαίως. Αύριο αν θέλετε πάμε μαζί να σας δείξω”
Την άλλη μέρα το πρωί ο τύπος οδήγησε μια κουστωδία ένοπλους γκεσταπίτες στην Απάνω Σκάλα και τους έδειξε ένα κτίριο με την επιγραφή “Εταιρεία Αλιπάστων Μυτιλήνης – ΕΑΜ”
“Να εκεί είναι” τους λέει, “παστώνουν σαρδέλες” πρόσθεσε εμπιστευτικά….
Την άλλη βδομάδα ο Γιαννάκας με ειδοποίησε πως την Τετάρτη το βράδυ, 25 Νοεμβρίου 1943 (θυμάμαι ακόμα τη ημερομηνία) θα συνεδρίαζε για πρώτη φορά η ομάδα μας. Πήγα με καρδιοχτύπι και με κάποια μυστική έξαρση. Θα συμμετείχα σε κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό, που είχε όμως πολλά στοιχεία ρομαντισμού. Κάτι σαν συνομωσία κατά του καταχτητή, κάτι που ανακαλούσε μνήμες από τη Φιλική Εταιρεία. Συναντηθήκαμε στον Ταρλά και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, για να αναγνωριστούμε σφυρίζαμε μια μελωδία από τον Πέερ Γκυντ, που την είχαμε ακούσει την προηγούμενη βραδιά, όταν είδαμε στη “Σαπφώ” μια γερμανική ταινία μ΄ αυτόν τον τίτλο και μας είχε αρέσει πολύ.
Η συνεδρίαση έγινε στο σπίτι του Χρήστου του Σαραντίδη, που είχε τελειώσει πέρσι το Πρακτικό Λύκειο και τώρα δούλευε ηλεκτροτεχνίτης. Την ομάδα μας την αποτελούσαν εφτά παιδιά, όλοι μαθητές του Γυμνασίου ή του Πρακτικού Λυκείου: ο Τάκης ο Γιαννάκας, ο Τάκης ο Παπαθανασίου, ο επιλεγόμενος Απτάλης, ο Κώστας ο Κασκαμπάς, ο Τζίμης ο Φράγκου, ο Γιώργος ο Αγιασώτης και εγώ.
Τελευταίος ήρθε ο «καθοδηγητής», ο Αντρέας, ένας λεπτός ξανθός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Χωρίς καμιά εισαγωγή μπήκε κατ΄ ευθείαν στο θέμα. Μας προσφώνησε “συναγωνιστές”, μας εξήγησε τους σκοπούς και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ, μας έδωσε τους κανόνες του συνωμοτισμού και μας έβαλε τα πρώτα καθήκοντα μας: κυρίως να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών και να οργανώσουμε τη διάδοση των ανακοινωθέντων των ξένων ραδιοσταθμών στον κόσμο.
Τον παρατηρούσα και τον άκουγα με κάποια απογοήτευση. Περίμενα κάτι το θερμότερο και πιο συναισθηματικό και το κοφτό και απότομο ύφος του, καθώς και τα ψυχρά γκριζογάλανα μάτια του με απώθησαν. Όταν ο Κώστας τον ρώτησε αν θα μας έδιναν όπλα και αν θα βγαίναμε στο βουνό, του εξήγησε με το ίδιο κοφτό ύφος, πως για την ώρα και με τις δοσμένες πολιτικο-στρατιωτικές συνθήκες, τέτοιο ζήτημα δε μπαίνει για μας.
Ο Κώστας δεν είπε τίποτα αλλά ζάρωσε λίγο. Τα ίδια συναισθήματα φαίνεται πως προκάλεσε ο καθοδηγητής και στους άλλους, γιατί τις άλλες μέρες, καθώς ανταλλάσσαμε τις εντυπώσεις μας από την πρώτη συνεδρίαση, ο Απτάλης τον χαρακτήρισε “τρομοκράτη”. Με τον καιρό όμως διαπίστωσα πως, παρά την εμφάνιση του, ο “τρομοκράτης” ήταν στην πραγματικότητα πολύ ζεστό και καλοσυνάτο παιδί. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν ίσως κάποια αμυντική πανοπλία.
Από τα πρώτα «συνωμοτικά» μέτρα που πήραμε, ήταν και η εγγραφή μας στον Φιλοτεχνικό Όμιλο, που στεγαζόταν τότε στην αγορά, στη Στοά Γρηγορίου. Ο Αντρέας μας εξήγησε πως η ξαφνική ταχτική παρέα εφτά, ως χτες αγνώστων μεταξύ τους, νεαρών, ίσως κινούσε την περιέργεια και, γιατί όχι, την υποψία των γνωστών και των συμμαθητών μας, και γι΄ αυτό θα έπρεπε να βρεθεί κάποια εύλογη εξήγηση. Η συμμετοχή όλων μας στον Όμιλο ήταν το καλύτερο πρόσχημα. Εκτός που ήταν από καιρό σε δικά μας χέρια, ο Όμιλος ήταν ένας πολύ παλιός, ιστορικός θα έλεγα, σύλλογος, με αξιόλογη δράση και πολύ καλό όνομα στην πόλη μας.
Από την αρχή μου άρεσε στον Όμιλο. Βρήκα ένα πολύ ανεβασμένο περιβάλλον, πολλά νέα παιδιά, μεγαλύτερά μου μερικά χρόνια, με μεταδοτική ζωντάνια και κέφι. Δυο από αυτά, ο Παναγιωτόπουλος και ο Μπράντης παίζανε συχνά “α κατρ μαιν” στο πιάνο, που διέθετε ο ΦΟΜ και είχαν συνθέσει δυο “εμβατήρια”. Το τούρκικο και το βουλγάρικο. Στο τούρκικο εμβατήριο τα λόγια ήταν όλες οι τουρκικές λέξεις που είχαν παρεισφρύσει στη λεσβιακή διάλεκτο, ατάκτως εριμμένες:
Γιαγνίς-ολντού μπιλμέμ, καρντάς
μιντέρ, γκιρίζ, ταχτέρ-ταχτέρ
και ούτω καθ΄εξής. Η “επωδός” ήταν
τσικμά σουκάκ – τσιλίκ τσουμάκ
τσιλίκ τσουμάκ- τσικμά σουκάκ
Στο βουλγαρικό, ελλείψει αυθεντικών βουλγαρικών λέξεων (πού να τις βρούν άλλωστε) είχαν επινοήσει δικές τους. Και τα δύο όμως είχαν ωραία μουσική – του τουρκικού μάλιστα θύμιζε αχνά την «αλά τούρκα» του Μότσαρτ – και τα τραγουδούσαμε εν χορώ.
Διάβασα εκείνον τον καιρό το μυθιστόρημα του Μπογκντάνοφ το “Πρώτο κορίτσι” που με είχε συναρπάσει, γιατί ήταν με τον τρόπο του ρεαλιστικό, μια που μιλούσε για το πώς αντιλαμβανόταν την ισότητα των δύο φύλων και τις ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, μια ως χτες άπραγη χωριατοπούλα και πώς την αντιμετώπισαν οι σύντροφοί της στην Κομσομόλ.
Ο πατέρας μου, όταν κουβέντιασα μαζί του, μου έδωσε να διαβάσω το “Γυναίκειο Ζήτημα” της Κλάρας Τσέτκιν. Ήταν οι απόψεις του ίδιου του Λένιν για τη γυναίκα, τις σχέσεις των δύο φύλων και τον ελεύθερο έρωτα. Για τον τελευταίον ήταν κατηγορηματικός: Ελεύθερος έρωτας σημαίνει έρωτας απαλλαγμένος από τη σκλαβιά και τους καταναγκασμούς του χρήματος και της εκμετάλλευσης και όχι αχαλίνωτες ερωτικές σχέσεις. Έρωτας σημαίνει κάτι πιο σημαντικό από την ικανοποίηση των ορμών μας”.
Τότε, με τους συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο, δεν ανοίγαμε ποτέ σοβαρές συζητήσεις για κορίτσια. Νοιώθαμε κάποιαν αμηχανία για το θέμα αυτό, αν και κάποιοι από μας παρίσταναν τους καρδιοκαταχτητές. Συνήθως το γυρίζαμε στο καλαμπούρι και στα σόκιν ανέκδοτα. Με τους συναγωνιστές πάλι, τέτοια συζήτηση θα ήταν αδιανόητη. Το θέμα ήταν ταμπού. Το διάβασμα όμως του “πρώτου κοριτσιού” και του “Γυναίκειου ζητήματος” εκτός που μ΄ έκανε να ονειροπολώ, με έβαλε σε σκέψεις. Τελικά δάνεισα το μυθιστόρημα του Μπογκντάνωφ στο Γιαννάκα και το βιβλίο της Τσέτκιν στον Απτάλη. Στις συζητήσεις που κάναμε τις επόμενες μέρες κατάλαβα πως και οι δύο εντυπωσιάστηκαν και στην επόμενη συνεδρίαση της ομάδας, ο Απτάλης μας ξάφνιασε όλους, όταν πρότεινε να συζητήσουμε κάποτε το θέμα των σχέσεων των δύο φύλων.
Ο γραμματέας της ομάδας, ο Χρήστος, γέλασε αμήχανα, ο καθοδηγητής μας όμως, ο Αντρέας, θύμωσε
“Συναγωνιστές, στις δοσμένες πολιτικές συνθήκες τέτοιο ζήτημα δε μπαίνει” μας είπε. “Σήμερα πρέπει να μας απασχολεί ο αγώνας κατά των καταχτητών και όχι κοριτσοδουλειές”.
Ο Απτάλης δεν επέμεινε, όταν όμως φεύγαμε οι τρεις μας, εκείνος, ο Γιαννάκας κι εγώ, μας είπε γελώντας
“Αυτόν τον απασχολεί μόνο η πάλη των τάξεων, εμένα όμως με ενδιαφέρει να μάθω την πάλη με γυναίκα”
…………………………………………………………………………………….
Έτσι, με την ξεγνοιασιά της εφηβείας μας, τις σκανταλιές και τα αστεία μας, πήραμε, μαζί με χιλιάδες άλλους νέους, ένα δρόμο, που μερικούς οδήγησε σε περιπέτειες και κατατρεγμούς, κάποιους ακόμα και στο θάνατο, σε όλους μας όμως έδωσε το πολύ ακριβό συναίσθημα πως όταν χρειάστηκε είπαμε παρών. Δεν κρυφτήκαμε ούτε αδιαφορήσαμε.
(Οι εικόνες είναι από σχετικό αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη», 2008)