Δεν είναι τούτο πάλαιμα σε μαρμαρένια αλώνια, εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος. Εδώ σηκώνεται όλη η γη με τους αποθαμένους, και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω-απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος. Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες, – χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια, – κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
Ενα άγνωστο σε όλους μας κείμενο του Μίμη, που βρήκε τυχαία η Κική ψάχνοντας κάτι άλλο στα αρχεία του υπολογιστή του. Σήμερα ειναι η γιορτή του πατέρα, λένε… Εμείς δεν μπορουμε να του προσφέρουμε δώρα, αλλα εκείνος μας έχει πολλά κρυμμένα ακόμα…
Τα κατάφερε…
Τους κατέβαζαν από την πελώρια τετραξονική νταλίκα, χωρίς να τους βγάλουν από τα σιδερένια κλουβιά τους, που τα άνοιγαν μονάχα σαν τα απίθωναν στο τσιμέντο του χώρου υποδοχής. Κατόπιν οι φύλακες άνοιξαν τις πόρτες των κλουβιών και, καθώς εκείνοι, μουδιασμένοι από την ακινησία και το στρίμωγμα, κουρασμένοι από τόσες ώρες ταξίδι, παραζαλισμένοι και σαστισμένοι από το θόρυβο και τις φωνές της υποδοχής δεν κουνήθηκαν, τους ανάγκασαν να βγούνε χτυπώντας και σπρώχνοντάς τους με καλάμια και ραβδιά.
Με τον ίδιο τρόπο τους οδήγησαν ως την είσοδο και πριν προφτάσουν να αντιδράσουν βρίσκονταν κρεμασμένοι από τα πόδια σ΄ ένα τσιγκέλι που έτριζε πάνω σ΄ έναν ατέρμονα οδηγό.
Ο Δημήτρης παρακολουθούσε άκεφος όλη αυτή τη σκηνή. Ήξερε την συνέχεια και δεν είχε την παραμικρή διάθεση να παρακολουθήσει τη μακάβρια διαδικασία. Το τσιγκέλι θα τους μετέφερε στην αίθουσα σφαγής κι ένα δισκοπρίονο θα τους έκοβε αστραπιαία το κεφάλι…
Δεν ήθελε να σκέφτεται τη συνέχεια.Άλλωστε είχε τις δικές του έγνοιες και σκοτούρες. Ήταν η τρίτη φορά που ερχόταν για είσπραξη και ήταν αποφασισμένος να μη φύγει χωρίς λεφτά. Η εργολαβία που τους είχαν κάνει είχε προ πολλού τελειώσει, και είχε παραληφθεί κανονικά, εδώ και τρεις μήνες, αλλά λεφτά ακόμα δεν είδε εκτός από εκείνη την προκαταβολή σαν άρχισαν τις δουλειές.
Καθώς, άκεφος, τα συλλογιζόταν όλα αυτά, τον είδε…
Ήταν ο μόνος που είχε ξεφύγει από το ανάποδο κρέμασμα στο τσιγκέλι. Πώς τα κατάφερε; αναρωτήθηκε, καθώς τον έβλεπε να μένει κρυμμένος κάτω από την νταλίκα, ανάμεσα στους δίδυμους πίσω τροχούς. Για να περάσει η ώρα του βάλθηκε να τον παρατηρεί.
Στον αυθορμητισμό και την αισιοδοξία του Μίμη, οφειλόταν όλα. Κάνανε προφορική συμφωνία, πως θα τους πλήρωναν μόλις τους πήγαιναν το τιμολόγιο. Ο Μίμης πίστευε πως ήταν «συμφωνία κυρίων». Αμ δε! Τρεις μήνες τώρα το καιρορίχναν με διάφορες προφάσεις.
«Τζιράρουν τα λεφτά μας οι καργιόληδες» έλεγε ο Μήτσος, μετά από κάθε άπρακτη επίσκεψη.
«Ξέρουν πως δε μπορούμε να κάνουμε τίποτ΄ άλλο από το να τους ενοχλούμε με τις επισκέψεις μας, τα παράπονά μας, άντε και καμιά φωνή» συμπλήρωνε ο Μίμης ξεχνώντας πως εν μέρει ήταν υπεύθυνος γι΄ αυτήν την κατάσταση.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ΄ άλλο» συλλογιζόταν ο Δημήτρης και σκέφτηκε πως κι αυτός ο φουκαράς ο δραπέτης δεν μπορούσε να κάνει τίποτες άλλο από το να κρύβεται κάτω από την νταλίκα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως τον ενδιέφερε η τύχη του.
Δεν έμεινε για πολύ ακίνητος στους πίσω τροχούς. Κινήθηκε προσεχτικά ως το μπροστινό μέρος της νταλίκας. Ο Δημήτρης τον είδε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά το προαύλιο του σφαγείου.
Ξέχασε τη δικιά του αδημονία, το ποσό που τους χρωστούσαν, τις υποχρεώσεις που τρέχανε, τον γυαλάκια του λογιστηρίου, όλο ευγένεια και τυπικότητα (προαλειφόμενος γιάπης, ο μαλάκας, με την τσάντα τη σαμσονάιντ – θα έλεγε ο Μήτσος) και περίμενε την επόμενη κίνηση του φυγάδα.
Τον είδε να βγαίνει ξαφνικά την προστατευτική σκιά της νταλίκας και να τρέχει ως το συρματόπλεγμα της περίφραξης. Εκεί χάθηκε σ΄ ένα χαντάκι, που υπήρχε σύρριζά της. Κανένας από το προσωπικό δεν τον είχε πάρει είδηση. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Με στόχο να αναδείξει ότι η σύγκρουση με την κυβέρνηση δεν αφορά μόνο εργασιακά θέματα αλλά την ίδια τη Δημοκρατία, η ΕΣΗΕΑ εκδίδει την Κυριακή το απεργιακό φύλλο της Αδέσμευτης Γνώμης, αναβιώνοντας την έκδοση του φύλλου το 1975, σε μια ιστορική απεργία της Ένωσης Συντακτών.
Όπως αναφέρει η Ντίνα Δασκαλοπούλου της Εφημερίδας των Συντακτών, η «Αδέσμευτη Γνώμη» που θα κυκλοφορήσει αύριο είναι ένας θρύλος για τους Έλληνες δημοσιογράφους. Εκδόθηκε το 1975 και ήταν η απάντηση των εργαζόμενων στην πεισματική άρνηση των εκδοτών να τους υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις, παρά την απεργία που κρατούσε πάνω από ένα μήνα.
Μπροστάρηδες σ΄ αυτόν τον αγώνα ήταν προσωπικότητες της δημοσιογραφίας όπως ο Κώστας Νίτσος, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Παύλος Παλαιολόγος, ο Σπύρος Μελάς, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Χρήστος Πασαλάρης, ο Απόστολος Μαγγανάρης, ο Νίκος Καραντηνός. Το απεργιακό φύλλο εκδόθηκε από την ΕΣΗΕΑ, την Ένωση Τυπογράφων και τους Εφημεριδοπώλες της Αθήνας με διευθυντή τον Κώστα Νίτσο, αρχισυντάκτη τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, υπεύθυνους τομέων ρεπορτάζ τους Σεραφείμ Φυντανίδη, Λυκούργο Κομίνη, Τόλη Γαρουφαλή, με συντάκτες και τυπογράφους όλους όσους δούλευαν τότε σε εφημερίδες και περιοδικά.
Ένα παλιό, αλλά επίκαιρο δυστυχώς, ποίημα της Κικής Σαραντάκου
Νομίμως…
Μας κλέβουν νόμιμα, τυπικά κι ό,τι δεν προστατεύει το Δίκαιό μας: Τον ουρανό και τον ήλιο! Μας στοιβάζουνε στα υπόγεια, δίπλα στις εγκαταστάσεις των καλοριφέρ, στις γραμμές της υψηλής τάσης και στο δίκτυο των υπονόμων.
Μας κλέβουν τον χρόνο μας, στις στάσεις των λεωφορείων και των τρόλεϋ, στις καθημερινές πορείες των αυτοκινήτων, που σαν «ταγμένοι» σε παράξενη αίρεση τις ακολουθούμε καρτερικά.
Μας κλέβουν τα πρωϊνά μας, στις αίθουσες αναμονής και στους διαδρόμους των νοσοκομείων. Οι πάγκοι των εξωτερικών ιατρείων Έχουν πάρει το σχήμα των καθισμένων κορμιών μας…
Μας κλέβουνε τη ζωή μας μετατρέποντας σε γραμμάτεια δόσεων τη ξεκούραση, τον ελεύθερο χρόνο και τον ύπνο μας. «Συγκατοικούμε» με τους δικούς μας, ανταλλάσοντας νυσταγμένα χαμόγελα και σημειώσεις….
Με μια πρωτοφανή κίνηση και ιδιαίτερα άγαρμπο, σχεδόν εκδικητικό τρόπο από χτες το βράδυ, η κυβέρνηση έκλεισε την δημόσια τηλεόραση, κυριολεκτικά λες και ήταν το μαγαζάκι της! Χωρίς να σκεφτεί ότι στα νησιά και τα άλλα μέρη που έπιαναν μόνο κρατικά κανάλια, τώρα απλώς δεν θα έχουν τηλεόραση ή θα πιάνουν τουρκικά κανάλια μόνο. Χωρίς να σκεφτεί επίσης, ότι τα θέματα των Πανελληνίων εξετάσεων, για χάρη των οποίων επιστράτευσε τους εκπαιδευτικούς και οι οποίες δεν τέλειωσαν ακόμα, μεταδίδονται μέσω των πομπών της ΕΡΤ! Η ανακοίνωση του ανεκδιήγητου Σίμου Κεδίκογλου, του ανθρώπου που, όπως κατήγγειλε δημοσιογράφος της ΕΤ3 λίγο πριν μαυρίσει η οθόνη, τον τελευταίο καιρό διόρισε τηλεφωνικά καμιά 2οριά «δικούς του» ανθρώπους στο κανάλι, είναι τουλάχιστον εξοργιστική!
Υπογραφές ενάντια στο κλείσιμο της ΕΡΤ, μαζεύονται ΕΔΩ
Έξω από την ΕΡΤ, στη Μεσογείων, πρωτοφανές πλήθος κόσμου συμπαραστέκεται από χτες, ενώ σήμερα υπάρχει νέο κάλεσμα για συγκέντρωση. Αποφασισμένοι να αντισταθούν στο επικείμενο λουκέτο είναι και οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, οι οποίοι έθεσαν το ραδιομέγαρο «υπό εργατικό έλεγχο» και καλούν κι αυτοί στη συγκέντρωση.
Κι επειδή ακούγονται και γράφονται διάφορα για τις -αναμφισβήτητες- αμαρτίες της ΕΡΤ, αντιγράφω αυτά που έγραψε στο διαδίκτυο ο Γιώργος Φραντζεσκάκης, ένας άνθρωπος που ξέρει από μέσα τι σημαίνει κρατική τηλεόραση:
«Η ΕΡΤ είχε πολλές αμαρτίες να πληρώσει.
Όλοι έχουμε μια γενική εικόνα για το Δημόσιο, τις κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις και το φαύλο κράτος, αλλά ο καθένας από μας γνωρίζει καλύτερα, μόνον “τα του οίκου του”.
Ο δικός μου οίκος ήταν η ΕΡΤ. Για δεκαπέντε χρόνια, από το 1998 μέχρι απόψε.
Όλα αυτά τα χρόνια έβλεπα ανεπάγγελτους να μπαινοβγαίνουν και να στρογγυλοκάθονται σε καρέκλες με ταμπελάκια που έγραφαν “ειδικός σύμβουλος προέδρου”, “σύμβουλος επικοινωνίας”, “προσωπικό ειδικών θέσεων”.
Να παίρνουν τα τριπλάσια από μένα και να εμφανίζονται κάθε πρώτη και δεκαπέντε στην ουρά του λογιστηρίου, για τις πληρωμές.
Κάποτε οι πληρωμές έγιναν ηλεκτρονικές και ανάσαναν τα πάρκινγκ του ραδιομεγάρου που βαρυγκομούσαν δυο φορές το μήνα.
Το πιο σύντομο ανέκδοτο της εταιρείας ήταν μία λέξη: “Γενικός”.
Απίθανοι τύποι, γενικώς άσχετοι με οτιδήποτε έχει να κάνει με την τηλεόραση (εκτός ίσως από το τηλεκοντρόλ – τον καλύτερο φίλο του τεμπέλη) αναλάμβαναν βαριά καθήκοντα σε βραχύβιες αποστολές που κρατούσαν, το πολύ, ένα – δυο χρόνια.
Μετά, τσέπωναν την αποζημίωσή τους (γιατί είχαν φροντίσει να υπογράψουν πολυετή συμβόλαια με ρήτρες) και τους αντικαθιστούσε ο νέος “Γενικός”.
Ο νέος “Πρόεδρος”. Ο νέος “Προϊστάμενος”.
Την ίδια στιγμή, υπάλληλοι με προσόντα και φιλότιμο παραγκωνίζονταν σε σημείο που, μοιραία, έχαναν κάθε διάθεση δημιουργίας.
Και η τηλεόραση χρειάζεται δημιουργική ένταση.
Ακόμα κι αν είσαι αυτός που κουβαλάει τις μπαλαντέζες.
Το ξεστόμισα κι εγώ πολλές φορές: “Αυτό το μπουρδέλο πρέπει να κλείσει”.
Το όνειρό μου για δημιουργία ξεθύμανε γρήγορα, όταν, ύστερα από ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ που έπαιζε κάθε χρόνο σε επανάληψη, από το ’99 μέχρι φέτος, ανταμείφθηκα με σιωπηρές απορρίψεις σε όλες τις επόμενες προτάσεις.
Οι “συνάδελφοί μου” δεν είχαν ούτε την τσίπα να μου στείλουν μια αρνητική απάντηση – όπως επιβάλλει ο νόμος και το πρωτόκολλο…
Όμως, ο θυμός μου για την αναξιοκρατία της ΕΡΤ δεν φτάνει για να συσκοτίσει την κρίση μου.
Είμαι περήφανος γι’ αυτό και θα μου το επιτρέψετε.
Όπως θα μου επιτρέψετε και την επόμενη φράση: εγώ και πολλοί συνάδελφοί μου, δώσαμε καθημερινές, χαμένες μάχες για να γίνει η ΕΡΤ αυτό που θα έπρεπε να είναι από την αρχή: ένα ποιοτικό μέσο ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και πολιτισμού.
Και η αλήθεια είναι ότι, όσο κι αν προσπαθεί να το απαξιώσει ο Bravissimos Κεδίκογλου, σε ένα βαθμό ήταν.
-Η ΕΡΤ ήταν αυτή που στήριξε τους μικρομηκάδες για να κάνουν ταινίες και ανέδειξε κάποιους από αυτούς σε σημαντικούς δημιουργούς.
-Η ΕΡΤ ήταν αυτή που έπαιζε τον “Εξάντα”.
-Η ΕΡΤ ήταν αυτή που λειτούργησε ένα ραδιόφωνο χωρίς playlist υποβολιμαίο από τις εταιρείες που έσπρωχναν τον τελευταίο σκυλά στις “ιδιωτικές συχνότητες”.
-Η ΕΡΤ ήταν αυτή που έβλεπαν οι Ελληνες ομογενείς στα πέρατα της γης και “ζούσαν λίγη από Ελλάδα”.
-Η ΕΡΤ ήταν αυτή που στήριξε τη συμφωνική μουσική, που διατηρούσε τα μουσικά σύνολα, που έδινε συναυλίες και βήμα σε νέους καλλιτέχνες.
“Από κεκτημένη ταχύτητα” θα μου πείτε. Συμφωνώ.
Αν ήταν στο χέρι του κάθε Κεδίκογλου, θα τη φορτώναμε με “Σουλεϊμάν” για να φέρνει λεφτά.
Το παρελθόν του, ως κριτής στο “Bravissimo” με τη Ρούλα Κορομηλά, μιλάει από μόνο του.
Σήμερα όμως έχει άλλη αποστολή: να απαλλάξει τον δύσμοιρο φορολογούμενο από το δυσβάσταχτο χαράτσι των 4 ευρώ το μήνα! Να γίνει κερδοφόρα.
Όπως πρέπει να γίνουν κερδοφόρες οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια. Ή αλλιώς, λουκέτο σε όλα!
Παρόλα αυτά, είμαι πραγματιστής.
Καταλαβαίνω γιατί η κυβέρνηση, όταν ακόμα και οι παραδοσιακοί της ιδιώτες – σύμμαχοι “την κάνουν γυριστή” αλλοιθωρίζοντας προς τις μη παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, χρειάζεται να βγάλει από το παιχνίδι μια ΕΡΤ ημιεπαναστατημένη και να την αντικαταστήσει με μια ΥΕΝΕΔ που θα στελεχώσει με τρομοκρατημένους υπαλλήλους των 400 ευρώ “κι αν σ’ αρέσει, μεγάλε, αλλιώς όξω απ’ την παράγκα”.
Η μακιαβελλική λογική του σκοπού που αγιάζει τα μέσα, αυτό επιτάσσει.
Εκείνο που με ξεπερνάει είναι η χολή των συνανθρώπων μας.
Και η απύθμενη βλακεία που την υποστηρίζει.
Ξαφνικά, όλοι οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ έγιναν “κηφήνες”, “κομματόσκυλα” και άχρηστοι”.
“Η δουλειές των εργαζομένων στην ΕΡΤ είναι όσο χρήσημες ειναι μια πεντικιουριστ σε ενα υποβρύχιο…” ποστάρει κάποιος στο Twitter, επιχαίροντας για την εξυπνάδα του (η ορθογραφία κρατημένη ως έχει, για να πάρετε μια ιδέα της ποιότητας του επιχειρήματος).
Κάποιος άλλος καγχάζει για τη δίκαιη τιμωρία μας: “Κλάψτε τώρα μαζί με το ενάμισι εκατομμύριο άνεργους ιδιωτικούς υπαλλήλους”.
Η λογική του “να ψοφήσει ο γάιδαρος του γείτονα” στο απόλυτο ζενίθ της.
Και του “διαίρει και βασίλευε”.
Από αυτή την άποψη, η νέα τάξη πραγμάτων τα κατάφερε μια χαρά.
Τα σκυλιά, όταν ερεθίζονται από κάποιον που περνάει έξω από το φράχτη, εξαγριώνονται τόσο πολύ που, καθώς δεν μπορούν να τον δαγκώσουν, χιμάνε το ένα ενάντια στο άλλο.
Σκυλιά μας έκαναν, εξαγριωμένα και δαρμένα.
Και στο φόντο, ο Κεδίκογλου να υποδαυλίζει το αδελφικό μίσος: “Η ΕΡΤ κλείνει γιατί είναι διεφθαρμένη, γιατί κοστίζει πολλά, γιατί λειτουργεί με αδιαφανείς διαδικασίες”.
Όλο το έργο των διορισμένων στελεχών της διοίκησης, αυτών που μας φόρεσαν καπέλο οι κυβερνήσεις, είναι τώρα δικό μας έγκλημα.
Εκεί που μας χρωστούσανε, μας παίρνουν και το βόδι…
Ήθελα αύριο – μεθαύριο να γράψω για μια από τις πολλές πλάνες του καπιταλισμού, αλλά με πρόλαβαν τα γεγονότα.
Ήθελα να γράψω ότι κάποια πράγματα, όταν έχουν δημόσιο χαρακτήρα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι κερδοφόρα.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν πρέπει να είναι κερδοφόρες.
Τα νοσοκομεία δεν πρέπει να είναι κερδοφόρα.
Όλα τα οχήματα πολιτισμού δεν πρέπει να είναι κερδοφόρα.
Διαφορετικά, γιατί πληρώνουμε φόρους;
Για να πηγαίνουν τα καράβια, καταχείμωνο στην άγονη γραμμή με επιβάτες τρεις γιαγιάδες, για να περιθάλπονται αυτοί που δεν έχουν ασφάλιση, για να προσφέρεται φωνή και βήμα σε όσα δεν θα γίνουν ποτέ σουξέ και best seller.
Και η ΕΡΤ έπρεπε να είναι μια τέτοια περίπτωση.
Ένα μέσο που θα πολεμάει στα ίσα τους βόθρους της υποκουλτούρας χωρίς να πάσχει από το σύνδρομο του επιχειρηματία.
Γι’ αυτό πληρώναμε το χαράτσι (έτσι το ονόμασε ο κ. Κεδίκογλου για να κάνει τις απαραίτητες, πονηρές συσχετίσεις με τη φοροεπιδρομή που μας γονατίζει) των τεσσάρων ολόκληρων ευρώ το μήνα.
Ένας καφές, για μια άλλη λογική στα media…
Αν θέλατε εξυγίανση, ας μας ρωτούσατε.
Το ζητήσαμε, το καταθέσαμε επίσημα και το πρωτοκολλήσαμε επανειλημμένως:
-Να μη φεύγουν οι παραγωγές έξω από την ΕΡΤ.
-Να ελεγχθούν όλες οι δαπάνες, από ανεξάρτητες δικαστικές αρχές.
-Και να πάνε, κατ’ αρχήν, στο διάολο οι 27 “ειδικοί σύμβουλοι” που κοστίζουν στην εταιρεία όσο όλοι συμβασιούχοι δημοσιογράφοι μαζί.
Αντ’ αυτού, θα πάει στο διάολο η ΕΡΤ.
Και μαζί της, η τελευταία ελπίδα για μια ραδιοτηλεόραση που δεν θα είναι υποχείριο του μάρκετινγκ και της προπαγάνδας του κεφαλαίου.
Ναι, του κεφαλαίου.
Δεν δικαιούνται να το λένε με το όνομά του μόνον οι Κομμουνιστές…
Το τελευταίο μου post στο facebook έλεγε αυτό:
«Κανάλια με 6% θεαματικότητα, γιατί πρέπει να υφίστανται;» λέει ο δικαιωμένος από το λουκέτο στην ΕΡΤ.
Οι ποιητικές συλλογές πουλάνε πεντακόσια αντίτυπα. Ακόμα κι εκείνες που μεθαύριο θα πάρουν το Νόμπελ.
To «50 αποχρώσεις του γκρι» πούλησε εβδομήντα εκατομμύρια.
Να βάλουμε λουκέτο και στην ποίηση. Φύρα είναι. Όλοι μαζί, μπροστά, για μια softporn κοινωνία.
Και πολύ μας είναι.
Τίτλοι τέλους.»
Απορία: Το πολύτιμο και χρυσοπληρωμένο Οπτικοακουστικό Αρχείο της ΕΡΤ, ποιος θα το πάρει; Είναι ποτέ δυνατόν να εκποιούνται σε ιδιώτες τα ιστορικά αρχεία ενός τόπου; Πάντως, σήμερα ο ιστότοπος του Αρχείου δεν ανοίγει…
Ένα μίνι ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για τις τελευταίες στιγμές της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης:
Με την ευκαιρία της κουβέντας που γίνεται περί της προσφώνησης «μπάτσοι», που τόσο ενόχλησε τα χρηστά τηλεοπτικά μας ήθη, θυμήθηκα τις διηγήσεις του παππού μου για τον κ. Θεόδωρο, έναν εκκεντρικό τύπο που γνώριζε κι ο οποίος έτρεφε εξαιρετική αντιπάθεια προς τους αστυφύλακες. Ο πατέρας μου, στο βιβλίο του «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης», στο οποίο αφηγείται τη ζωή του παππού μου, αφιερώνει ένα ολόκληρο -απολαυστικό- κεφάλαιο στον κ. Θεόδωρο, καθηγητή της Θεολογίας, άντρα πανύψηλο, με τεράστια σωματική δύναμη αλλά με εντελώς ιδιόρρυθμη συμπεριφορά. Από κει, το παρακάτω απόσπασμα με την «προσλαλιά προς πόλισμαν» που τόσο ο παππούς όσο και ο πατέρας μου είχαν αποστηθίσει και συνήθιζαν να την απαγγέλλουν θεατρικά, προς μεγάλη τέρψη των ακροατών τους. Κάποιες φράσεις, είχαν μείνει παροιμιώδεις στις παρέες τους και στην οικογένεια.
–
[…] Ο κύριος Θεόδωρος δε χρησιμοποιούσε συνήθεις ύβρεις στις λογομαχίες του. Είχε επινοήσει δικές του, αντλώντας συνήθως επίθετα και χαρακτηρισμούς από τη Βίβλο. Η χειρότερη ύβρις του ήταν υπήκοε του Αββαδών, την οποία απηύθυνε σε θηλυπρεπείς τύπους. Βαριές ήταν και οι ύβρεις: τοίχε κεκονιαμένε και σκλάβε καθώς και η τουρκική βρισιά, (συνεκφερομένη στερεοτύπως με την ελληνική της μετάφραση) ραγιά-κιοπόγλου κιοπέκ-άτιμε δούλε-παιδί της σκύλας. Όπως και η αποτρεπτική κραυγή προς κάθε επιτιθέμενο: πίσω σκλάβε!
Ειδική όμως υβριστική αποστροφή επεφύλασσε στους αστυφύλακες. Όπως προανέφερα, ο Θεόδωρος απεχθανόταν τους αστυνομικούς, από την εποχή που φοιτούσε στη σχολή αστυφυλάκων. Είχε λοιπόν φτιάξει μια ειδική προσλαλιά όταν απευθυνόταν προς κάποιο όργανο της τάξεως, την οποία μολονότι την είχαν ακούσει οι φίλοι αρκετές φορές δεν μπορούσαν, λόγω του μήκους της, να τη μάθουν απ’ έξω. Τελικά προκάλεσαν ξανά την απαγγελία της, βάζοντας κάποιο φίλο τους αστυφύλακα να ζητήσει «τα χαρτιά» του Θεόδωρου σ’ ένα δικό τους καφενείο, ενώ ο Μιχάλης κρυμμένος πίσω από το τεζιάκι κρατούσε σημειώσεις.
Η προσλαλιά προς πόλισμαν είχε τρία μέρη. Στο πρώτο ο Θεόδωρος απευθυνόταν στον αστυφύλακα, κουνώντας το δάχτυλο του απειλητικά:
Πίσω!
Μη με πλησιάζεις ουδέ συρόμενος επί των γονάτων και διά του ατίμου μετώπου σου ψαύων την γην, όπως ενώπιον του Σουλτάνου και του Χαλίφου.
Είσαι κατώτερός μου. Σ’ το θέτω ταξικά!
Ούτε στο ίδιο εστιατόριο να φας ούτε στο ίδιο καφενείο να πιεις νερό!
Το επάγγελμά σου είναι άτιμον. Το επάγγελμα της πόρνης και του προδότου.
Στο σημείο αυτό τελειώνει το πρώτο μέρος κι ο Θεόδωρος στρέφεται στο κοινό, παρουσιάζοντας τον αστυφύλακα:
Το απελπισμένο παιδί,
που ροβόλησε από το χωριό του για να ξεκλειδώσει το φούρνο, να παίρνει ένα καρβέλι την ημέρα.
Όπου βλακόπαις και βουβαλόπαις και τεναγόπαις.
Όπου χασικλής και μάγκας κι αγαπητικός.
Που εκδίδει αθώας κορασίδας προς ικανοποίησιν αλλότριας φιληδονίας.
Ο αόρατος εχθρός του απείρου,
που παραμονεύει στη γωνιά και στομώνει το διαβάτη
και κατασκοπεύει την ανθρωπότητα.
Όν ατιμότερον των κατασκόπων, των προδοτών, των βασανιστών και των δημίων.
Εδώ, στρέφεται και πάλι στον πόλισμαν:
Θα σε δέσω με λύσσα σε βελανιδιά με μερμήγκια.
Γυμνόνε. Να μουκανιέσαι και να βοά η ρεματιά
και ν’ αντηχάει το μουκανητό σου στη χώρα.
Θα σου ανοίξω τρίτο μάτι ανάμεσα στα φρύδια
για να πηγαίνεις θαρρετά στον Άδη.
Θα σου περάσω τ’ άντερα λαιμαριά στο λαιμό.
Θα σου κλείσω το φούρνο με σαρανταοχτώ μανταλοσίδερα.
–
Η προσλαλιά προς πόλισμαν είναι το αριστούργημα της Θεοδωρείου μούσης. Είναι κείμενο εξαιρετικά δουλεμένο που παρουσιάζει μεγάλο υφολογικό ενδιαφέρον. Η φράση θα σου ανοίξω τρίτο μάτι είναι παρμένη από τον «Αθανάσιο Διάκο» του Βαλαωρίτη. Το σ’ το θέτω ταξικά από την καινοφανή τότε «κομμουνιστική διάλεκτο». Οι γλωσσοπλαστικές του ικανότητες (βλακόπαις, τεναγόπαις, βουβαλόπαις) εκπληκτικές, η σωστή εναλλαγή δημοτικής και καθαρεύουσας καθώς και η χρήση των «βοά» και «αντηχάει» για να δώσει την εντύπωση του αντιλαλητού της κραυγής μαρτυρούν μεγάλες λογοτεχνικές ικανότητες. Πολύ ζωντανή επίσης η εικόνα του απελπισμένου παιδιού που ροβόλησε από το, ορεινό και άγονο βεβαίως, χωριό του, με μόνη φιλοδοξία του να μπορεί να έχει ένα καρβέλι την ημέρα – τον άρτον ημών τον επιούσιον. Σ’ αυτή την ταπεινή φιλοδοξία αναφέρεται και η τελευταία απειλή της προσλαλιάς.
Σήμερα φαίνεται σχεδόν απίστευτο πως θα ’ταν δυνατό να απευθύνεις σε όργανο της τάξεως τέτοιες ύβρεις χωρίς να βρεις για καλά τον μπελά σου, στη δεκαετία όμως του είκοσι φαίνεται πως ο κόσμος ήταν πιο ελεύθερος στις σχέσεις του με την αστυνομία, ίσως δε τα όργανα να μην αντιλαμβάνονταν τη γλώσσα του Θεόδωρου ή ακόμα (και το πιθανότερο) να τον εξελάμβαναν σαν ακίνδυνο τρελό. Ύστερα, η αστυνομία πόλεων ήταν νέος θεσμός, οργανωμένος πρόσφατα από τους Άγγλους, που διατηρούσε πολλά από τα αγγλικά ήθη. Οι αστυφύλακες δεν οπλοφορούσαν παρά σε σπάνιες και ειδικές περιπτώσεις. Ήταν ευγενέστατοι και άφηναν τις βρώμικες δουλειές, την αντιμετώπιση των απεργών, τη συνοδεία των υποδίκων κ.λπ. στους χωροφύλακες. […]
–
Φωτογραφία του κ.Θεόδωρου δεν βρήκα στο αρχείο του πατέρα μου και αμφιβάλλω αν αυτός ο τόσο ιδιόρρυθμος τύπος θα επέτρεψε ποτέ να τον φωτογραφήσουν. Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι από την εποχή πάνω-κάτω που ο παππούς μου γνωρίστηκε με τον κ. Θεόδωρο.