Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Archive for Ιουλίου 2012

Η Οργάνωση

Posted by tofistiki στο 28/07/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.


Από το χειμώνα τού ‘42 άρχισε να κυκλοφορεί στον κόσμο η φήμη για την Οργάνωση.
Κανείς δεν έλεγε τ’ όνομά της και κανείς δεν ήξερε τα μέλη της, όλοι όμως μάντευαν πως ανάμεσά μας υπήρχε και δρούσε κάποια αόρατη δύναμη, που δε λογάριαζε τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους.

Πολλά σημάδια μαρτυρούσαν την ύπαρξη και τη δράση της Οργάνωσης. Κάποιες αποδράσεις κρατουμένων μέσα από την Γκεστάπο, η συστηματική διοργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά και τους άπορους, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες, το άνοιγμα από άγνωστα χέρια κάποιων κρυφών αποθηκών που ανήκαν σε μαυραγορίτες και η λεηλασία τους από το ανώνυμο πλήθος που ειδοποιημένο από άγνωστα στόματα έτρεξε εν ριπή οφθαλμού, το ξαφνικό ζωντάνεμα συλλόγων που επί χρόνια αδρανούσαν.

Έκπληκτος διαπίστωσα πως ο συνήθως λαλίστατος πατέρας μου, που μετά το βραδινό φαΐ σχολίαζε με τη μάνα μου όλα τα γεγονότα της μέρας, έγινε επιφυλακτικός και λιγομίλητος και σε λίγο κι η μητέρα μου μυήθηκε σ’ αυτή τη συνωμοσία της σιωπής, αφήνοντας τις αδελφές της παραξενεμένες.

Το καλοκαίρι τού ‘43 άρχισε να μου κάνει παρέα ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, που τον φωνάζαμε Γιαννάκα, συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ήταν ωραίο παιδί, με πλατύ μέτωπο, θεληματικό σαγόνι και γκρίζα μάτια. Ήταν ο τέταρτος και μικρότερος γιος ενός εργολάβου οικοδομών από την Ανατολή. Ο πρώτος και μεγαλύτερος αδελφός του ζούσε στην Αθήνα και οι δύο μεσαίοι είχαν περάσει στη Μέση Ανατολή. Ο Γιαννάκας, σα μικρότερος, ήταν το χαϊδεμένο παιδί της οικογένειας αλλά και πολύ αγαπητός στους συμμαθητές μας. Μαζί του δεν είχα ως τότε πολλές φιλίες, γιατί εκείνος μεν ήταν φίλαθλος και ποδοσφαιριστής, με μέτριες επιδόσεις στα μαθήματα, εγώ δε, ήμουν αγύμναστος, αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε μόνο το κολύμπι και η πεζοπορία.

Οι διαφορές μας αυτές γεφυρώθηκαν από τη συμμετοχή μας στην κοινή υπόθεση, όταν τελικά, μου έσκασε το μυστικό. Μου είπε πως ήταν οργανωμένος σε μια νεολαιίστικη οργάνωση, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, και μου πρότεινε να οργανωθώ κι εγώ. Δέχτηκα χωρίς κανένα δισταγμό και το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πως ήταν απόλυτα ενήμερος της στρατολογίας μου από το Γιαννάκα, μια που αυτή η νεολαιίστικη οργάνωση ανήκε σε μιαν ευρύτερη, στην καθαυτό Οργάνωση, στην οποία ήταν κι ο ίδιος οργανωμένος από τα τέλη τού ‘41: στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Ώστε αυτό ήταν το όνομα της Οργάνωσης: ΕΑΜ.

Όπως γράφω πιο πάνω, κανείς δεν έλεγε την οργάνωση με το όνομά της, τουλάχιστον ως τα μέσα τού ‘43.
Ο πολύς ο κόσμος ίσως να μην ήξερε στ’ αλήθεια το όνομα, ενώ τα οργανωμένα μέλη της, φυσικά, δεν έλεγαν λέξη. Οι Γερμανοί, που βεβαίως ξέρανε, από όσα γίνονταν στην άλλη Ελλάδα, την ύπαρξη του ΕΑΜ, είχαν φάει τα λυσσακά τους να εξακριβώσουν αν υπήρχε και στο νησί μας. Έτσι όσους πέφτανε στα χέρια τους, για οποιαδήποτε αιτία, δεν παραλείπαν να τους ρωτάνε αν ήξεραν ή είχαν ακούσει για το ΕΑΜ. Όλοι χωρίς εξαίρεση δήλωναν πλήρη άγνοια. Μια φορά όμως κάποιος, στην τυπική πια ερώτηση:

«Ξέρεις ή έχεις ακούσει τίποτα για κάποιο ΕΑΜ;»,
απάντησε με μεγάλη προθυμία,

«Φυσικά και ξέρω»
«Και ποιοι είναι σ’ αυτό; Πού βρίσκονται, μπορείς να μας πεις;», τον ρώτησαν, μη πιστεύοντας τα αυτιά τους.
«Βεβαίως. Αύριο αν θέλετε πάμε μαζί να σας δείξω.»

Την άλλη μέρα το πρωί, ο τύπος οδήγησε μια κουστωδία ένοπλους γκεσταπίτες στην Απάνω Σκάλα και τους έδειξε ένα κτήριο με την επιγραφή «Εταιρεία Αλιπάστων Μυτιλήνης – ΕΑΜ».

«Να εκεί είναι», τους λέει, «παστώνουν σαρδέλες», προσέθεσε εμπιστευτικά…

Την άλλη βδομάδα ο Γιαννάκας με ειδοποίησε πως την Τετάρτη το βράδυ, 25 Νοεμβρίου 1943 (θυμάμαι ακόμα την ημερομηνία) θα συνεδρίαζε για πρώτη φορά η ομάδα μας.
Πήγα με καρδιοχτύπι και με κάποια έξαρση. Θα συμμετείχα σε κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό, που είχε όμως πολλά στοιχεία ρομαντισμού. Κάτι σα συνωμοσία κατά του καταχτητή, κάτι που ανακαλούσε μνήμες από τη Φιλική Εταιρεία.
Συναντηθήκαμε στον Ταρλά και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, για να αναγνωριστούμε σφυρίζαμε μια μελωδία από τον «Πέερ Γκυντ», που την είχαμε ακούσει την προηγούμενη βραδιά, όταν είδαμε στη «Σαπφώ» μια γερμανική ταινία μ’ αυτόν τον τίτλο, που μας άρεσε πολύ, ιδίως η μουσική της. Δεν ήταν η κλασσική μουσική του Γκριγκ, αλλά κάποια άλλη, σύγχρονη και πολύ όμορφη.

Το ίδιο είχε γίνει με την «Κάρμεν», επίσης γερμανική ταινία, που είχαμε δει δύο χρόνια πιο μπροστά. Και σ’ αυτήν η μουσική δεν ήταν του Μπιζέ, αλλά κάποιου σύγχρονου συνθέτη, ωραιότατη πάντως. Τα τραγούδια της: «Αντόνιο Βάργκα Χερέντια», «Τα κορίτσια της Σιέρρα Μορένα» και άλλα, είχαν γίνει δημοφιλέστατα.

Η συνεδρίαση έγινε στο σπίτι του Χρήστου του Σαραντίδη, που είχε τελειώσει πέρσι το Πρακτικό Λύκειο και τώρα δούλευε ηλεκτροτεχνίτης. Το Χρήστο τον ήξερα ελάχιστα, κυρίως γιατί τον έβλεπα στα εργαστήρια του Μάριου του Κρητικόπουλου ή του Αλέκου του Κοντήβεη, όπου σύχναζε ταχτικά ο πατέρας μου. Από τα άλλα παιδιά της ομάδας, εκτός από το Γιαννάκα, ήξερα μόνο τον Τάκη τον Παπαθανασίου, που τον φωνάζαμε Απτάλη.

Τελευταίος ήρθε ο καθοδηγητής, ο Αντρέας*, ένας λεπτός ξανθός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Χωρίς καμιά εισαγωγή μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα. Μας προσφώνησε «συναγωνιστές», μας εξήγησε τους σκοπούς και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ, μας έδωσε τους κανόνες του συνωμοτισμού και μας έβαλε τα πρώτα καθήκοντα μας, κυρίως να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών, για τυχόν συνεργάτες τους και πώς θα οργανώναμε τη διάδοση των ανακοινωθέντων των ξένων ραδιοσταθμών.

Τον παρατηρούσα και τον άκουγα με κάποια απογοήτευση. Περίμενα κάτι το θερμότερο και πιο συναισθηματικό και το κοφτό και απότομο ύφος του, καθώς και τα ψυχρά γκριζογάλανα μάτια του, με απώθησαν. Όταν ο Κώστας τον ρώτησε αν θα μας έδιναν όπλα και αν θα βγαίναμε στο βουνό, του εξήγησε με το ίδιο ύφος πως για την ώρα και με τις δοσμένες πολιτικοστρατιωτικές συνθήκες, τέτοιο ζήτημα δεν μπαίνει για μας.

Ο Κώστας δεν είπε τίποτα, αλλά ζάρωσε λίγο. Τα ίδια συναισθήματα φαίνεται πως προκάλεσε ο καθοδηγητής και στους άλλους, γιατί τις άλλες μέρες, καθώς ανταλλάσσαμε τις εντυπώσεις μας από την πρώτη συνεδρίαση,  ο Τάκης ο Απτάλης τον χαρακτήρισε “τρομοκράτη”. Με τον καιρό όμως διαπίστωσα πως, παρά την εμφάνιση του, ο “τρομοκράτης” ήταν στην πραγματικότητα πολύ ζεστό και καλοσυνάτο παιδί. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν ίσως κάποια αμυντική πανοπλία.

* Αντρέας Χαραλαμπίδης, τουφεκίστηκε στον Εμφύλιο, αιωνία του η μνήμη

Ο πατέρας μου στα γραφτά που άφησε, σημειώνει ότι έχει φωτογραφία του Αντρέα Χαραλαμπίδη. Δυστυχώς, δεν βρήκα κάτι τέτοιο στο αρχείο του, αλλά ούτε και στο διαδίκτυο.

Posted in Αριστερά - κινήματα, Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Πάει κι ο Κώστας…

Posted by tofistiki στο 22/07/2012

Από την Κική Σαραντάκου, για το θάνατο του αγαπημένου φίλου
 

Ο Γιώργος ο Μαρίνος, προχτές – απαντώντας σε ανήσυχο μήνυμά μου- μου το ‘πε με τρεις λέξεις:
Ο Κώστας έφυγε…

…………………………………………………………………………………………

Πάει, λοιπόν, κι ο Κώστας ο Λέκκας…

«Γιατί δεν έρχεστε, με τον Μίμη, να μείνετε μόνιμα στην Αίγινα;»
μου έλεγε συχνά,
«να βλεπόμαστε…
Νομίζεις πως είμαστε αθάνατοι;»

Μου το είπε, θαρρώ, και πέρυσι, στις αρχές του καλοκαιριού…
Πολύ αδύνατος, όμως, πολύ κουρασμένος, αλλά με πολύ ζεστή, τρυφερή, ματιά…

…………………………………………………………………………………

Γιατί, αλήθεια, τον τελευταίο καιρό, φεύγουν, τόσο αναπάντεχα, τόσοι πολλοί και τόσο αγαπημένοι φίλοι μας; Άνθρωποι, με ψυχική ζωντάνια, με προσφορά, απομεινάρια, θαρρείς μιας άλλης εποχής, που μοιάζει να χάνεται…
Φίλοι και γνωστοί, που ζήσαμε τόσο καλά και τόσα χρόνια κοντά τους;

……………………………………………………………………………………

Τον Κώστα και τη Φαίη τους γνωρίσαμε το 1986, όταν κάναμε τη «Δημοτική Κίνηση Αίγινας» και τους ξεχωρίσαμε αμέσως:
Τον Κώστα, για την καθαρή του Σκέψη και τη Φαίη για τη Λεβεντιά της!!!

………………………………………………………………………………………

Ας πάει, κι αυτός, στο καλό!
Θα τον ανεβάσουμε, όπως και τους άλλους, στο εικονοστάσι των αγαπημένων μας!

Είχε πολύ μαρτυρήσει στη γη, που, σίγουρα, θα πάει στον Παράδεισο της αλησμοσύνης, όπως όλοι οι μάρτυρες, που πόνεσαν και πάλεψαν για να κερδίζουν τη ζωή «σταγόνα-σταγόνα», όπως λέει, ο ίδιος, σε ένα τρυφερό μήνυμα, που μου έστειλε μετα τον χαμό του Μίμη…

………………………………………………………………………………………

Οι λίγες λέξεις παρηγοριάς, που στέλνω στην αγαπημένη μου Φαίη, για τον Κώστα της, είναι ένα μικρό παραλλαγμένο απόσπασμα από κάποιο παλιό μου ποίημα, για μια φανταστική εποχή, που εμείς, οι αμετανόητοι ιδεολόγοι, περιμένουμε ότι κάποτε, δεν μπορεί, θα ‘ρθεί…

………………………………………………………………………………………

Όταν θα στήσουν τ’ αγάλματα στις πλατείες μας,
θα σμιλέψουνε το κορμί σου, ολόρθο!

Και θ’ αποτυπώσουν το πρόσωπό σου
και την έκφραση της ματιάς σου,

για τη Φιλία!

 Κική Σαραντάκου 21-7-2012

Στην εικόνα ο πίνακας «Ερωτευμένοι Άγγελοι» του πρόσφατα χαμένου, Φραγκίσκου Κάππου

Posted in Αριστερά - κινήματα, Αιγινήτικα, Εις μνήμην | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »

Καλά μισθούς και συντάξεις, αλλά ΚΑΙ τα φωνήεντα;

Posted by tofistiki στο 21/07/2012

Ίσως έχει φτάσει και σε σας εκείνο το chain-mail που τρομοκρατεί τους γονείς ότι τα παιδιά τους θα μαθαίνουν στην Ε’ και Στ’ Δημοτικού πιο …λίγα φωνήεντα!  Πριν πανικοβληθείτε, αξίζει να κάντε ένα κόπο να διαβάσετε από μόνοι σας και να κρίνετε:

Ο Νίκος έχει ασχοληθεί εκτενώς στο ιστολόγιό του:
Τελικά, είναι εφτά τα φωνήεντα;
Ο Βύρων πήρε τ’ όπλο του, κρυφτείτε γλωσσολόγοι!

και στο γλωσσικό φόρουμ Λεξιλογία, έχει γίνει μεγάλη κουβέντα.

Άλλα δύο ενδιαφέροντα δημοσιεύματα, που βάζουν και πολιτικά το ζήτημα:

Γλώσσα και ιδεολογία: φετφάδες αντί διαλόγου και Τα φωνήεντα και οι συνήθεις «ανθέλληνες»

Στο πρώτο σύνδεσμο από το ιστολόγιο του Νίκου, παρατίθεται και το αρχικό κείμενο με την παρεξήγηση της δασκάλας από τη Ραφήνα που το ξεκίνησε όλο αυτό.
Κι είναι ν’ απορεί κανείς, αυτοί που καλούνται να διδάξουν τα παιδιά,  δεν ξέρουν οι ίδιοι να διαβάζουν τα βιβλία; Δεν κατανοούν τη διαφορά μεταξύ φθόγγου και γράμματος;
Όμως, ακόμα και αφού απάντησαν αρμοδίως και υπεύθυνα (κι όχι ένας-δυο, αλλά 140 γλωσσολόγοι και Πανεπιστημιακοί!), αντί να λήξει το ζήτημα, έγινε θέμα στη Βουλή από τον γελοιωδέστατο Πολύδωρα και χτες, κατέθεσε επίσημα σχετική ερώτηση στον Υπουργό Παιδείας, ποιος άλλος; Ο Κασιδιάρης!

Δεν είναι τυχαίο που όσοι ασχολούνται με το θέμα, μπλέκουν μέσα συνωμοσιολογικές θεωρίες περί προσπάθειας εξαφάνισης του Ελληνικού Έθνους από σκοτεινούς κύκλους μέσω του ευτελισμού της γλώσσας κλπ, κλπ., φτάνοντας να υποστηρίζουν κι εντελώς αβάσιμα και εξόφθαλμα παράλογα πράγματα, όπως ότι όταν μιλάμε, προφέρουμε τάχα μου αλλιώς το ο από το ω ή το ι από το υ και το η!

Αν βαριέστε πάντως να διαβάσετε πολλά, διαβάστε τις παρακάτω απαντήσεις του Καζάζη και του Μπαμπινιώτη:

Ι.Καζάζης: Κανένα γράμμα δεν αφαιρείται!

Ο Πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, Ι.Καζάζης, το οποίο αποτελεί τον κατά τον νόμο επιστημονικό σύμβουλο του υπουργείου Παιδείας, σημειώνει χαρακτηριστικά τα εξής:Πρώτον, «τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, τα οποία χρησιμοποιούμε στον γραπτό λόγο είναι εικοσιτέσσερα (24). Επομένως κανένα γράμμα δεν αφαιρείται ούτε παραλείπεται στο διδασκόμενο σχολικό εγχειρίδιο».

Δεύτερον, «Οι φθόγγοι (ή ήχοι) που χρησιμοποιούνται στον προφορικό λόγο διακρίνονται σε φωνήεντα και σύμφωνα. Όπως διδάσκει ομόφωνα η επιστήμη της γλωσσολογίας (από τη μεγάλη ή «κρατική» Γραμματική Τριανταφυλλίδη του 1940 ως εκείνη των Κλαίρη -Μπαμπινιώτη του 2011), τα φωνήεντα, δηλαδή οι φωνηεντικοί φθόγγοι, είναι πέντε (5) (a, e, i, o, u), ενώ τα γράμματα, δηλαδή η γραπτή απόδοσή τους, είναι δώδεκα (12): επτά μονά γράμματα (α, ε, ι, η, υ, ο, ω) και πέντε διγράμματα: τα ει, οι, υι (για τη γραπτή απόδοση του φθόγγου /i/), το αι (για την απόδοση του /e/), και το ου (για τη γραπτή απόδοση του /u/)».

Τρίτον, «σε πολύ παλαιότερες -προεπιστημονικές- σχολικές γραμματικές συγχέονταν οι φθόγγοι (ό,τι προφέρουμε) με τα γράμματα (ό,τι γράφουμε). Αντίθετα, στην εν χρήσει σχολική «Νέα Ελληνική Γραμματική της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού», και η επιστημονική διάκριση ακουόμενων ήχων και γραφόμενων συμβόλων παρουσιάζεται με απλότητα και ακρίβεια, και η άσκηση των μαθητών στην ορθή γραφή είναι συστηματική και αναλυτική μέσα από σαφείς και κατάλληλες ασκήσεις.

Εδώ και η παραδοσιακή ιστορική ορθογραφία τηρείται (αυτή που επιβάλλει την ποιοτική και την αριθμητική διάκριση ‘φθόγγων’ και ‘γραμμάτων’) και η επιστημονική αλήθεια εκφράζεται στο ακέραιο».

Τέταρτον, «η επιστημονική ορθότητα αποτελεί τη μόνη βάση τόσο για την ορθή εκπαίδευση των Ελλήνων μαθητών, όσο και για την προάσπιση της Ελληνικής Γλώσσας.»

Γ.Μπαμπινιώτης: Κρίμα, αν όχι ντροπή…

Στο θέμα παρενέβη και ο καθηγητής γλωσσολογίας και πρώην υπουργός Παιδείας Γ. Μπαμπινιώτης.

«Πληροφορούμαι ότι έχει εγερθεί ζήτημα για το πόσα είναι τα φωνήεντα τής γλώσσας μας! Πέντε (5), όπως γράφει η νέα σχολική γραμματική (και η γραμματική Τριανταφυλλίδη ήδη από το 1940! και η δική μας επιστημονική γραμματική Κλαίρη -Μπαμπινιώτη 2011), ή επτά (7), όπως μαθαίναμε στις παλαιότερες σχολικές γραμματικές; » αναρωτιέται σε ανάρτηση στην προσωπική του ιστοσελίδα ο κ. Μπαμπινιώτης.

Και συνεχίζει: «Επιστημονική γλωσσολογική απάντηση: τα φωνήεντα ως φθόγγοι είναι πέντε (a, e, o, i, u). Τα γράμματα με τα οποία τα γράφουμε είναι επτά (α, ε, ι, η, υ, ο, ω) ή, ακριβέστερα, δώδεκα (12), αν προσθέσουμε τα διγράμματα ει, οι, υι (που χρησιμοποιούμε επίσης για τη γραπτή απόδοση τού φθόγγου i), το αι (για την απόδοση τού e) και το ου (για την απόδοση τού u). Ήτοι:

φθόγγος a = γράμμα α
φθόγγος e = γράμμα ε και δίγραμμα αι (επαινώ)
φθόγγος o = γράμματα ο και ω (χώρος)
φθόγγος i = γράμματα ι, η, υ (κυρία, τύπος) και διγράμματα ει, οι, υι (ειρηνικοί, υιός)
φθόγγος u = δίγραμμα ου (πού)

Στην παλαιότερη σχολική γραμματική -προτού αναπτυχθεί η φωνητική και η φωνολογία στην επιστήμη τής γλωσσολογίας- συγχέονταν οι φθόγγοι (οι ήχοι που προφέρουμε στη γλώσσα μας) με τα γράμματα (με τους τρόπους που παριστάνουμε στη γραφή μας τους ήχους, δηλ. τους φθόγγους).

Στη γλώσσα μας προφέρουμε πέντε (5) φωνηεντικούς φθόγγους, πέντε (5) φωνήεντα, αλλά έχουμε περισσότερα γράμματα, επτά μονογράμματα (7) και 5 διγράμματα για να δηλώνουμε στη γραφή των λέξεων τα 5 φωνήεντα: για τον φθόγγο /i/ (τον αποδίδω φωνητικώς) που προφέρουμε λ.χ. στη λέξη πύλη (για λόγους που συνδέονται με την ετυμολογία και την ιστορική ορθογραφία τής λέξης) χρησιμοποιούμε στη γραπτή απόδοση τής λέξης τα γράμματα υ και η. Για τον φθόγγο /i/ που προφέρουμε στη λέξη θείοι χρησιμοποιούμε τα διγράμματα ει και οι»

«Προσοχή! Είναι κρίμα -αν όχι ντροπή- να ξαναγυρίσουμε σήμερα στον 21ο αιώνα στα λάθη, δηλαδή στη σύγχυση φθόγγων και γραμμάτων ή, αλλιώς, στη σύγχυση προφοράς και γραφής, που γίνονταν στις παλαιότερες γραμματικές. Έχουμε τόσα άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε» καταλήγει ο καθηγητής γλωσσολογίας.

————————————————————————–
Για το τέλος, μια ωραία πλάκα, πάλι από τη Λεξιλογία:  Απόκομμα από δημοσίευση σε αγγλόφωνη εφημερίδα με τίτλο: «Το ΔΝΤ εξαναγκάζει τους Έλληνες να μειώσουν τα φωνήεντα από 7 σε 5!»    😀

Posted in Διαδίκτυο, Επικαιρότητα, Παιδεία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | Leave a Comment »

Τα δύο εβραιόπουλα

Posted by tofistiki στο 14/07/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.


Το δεύτερο χρόνο της Κατοχής είχα για λίγο κάνει παρέα με δυο Εβραιόπουλα, τον Όσκαρ και τη Βεατρίκη Χάτεμ, που το ‘41 είχαν έρθει στο νησί πρόσφυγες από τη Θράκη. Ο μπαμπάς τους είχε κάποια πάρε – δώσε με το θείο Αντρέα και έρθει κάνα δυο φορές στο σπίτι του. Αργότερα γνωρίστηκε και με τον πατέρα μου και κουβέντιαζαν οι τρεις τους στο σαλόνι του θείου Αντρέα. Μια – δυο φορές, έφερε μαζί του και τα παιδιά του, τον Όσκαρ, λίγο μικρότερό μου, και τη Βεατρίκη, ένα χρόνο μεγαλύτερη από την ξαδέλφη μου την Αγγέλα. Σιγά – σιγά τα δυο παιδιά συνήθισαν να έρχονται μονάχα τους και παίζαμε ή κουβεντιάζαμε εμείς οι τέσσερις.

Όπως μας έλεγαν, η γιαγιά τους ήταν γεννημένη στη Φιλιππούπολη, ήρθε στην Κομοτηνή μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και παντρεύτηκε έναν Εβραίο από αυτά τα μέρη. Οι Βούλγαροι, όταν πήρανε τη Θράκη, τους είχαν ζητήσει να πάρουν τη βουλγαρική υπηκοότητα, οπότε θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους, ο μπαμπάς τους όμως δήλωσε πως ήταν Έλληνας και πήρε την οικογένειά του και μέσω Τουρκίας ήρθαν με πολλούς άλλους Έλληνες στο νησί. Η γιαγιά τους έμεινε στην Κομοτηνή, γιατί καθώς ήταν γεννημένη στη Βουλγαρία, θεωρήθηκε πως ήταν ήδη Βουλγάρα.

Ο Όσκαρ και η Βεατρίκη, όταν γνωρίστηκαν μαζί μας, άρχισαν να έρχονται και μόνα τους από το σπίτι τους, που ήταν στο Κιόσκι, όχι και τόσο κοντά στη γειτονιά μας, και να παίζουμε τόμπολα ή τρίλιζα ή να διαβάζουμε μαζί εικονογραφημένα βιβλία, όπως το «Βίο των Ζώων» ή τη «Χιονάτη». Με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς δεν έπιασαν φιλίες, ούτε είχαν κανέναν άλλο φίλο στην πόλη μας, όπου άλλωστε είναι ζήτημα αν υπήρχαν άλλες δύο εβραϊκές οικογένειες.

Από την αρχή μού είχαν κάνει εντύπωση για το συμμαζεμένο και πάντα φοβισμένο ύφος τους. Συνηθισμένος με τις σκανταλιές της παρέας μας στη γειτονιά, που ο καθένας, για αστείο, χωρίς κακία, πείραζε, έδινε κατακεφαλιές ή έσπρωχνε τον άλλον, αγόρι ή κορίτσι, στην αρχή τούς πείραζα, γρήγορα όμως το τελείως υποταγμένο ύφος τους με αφόπλισε και σταμάτησα να κάνω τον έξυπνο. Μόνο μια φορά, δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε και τράβηξα, τάχα μου αστεία, τα μαλλιά της Βεατρίκης. Εκείνη, αντί να διαμαρτυρηθεί ή να φωνάξει, ξέσπασε σε ένα πνιχτό κλάμα και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της. Αμέσως μετάνιωσα σαν το σκυλί γι’ αυτή μου την επιθετικότητα. Περίμενα την επομένη συνάντησή μας για να της ζητήσω συγγνώμη, αν και δεν ήξερα πώς. Δεν είχα ποτέ μου ως τότε ζητήσει συγγνώμη για τις σκανταλιές μου.

Η επόμενη όμως συνάντησή μας δεν έγινε ποτέ. Οι Χάτεμ δεν έβγαιναν πια από το σπίτι τους και τα παιδιά τους πάψανε να έρχονται στη γειτονιά μας. Ήξερα πως μένανε κάπου κοντά στο Κιόσκι, αλλά την ακριβή διεύθυνση του σπιτιού τους δεν την ήξερα, ώστε να πάω να τους βρω. Ο θείος μου ο Αντρέας φαίνεται πως τους έβλεπε κάπου κάπου, γιατί μια μέρα, θα ήταν πια καλοκαίρι τού ‘43, άκουσα μια συζήτηση που είχε με τον πατέρα μου.

«Έμαθα πως οι Γερμανοί πιάνουν όλους τους Εβραίους και τους εξορίζουν. Αν δεις το Χάτεμ, πες του το. Θα μπορούσαμε να τους στείλουμε σε δικούς μας στα χωριά. Εκεί θα είναι σίγουροι», του είπε ο πατέρας μου.

«Του το ‘πα κι εγώ, αλλά αυτός δε φοβάται. Πιστεύει πως θα τους συγκεντρώσουν μόνο τους ενήλικους άντρες σε στρατόπεδα εργασίας και τα γυναικόπαιδα δε θα τα πειράξουν. Και ξέρεις τι μου ‘πε; “Βαρέθηκα πια να φεύγω από το ένα μέρος στο άλλο”.»

Εύκολα οι Χάτεμ θα κρυβόντουσαν μέσα στους ντόπιους, αν πήγαιναν στα χωριά, γιατί σ’ αντίθεση με άλλες περιοχές, το νησί μας δεν είχε ποτέ του Εβραίους. Πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν για την ιδιομορφία αυτή της Λέσβου, που την αποδίδαν στο εμπορικό δαιμόνιο των Μυτιληνιών, εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο (κατά τα ανέκδοτα), από εκείνο των Εβραίων. Η ουσία είναι πως δεν μπόρεσα να τους ξαναδώ και να ζητήσω συγγνώμη από τη Βεατρίκη.

Τελικά οι Χάτεμ μείνανε στην πόλη και τελειώνοντας η άνοιξη του ’44, οι Γερμανοί μάζεψαν στην αυλή της Κομμαντατούρ τις δυο – τρεις εβραϊκές οικογένειες της πόλης. Ήμουν πια οργανωμένος και όταν το ‘μαθα, πήγα ως εκεί.

Είδα μόνο τη Βεατρίκη και τον Όσκαρ, με ένα μπογαλάκι το καθένα, να στέκουν όρθια σε μια γωνιά της αυλής. Δε με είδαν και δεν μπόρεσα ούτε να ζητήσω συγγνώμη από τη Βεατρίκη, ούτε καν να την αποχαιρετήσω, κι αυτό έμεινε για πάντα βάρος στην ψυχή μου.

 

Η φωτογραφία της παρέας του πατέρα μου, είναι από εκείνη περίπου την εποχή. Ο Μίμης είναι στην κάτω σειρά, δεύτερος από δεξιά. Εντυπωσιακό το πόσο έχει αλλάξει το ντύσιμο των νεαρών από τότε! 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Ο Μίλτης κι ο Δάσκαλος

Posted by tofistiki στο 04/07/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.

Ο Μίμης, προτάσσει στο κεφάλαιο αυτό τον εξής πρόλογο:
 
Το τρίτο καλοκαίρι μου φάνηκε σα να βάσταξε σχεδόν από τον Απρίλη ως το Νοέμβρη. Όχι γιατί όλους αυτούς τους μήνες ο καιρός ήταν καλός, αλλά γιατί ένιωθα μέσα μου, κι εγώ και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στο νησί, μια πρωτόγνωρη ζεστασιά.
Ελπίδες και προσδοκίες μας θέρμαιναν την ψυχή και μας φώτιζαν το πρόσωπο. Ήταν το καλοκαίρι πριν από την Απελευθέρωση και οι πρώτοι μήνες μετά. Το τελευταίο του πολέμου. Ήταν ζεστό και ξερό, με μια μόνο δυνατή μπόρα.
Ένα καλοκαίρι που μου έμεινε αξέχαστο. Είχα τελειώσει την έκτη οκταταξίου και από το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου είχα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Αυτό το καλοκαίρι φίλησα το πρώτο μου κορίτσι, έπιασα όπλο και μίλησα σε συγκέντρωση, κι ας ήμουν μόνο δεκαπέντε χρονών.

Τον Ιούνιο (του 1944) τέλειωσα την έκτη οκταταξίου. Για τρίτη χρονιά τα φιλολογικά μαθήματά μας τα ‘κανε ο Μίλτης. Ένας από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς που πέρασαν ποτέ από το γυμνάσιο της πόλης μας, που φημιζόταν εν τούτοις για τους άριστους δασκάλους του (φημιζόταν και για κάτι άλλο, από τη δεκαετία του ‘20 κιόλας: ήταν «φυτώριο κομμουνιστών και δημοτικιστών»).

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, τα μαθήματα σταμάτησαν και τα σχολεία κλείσανε. Ήμουν τότε στην τρίτη οκταταξίου γυμνασίου και στις δύο πρώτες τάξεις είχαμε την τύχη να μας κάνει ελληνικά ο Γιώργος ο Βαλέτας. Βέβαια με τη μετάθεση του πατέρα μου στη Σάμο, τη δεύτερη τάξη την έκανα εκεί κι όταν ξαναγυρίσαμε στο νησί, τον Ιούλιο του ‘40, ο Βαλέτας είχε μετατεθεί στην Αθήνα. Φαίνεται πως δεν ορίστηκε αμέσως αντικαταστάτης του, γιατί στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν από το άνοιγμα των σχολείων ως το ξέσπασμα του πολέμου, το μάθημα των ελληνικών μας το ‘κανε ο Δημητράκης ο Βογαζιανός, καθηγητής των γαλλικών.

Ο κυρ-Δημητράκης ήταν γραφικός τύπος. Άνθρωπος του κρασιού και της παρέας, θυμόσοφος και καλαμπουρτζής, δίδασκε το μάθημά του σε μια ιδιόμορφη γαλλολεσβιακή διάλεκτο. Φράσεις όπως:

«Λιζέ του μάθημα»
«Πιο βιτ σι λέου»
«Φιρμέ λα πορτ, σα μπαιν’ς μεσ’ στ’νταξ’, παλιουγαϊδούρ’!»
«Σουρτί έξου μ’λάρ’»

κι άλλες παρόμοιες, αφθονούσαν στην παράδοσή του.

Ο νέος καθηγητής των ελληνικών (αρχαίων και νέων) και της ιστορίας ήταν ψηλός, αδύνατος κι έγερνε το κεφάλι του λίγο προς τα αριστερά. Ο πατέρας μου τον έβγαλε αμέσως «ο έξι παρά πέντε». Στην τάξη μας μπήκε απροειδοποίητα ένα σεπτεμβριανό πρωινό και με την πρώτη μας πήρε τον αέρα. Η αλήθεια είναι πως, ύστερα από ένα χρόνο ρεμπελιό, οι συμμαθητές μου κι εγώ δεν ήμασταν πια σχολική τάξη, αλλά μάλλον ορδή ημιαγρίων ταραχοποιών. Ο καινούργιος όμως δε σήκωνε τέτοια. Την πρώτη κιόλας μέρα πέταξε έξω τον Πατλάκα, το Χατζηγιάννη, το Χατζηαποστόλου κι άλλους δυο τρεις, που θορυβούσαν περισσότερο του ανεκτού.

Η προειδοποίηση:

«Πρόσεξε, γιατί θα σε πετάξω έξω!»

ήταν η συνηθέστερη απειλή κι αποδείχτηκε το αποτελεσματικότερο σωφρονιστικό όπλο του, γιατί πολύ σύντομα ο τρόπος και το περιεχόμενο των παραδόσεών του μας συνάρπασαν και κανείς δεν ήθελε να χάσει το μάθημά του.

Ποτέ του δε σκαμπίλισε ή έδειρε μαθητή, ούτε θυμάμαι να κράτησε ποτέ στα χέρια του βίτσα ή χάρακα ή άλλο όργανο τιμωρίας, που άλλοι καθηγητές δεν τ’ αποχωρίζονταν ποτέ.

Για πολλές βδομάδες, πάντως, η σκιά του καινούργιου καθηγητή στην τάξη μας ήταν δυσανάλογα βαρύτερη και μεγαλύτερη απ’ ό,τι αντιστοιχούσε στο λιγνό κορμί του. Για πρώτη φορά οι πρώην ρέμπελοι μαθητές αισθανθήκαμε πάνω μας μιαν εξουσία, που δεν μπορούσαμε ούτε να την αγνοήσουμε ούτε να την ανατρέψουμε. Στα διαλείμματα σχολιάζαμε με κακή διάθεση το νέο μπελά που μας βρήκε. Έχοντας θάρρος με τον πατέρα μου, του μετέφερα την ομόφωνη άποψη της τάξης.

«Ο καινούργιος καθηγητής μας είναι μεγάλο κέρατο.»

Ο παριστάμενος όμως στη συζήτηση Χαράλαμπος, στενός φίλος κι αιώνιος συμπαίκτης του πατέρα μου στο σκάκι, που συνήθως δεχόταν με συγκατάβαση και εύθυμη διάθεση τις διάφορες απόψεις μου, αυτήν τη φορά μού ‘βαλε πάγο.

«Κάνεις μεγάλο λάθος κι εσύ κι οι άλλοι. Ο Μίλτης είναι σπουδαίος άνθρωπος και άριστος δάσκαλος.»

Κατάπια τη γλώσσα μου. Το Χαράλαμπο τον παραδεχόμουν απόλυτα. Άρχισα να βλέπω μ’ άλλο μάτι τον καινούργιο καθηγητή κι ανακάλυψα πως διέφερε σε όλα σχεδόν τα σημεία από τους άλλους δάσκαλους ή καθηγητές που έτυχα να περάσω από τα χέρια τους. Αποδείχτηκε πως ο καινούργιος καθηγητής ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα, σπουδαίος φιλόλογος, εξαίρετος σκιτσογράφος, εραστής της φωτογραφίας, λάτρης της μουσικής και πολύγλωσσος. Πολύ σύντομα φάνηκε πως σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήξανε κι οι περισσότεροι συμμαθητές μου και στις αρχές του ‘42 άλλαξε ριζικά η διάθεση της πλειοψηφίας της τάξης μας απέναντι στο Μίλτη.

Ο Μίλτης δε μας δίδαξε μόνο τα αρχαία και τα νέα ελληνικά και την ιστορία, που πρόβλεπε το πρόγραμμα. Με τις διάφορες «εργασίες», που εγκαινίασε, μας έμαθε να μη φοβόμαστε ν’ ανοίγουμε μεγάλα, χοντρά βιβλία, μας έδωσε τα πρώτα στοιχεία της μεθοδικής ερευνητικής δουλειάς, το πώς να μνημονεύουμε τη βιβλιογραφία και φυσικά μας έκανε τους περισσότερους ν’ αγαπήσουμε την Ιστορία και τον Πολιτισμό. Τις επιδόσεις μας στις «εργασίες» του τις βαθμολογούσε σε ιδιαίτερη κατάσταση, ανεξάρτητη και άσχετη από τον πίνακα της κανονικής βαθμολογίας που παρουσίαζε στο Συμβούλιο των καθηγητών. Κάθε δύο μήνες μας ανακοίνωνε την πρόοδο που κάναμε. Στο τέλος της χρονιάς, οι δέκα που είχαν συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς (η βαθμολογία των εργασιών ήταν αθροιστική) έπαιρναν κάποιο έπαθλο, συνήθως σκίτσα του.

Φυσική και χημεία μας έκανε ο Αποστόλου, που όλοι τον λέγανε «Δάσκαλο» γιατί ήταν ο κατ’ εξοχήν τύπος του δασκάλου, με τη σημασία του πλάστη χαρακτήρων. Στο νησί ο τίτλος «δάσκαλος» είχε μεγαλύτερο κύρος από τον τίτλο «καθηγητής». Μου έμεινε αξέχαστο το πρώτο του μάθημα, γιατί μας συνάρπασε (εμένα – τουλάχιστον – οπωσδήποτε) μιλώντας μας για τις ομορφιές της χημείας. Τελικά μας έκανε ν’ αγαπήσουμε τη χημεία, ένα μάθημα με φήμη βαρετού και δύσκολου. Το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό χημικών και χημικών μηχανικών που είχαν τελειώσει κατά τη δεκαετία του ‘30 και κατά την Κατοχή τις εγκύκλιες σπουδές τους στο γυμνάσιό μας, οφείλεται στο πέρασμα του Δάσκαλου απ’ αυτό.

Σ’ αυτούς τους δύο δασκάλους, τον Μίλτη και τον Αποστόλου, οφείλω το διχασμό που με συνοδεύει από τότε ως και σήμερα. Την αδυναμία μου να επιλέξω αν τελικά θα γίνω καλός χημικός ή καλός φιλόλογος, με αποτέλεσμα να μη γίνω τίποτ’ από τα δύο.


(συνεχίζεται)
 
Στην φωτογραφία η τάξη του Μίμη, σε εκδρομή με το Μίλτη στο Πυργί, 27-5-43. Ο Μίμης, όρθιος, δεύτερος από αριστερά, ακουμπάει τα χέρια στους ώμους των συμμαθητών του.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω φωτογραφίες του Δάσκαλου στο αρχείο του πατέρα μου, ούτε στο διαδίκτυο.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

 
Αρέσει σε %d bloggers: