Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Archive for Ιανουαρίου 2012

Κάτι σαν μνημόσυνο

Posted by tofistiki στο 29/01/2012

Χτες το Σάββατο, 28 του Γενάρη, μαζευτήκαμε το μεσημεράκι στο φιλόξενο στέκι των Καλλονιατών, που τόσο είχε αγαπήσει ο Μίμης, να πιούμε ένα ποτήρι στη μνήμη του, να μοιραστούμε αναμνήσεις από κείνον, να τον θυμηθούμε, να τον τιμήσουμε ο καθένας μας κι όλοι μαζί, με τη συνοδεία των μεζέδων που ετοίμασαν η Κική με τη βοήθεια της Τούλας.

Κάποια στιγμή, ο Ηλίας ο Παπαδόπουλος έκατσε στη θέση που πάντα καθόταν ο Μίμης κι έπαιξε με τη φυσαρμόνικα το «ακορντεόν», με το οποίο τον είχε αποχαιρετήσει και τη μέρα της κηδείας. Μετά, εκείνος κι ο Πάνος ο Κοντέλλης πιάσαν το τραγούδι, και μαζί τους σιγοτραγουδήσαμε όλοι, αγαπημένα παλιά τραγούδια και μερικά στη λεσβιακή ντοπιολαλιά, όπως συνήθιζαν να κάνουν στις συνάξεις του Σαββάτου.

Αργότερα, διαβάστηκαν αποσπάσματα κάποιων κειμένων που γράφτηκαν από αγαπημένους φίλους για το θάνατο του Μίμη.
Η συγκίνηση όλων ήταν μεγάλη, όπως μεγάλη είναι για όλους μας η αίσθηση της απουσίας του, ανάλογη του χώρου που καταλάμβανε στη ζωή μας…

Η όμορφη παρέα των Καλλονιατών είναι σίγουρο ότι θα κρατάει πάντα μια θέση στις συνάξεις της για τον Μίμη.

Όπως συμβούλευε συχνά και κείνος: Κάντε παρέες – έρχονται δύσκολες μέρες!

Στο παραπάνω «ενθύμιον» με τη χειρόγραφη σημείωση του Μίμη στην πίσω πλευρά, ο ίδιος είναι 3ος από δεξιά στην πρώτη σειρά, με τα ναυτικά, και 4ος από αριστερά είναι ο Ηλίας Παπαδόπουλος.

Posted in Εις μνήμην, Περιοδικό, Σκίτσα-φωτογραφίες | Με ετικέτα: , , , , | 2 Σχόλια »

Το πρώτο καλοκαίρι, στο νησί (α΄μέρος)

Posted by tofistiki στο 25/01/2012

Ο Μίμης, που έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα στις 17 του Δεκέμβρη, άφησε μερικά έτοιμα έργα που δεν πρόφτασε να τα εκδώσει.
Μάλιστα, μας έλεγε συχνά «έχω ακόμα ένα σωρό βιβλία να βγάλω -άλλα τα ‘χω ήδη γραμμένα κι άλλα είναι μέσα στο κεφάλι μου- που υπολογίζω ότι πρέπει να ζήσω ακόμα 10 χρόνια για να τα ολοκληρώσω». Δεν ήταν γραφτό…
 –
Ένα από αυτά που είχε ολοκληρώσει, είναι το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», στο οποίο αναπολεί ευτυχισμένες – και λιγότερο ευτυχισμένες – στιγμές της ζωής του, εστιάζοντας σε εφτά καλοκαίρια, από τα παιδικά και τα μαθητικά του χρόνια (1936, 1939), την εφηβεία μέσα στην Κατοχή και την Αντίσταση (1944), τα φοιτητικά χρόνια στις μολυβένιες μέρες του εμφυλίου και των μετεμφυλιακών διώξεων (1945 – 1951), την επαγγελματική δραστηριότητα στη δεκαετία τού 1960 και την περίοδο της χούντας (1973) και, τέλος, τα χρόνια της ωριμότητας (1985).
Δύο κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στη Μυτιλήνη και αποτυπώνουν στιγμές της προπολεμικής και κατοχικής ζωής στο νησί. Από το υλικό αυτό, η Κική, διάλεξε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που θα δημοσιεύονται σε συνέχειες, κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με την οποία είχε, ως γνωστόν, μακρά συνεργασία.
Το Φιστίκι θα αναδημοσιεύει και εδώ τα αποσπάσματα, που μπαίνουν επίσης και στο ιστολόγιο του Νίκου.
 –
Θλιβερή μέρα η σημερινή, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε τόσο άδικα και τόσο ξαφνικά κι αυτός, σαν τον πατέρα μου, έχοντας ακόμα να δώσει τόσα πολλά…
 –

(Το πρώτο καλοκαίρι είναι αυτό του 1936. Ο Μίμης είναι 7 χρονών και επιστρέφει στη Μυτιλήνη, μετά από απουσία τριών χρόνων που η οικογένεια έζησε στην Αθήνα και στην Κρήτη ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα του).

   Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο χωριό του παππού μου (από τη γενιά της μητέρας μου).
Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν ζεστό και ξερό. Για μένα κύλησε πολύ ευτυχισμένα και έτσι μού ‘μεινε αξέχαστο, αλλά για τους μεγάλους ήταν ένα τρομερό καλοκαίρι. Στην Ισπανία είχε ξεσπάσει η ανταρσία των εθνικιστών, στην Αβησσυνία τέλειωνε ο κατακτητικός πόλεμος του Μουσολίνι, στην Κίνα άρχισε ο πόλεμος με τους Γιαπωνέζους, ο Χίτλερ φοβέριζε την Ευρώπη, στη Σοβιετική Ένωση τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Και στην Ελλάδα εκείνο το καλοκαίρι θα γινόταν δικτατορία. […] Αποφασίστηκε να περάσουμε το καλοκαίρι στο νησί. Η μαμά μου το απαιτούσε επίμονα, επιταχτικά σχεδόν, κι ο πατέρας μου το δέχτηκε χωρίς πολλές αντιρρήσεις, γιατί περίμενε πως μέσα στο καλοκαίρι θα διοριζόταν στο υποκατάστημα της Τράπεζας στο νησί.

  Το πλοίο λεγόταν «Αρντένα» και θα ξεκινούσε το απόγεμα. Πρώτοι θα φεύγαμε η μαμά μου κι εγώ και ο πατέρας θα ακολουθούσε σε έναν περίπου μήνα, όταν θα έπαιρνε το χαρτί της μετάθεσής του. Πήγαμε όλοι μαζί με ταξί στον Πειραιά κι ο πατέρας μου μας συνόδεψε μέσα στο πλοίο, στο οποίο ανεβήκαμε από μία πανύψηλη λοξή σκάλα, που οδηγούσε από την προκυμαία στην πρύμνη του. Μας ταχτοποίησε στην καμπίνα μας, που τη μοιραστήκαμε με άλλες δύο κυρίες κι έμεινε μαζί μας στο σαλόνι του καραβιού, ώσπου πέρασε ένας ναυτικός με πηλίκιο και χρυσά γαλόνια, που χτυπούσε ένα κουδούνι και φώναζε:
«Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπται να αποβιβασθούν. Το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως.»

Τότε ο μπαμπάς μου μας φίλησε και κατέβηκε από τη μεγάλη σκάλα στο μουράγιο του λιμανιού.
Για λίγην ώρα μείναμε στην πρύμνη, βλέποντας τον μπαμπά μου, που έστεκε ακόμα στο μουράγιο, να μικραίνει συνεχώς. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστρώματος βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, που δεν προσφερόταν καθόλου για ρεμβασμό και ήσυχο διάβασμα, όπως ήθελε εκείνη κι έτσι στραφήκαμε στην πιο απόμερη γωνιά του, πίσω από το δεύτερο φουγάρο, όπου υπήρχε μόνο μια ήσυχη παρέα από καμιά δεκαπενταριά πολίτες και πεντέξι χωροφύλακες.

  Από την αρχή μού κίνησε την περιέργεια αυτή η παρέα, γιατί είχε κάτι το παράταιρο, που δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους επιβάτες της τρίτης θέσης. Δε μοιάζανε με τους τσιγγάνους, τους χωριάτες και τους φαντάρους, που κυριαρχούσαν στο κατάστρωμα. Ήταν καθαροί και ντυμένοι με ρούχα της πόλης, σακάκια, παντελόνια, καμπαρτίνες και φορούσαν ρεπούμπλικες ή τραγιάσκες. Είχαν όλοι δίπλα τους βαλίτσες κι όχι μπόγους ή καλάθια, μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα και δε δείχνανε καμμιάν ανησυχία ή βιασύνη. Δεν είχαν το ανήσυχο βλέμμα που ρίχναν οι χωριάτες γύρω τους, μαζεύοντας κοντά τους τα τσουμπλέκια τους μην τύχει και τους τα κλέψουν. Μου φάνηκαν ήσυχοι και πειθαρχικοί σαν φαντάροι κι ας μη φορούσαν στολή, εκτός από τους χωροφύλακες.

  Στην αρχή τούς πέρασα πως ήταν μια παρέα, κατόπιν όμως πρόσεξα πως οι πολίτες δεν άλλαζαν ούτε κουβέντα με τους χωροφύλακες, που κάθονταν λίγο παράμερα, κρατώντας ανάμεσα στα γόνατά τους τα ντουφέκια τους. Μια φορά μόνο ένας χωροφύλακας έβγαλε από την τσέπη της στολής του μια φωτογραφία, την κοίταξε λίγο και μετά την έδωσε σ’ έναν άλλο χωροφύλακα. Αυτός την παρατήρησε αρκετήν ώρα χαμογελώντας και την έδωσε σε άλλο συνάδελφό του. Η φωτογραφία πέρασε έτσι από όλους τους χωροφύλακες και ο τελευταίος, χαμογελώντας, την έδειξε σε έναν πολίτη, από εκείνη την παρέα. Έναν κοντό και γεροδεμένο, μεγάλης ηλικίας, με κόκκινο γελαστό πρόσωπο, που φορούσε τραγιάσκα, καθόταν σ’ ένα πάνινο διπλωτό σκαμνί κι είχε την καμπαρτίνα του αναρριχτή στους ώμους.
Αυτός πήρε τη φωτογραφία, την κοίταξε αμίλητος, ενώ το πρόσωπό του σκυθρώπιαζε. Μερικοί από την παρέα του σκύψανε πάνω από τον ώμο του να δουν κι αυτοί. Ύστερα ο γέρος έδωσε τη φωτογραφία πίσω στο χωροφύλακα, διόρθωσε την καμπαρτίνα του, που του ‘χε πέσει από τους ώμους και σκύβοντας στο διπλανό του, λες κι ήθελε να του πει κάτι εμπιστευτικά, άρχισε απροσδόκητα να τραγουδά με χαμηλή μπάσα φωνή:

«Θύελλες, άνεμοι, γύρω μας πνέουν
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν»
Όλη η παρέα έπιασε το τραγούδι χαμηλόφωνα:
«σε άνισες μάχες ριχνόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν».

Αμέσως έγινε ταραχή. Οι χωροφύλακες σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν:
«Πάψτε» «Σκασμός» «Σιωπή».
Ακούγοντας το σούσουρο οι λοιποί επιβάτες της τρίτης θέσης, άλλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και κοίταζαν με περιέργεια και κάποιοι πλησίασαν να δουν τι τρέχει.

Δεν μπόρεσα να δω τι έγινε από κει και πέρα, γιατί η μαμά μου σηκώθηκε βιαστικά, μ’ άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε προς τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω κατάστρωμα. Εκεί η μαμά μου μού ‘πε σιγανά:
«Είναι κομμουνιστές και τους πάνε στον Άι-Στράτη, εξορία»
Δε ζήτησα άλλες εξηγήσεις, γιατί ήξερα τι θα πει «κομμουνιστές». Πολλοί φίλοι μας ήταν τέτοιοι. Μάλιστα λέγανε πως κι ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, η μαμά μου όμως όταν γινόταν σχετική συζήτηση τους διόρθωνε:
«Όχι ακριβώς, είναι αριστερός».

(συνεχίζεται)
 
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για κάποια φωτογραφία του πλοίου που αναφέρει ο Μίμης, βρήκα εδώ τη θλιβερή ιστορία που το συνοδεύει, καθώς στον πόλεμο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, και μεταφέροντας  Ιταλούς αιχμάλωτους του γερμανικού στρατού, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1943, βυθίστηκε στην είσοδο του κόλπου του Αργοστολίου, προσκρούοντας  σε νάρκη.
Αντιγράφω από εδώ:
Σύμφωνα με μαρτυρίες Ιταλών διασωθέντων, επικράτησε πανικός, καθώς οι αιχμάλωτοι ήταν στοιβαγμένοι στο αμπάρι του πλοίου και σωσίβια υπήρχαν μόνο για τους Γερμανούς. Όσοι από τους κρατούμενους κατάφεραν να πέσουν στη θάλασσα δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τις σωστικές λέμβους γιατί οι Γερμανοί που ήταν μέσα σε αυτές τους πυροβολούσαν. Από τους 840 επιβαίνοντες Ιταλούς σώθηκαν μόνο οι 120 που κατάφεραν να φθάσουν κολυμπώντας στην ακτή. Οι υπόλοιποι 720 αιχμάλωτοι βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι 60 Γερμανοί που επέβαιναν στο πλοίο σώθηκαν όλοι…
Για τα αίτια της βύθισης επικράτησαν δύο εκδοχές: α) όσοι υποστήριζαν την πρώτη εκδοχή πίστευαν ότι οι Γερμανοί σκόπιμα βύθισαν το πλοίο τοποθετώντας στο αμπάρι του ωρολογιακή βόμβα ρυθμισμένη να εκραγεί μόλις το ΑΡΝΤΕΝΑ βγει από τον κόλπο του Αργοστολίου, ως αντεκδίκηση για την επίθεση στις 15 Σεπτέμβρη του 1943 στην ίδια θαλάσσια περιοχή κατά 3 φορτηγίδων που μετέφεραν Γερμανούς από το Ληξούρι στο Αργοστόλι. β) σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή το πλοίο έπεσε σε ιταλικό ναρκοπέδιο.
 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Αντίο, με τα λόγια ενός συναδέλφου

Posted by tofistiki στο 21/01/2012

Πέρασε κιόλας πάνω από μήνας…
Δημοσιεύουμε σήμερα τον συγκινητικό επικήδειο που έκανε στο Μίμη ο καλός φίλος και συνάδελφός του, Στάθης Λιδωρίκης. Τον ευχαριστούμε θερμά.

Αγαπημένε μας φίλε και συνάδελφε Μίμη,

Συγκλονισμένοι μάθαμε για το θλιβερό μαντάτο όλοι οι συνάδελφοί Χημικοί Μηχανικοί, που τόσο πολύ τους είχες αγαπήσει. Δύσκολο σε τέτοιες στιγμές να περιγράψουμε αυτό που όλοι μας νοιώσαμε με το ξαφνικό φευγιό σου. Τα λόγια στερεύουν και δεν μπορούν να αποτυπώσουν τη βαθειά συγκίνηση που διακατέχει όλους μας.

Σου ταιριάζουν απόλυτα τα λόγια του μεγάλου καινοτόμου της χημείας Charles Goodyear. “Η ζωή δεν θα πρέπει να αποτιμάται με το χρήμα. Δεν έχω πρόθεση να παρα­πονεθώ ότι εγώ έσπειρα και άλλοι μάζεψαν τους καρπούς. Ένας άνθρωπος θα πρέπει να λυπάται μόνο αν ο ίδιος σπείρει και κανένας δεν απολαμβάνει τους καρπούς».

Λόγια απόλυτα αληθινά για τη στάση ζωής που είχες επιλέξει συνειδητά. Η ζωή για σένα δεν ήταν δεμένη με το στενό περιβάλλον του συμφέροντος. Αντίθετα μοίραζες απλόχερα και δημιουργικά αυτήν την ανυπολόγιστη γνώση και εμπειρία που είχες αποκτήσει. Ο λόγος σου πάντα απλός και συγκροτημένος, μα συνάμα ανθρώπινος γεμάτος με αισιοδοξία και μια αστείρευτη διάθεση γεμάτη χαμόγελο και χιούμορ.

Μα και η προσωπική σου ζωή αντάξια των συναισθημάτων και των πράξεών σου. Κατόρθωσες στο διάβα της ζωής σου να δείξεις το πραγματικό νόημα και την αξία που έχει αυτή η χιλιοβασανισμένη λέξη “οικογένεια”. Ήταν για σένα το κάστρο απ’όπου εφαρμούσες. Ένοιωθες αυτή τη λεύτερη σιγουριά της θαλπωρής μα και συνάμα της δημιουργίας. Κατόρθωσες αυτό που για πολλούς σήμερα αποτελεί άπιαστο όνειρο. Να γεύεσαι χαρές και λύπες έχοντας δίπλα σου σύντροφο-συμπαραστάτη τη γυναίκα σου Κική, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου.

Και το έδειχνες πάντα αυτό όπου και να βρισκόσουν. Και ένοιωθες υπερήφανος. Ήσουν πραγματικά ευλογημένος Μίμη που μπόρεσες να γνωρίσεις την απλότητα της ζωής μέσα από τη δημιουργικότητα της πραγματικής οικογένειας.
Αλλά δεν περιορίστηκες μόνο στην οικογένεια σου γιατί πάντα πίστευες ότι η οικογένεια αποτελεί εφαλτήριο για κοινωνικούς αγώνες και ανθρώπινη κοινωνία. Και αυτό το έκφραζες με κάθε τρόπο στο ευρύτερο περιβάλλον, τους φίλους σου και τους συναδέλφους.
Παρά την τεράστια γνώση σου και αγάπη για την Αρχαία Ελλάδα, που ήταν διάχυτη σε όλα τα έργα σου, ποτέ δεν ξέχασες και πάντα ήσουν ενήμερος για όλες τις σύγχρονες εξελίξεις γύρω από τη χημεία. Νεαρός ακόμη χημικός μηχανικός ήσουν όταν εκδόθηκε το βιβλίο σου “Στεγανώσεις και στεγανωτικά υλικά” που και σήμερα ακόμη αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για όλους τους μηχανικούς.

Οι απόψεις σου για θέματα χημικού μηχανικού πάντα επίκαιρες και τεκμηριωμένες. Πάντα συνεργάσιμος και έτοιμος να προσφέρεις χωρίς δεύτερη σκέψη την αστείρευτη γνώση σου και εμπειρία. Γνώση, αισιοδοξία και πάνω απ’ όλα ανθρωπιά, αυτό ήταν πάντα το τρίπτυχο της ζωής σου που σε συντρόφευε σε κάθε σου βήμα. Έννοιες απλές, μα συνάμα και δύσκολες που απαιτούν πάντα συνεχή αγώνα για όποιον θέλει να νοιώθει και να είναι πραγματικά ελεύθερος.

Και συ, Μίμη, όχι μόνο ένοιωθες μα και ήσουν λεύθερος. Και απολάμβανες αυτά τα άϋλα αλλά ανεκτίμητα αγαθά που απλόχερα χάρισε η φύση στον άνθρωπο, μα που σήμερα πολλοί όχι μόνο αρνούνται αλλά ούτε καν γνωρίζουν.

Αγαπούσες πολύ τη ζωή, Μίμη, και αυτό το εκδήλωνες με κάθε τρόπο. Με την αγάπη σου για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία γενικότερα. Όλη σου η ζωή ήταν μια συνεχής προσπάθεια για καλύτερη κοινωνία, με ανθρώπους ελεύθερους, απαλλαγμένους από το μικρόβιο του καιροσκοπισμού και της αντιπαλότητας. Η γνώση σου για όλα τα κρίσιμα θέματα που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκόσμια κοινότητα και ιδιαίτερα η αστείρευτη αγάπη σου για τον αρχαίο πολιτισμό μας, πάντα προκαλούσε τον σεβασμό όλων μας.

Αγαπούσες την προσπάθεια και την συνέπεια. Ποτέ δεν απογοητεύτηκες και πάντα ήσουν γεμάτος αισιοδοξία και πίστη για κάτι καλύτερο. Αγάπη και πίστη για τον άνθρωπο, αγάπη για την εργασία, συνέπεια και αλληλοεκτίμηση στις ανθρώπινες σχέσεις. Και αυτό πάντα σε συνόδευε σε κάθε βήμα της ζωής σου. Μα συνάμα διέθετες κάτι ανεκτίμητο και δυστυχώς δυσεύρετο στην εποχή που ζούμε. Και αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από το χιούμορ σου που πάντα σατύριζε κάθε τι που απαξίωνε τον άνθρωπο.

Μίμη, φεύγεις σε μια στιγμή που πολλά από αυτά που ζούσες και αγαπούσες πλανιώνται σήμερα θολά γύρω μας και γλιστράνε κάτω από τα πόδια μας. Έννοιες και αξίες στροβιλίζονται σήμερα γύρω μας σαν ένας τυφώνας που συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Στιγμές δύσκολες και σκοτεινές.
Όμως, ο σπόρος που έσπειρες δεν θα πάει χαμένος. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν πέθανε και δεν πρόκειται να πεθάνει. Τα βιβλία σου και η πίστη σου στον άνθρωπο και την κοινωνία γενικότερα δεν είναι πλαστές και φευγαλέες αποτυπώσεις κάποιας στιγμής και δεν πρόκειται να ξεθωριάσουν, παρά τη σημερινή λαίλαπα της χυδαιότητας και του ευτελισμού. Στηρίζονται στην αιωνιότητα του πνεύματος και των συναισθημάτων, στηρίζονται σε αυτά που με απλές λέξεις ονομάζουμε αγάπη, συναδέλφωση. Έννοιες διαχρονικές που καμιά σκόνη και αν πέσει πάνω τους δεν μπορεί να τις σβύσει.

Καλό σου ταξείδι αξέχαστε φίλε και συνάδελφε ΜΙΜΗ. Ποτέ δεν θα σε ξεχάσουμε.

Η φωτογραφία του Μίμη, είναι περίπου από την εποχή που πρέπει να τον γνώρισε ο Στάθης.
 

Posted in Εις μνήμην, Περιοδικό | Με ετικέτα: , , , | Leave a Comment »

 
Αρέσει σε %d bloggers: