Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Posts Tagged ‘Μίλτης Παρασκευαϊδης’

Δάσκαλοι

Posted by tofistiki στο 11/05/2013

μαθητες και δασκαλοιΑυτές τις μέρες που οι δάσκαλοι λοιδορούνται και βάλλονται σχεδόν από παντού, θυμήθηκα το βιβλίο «Μαθητές και δάσκαλοι», που είχε αφιερώσει ο πατέρας μου στους δικούς του δασκάλους, που όπως γράφει στο οπισθόφυλλο, αποτελεί ένα μικρό φόρο τιμής στη μνήμη των άξιων δασκάλων που κυριολεκτικά διαμόρφωσαν την προσωπικότητα των μαθητών τους και τους έδωσαν το ευ ζην. Ίσως αυτό ακούγεται στις μέρες μας κάπως κλισέ και παρωχημένο, τώρα που όλοι έχουν βαλθεί να μας πείσουν πως δεν υπάρχουν τέτοιοι δάσκαλοι σήμερα.

Όμως εγώ έχω γνωρίσει τέτοιους δασκάλους, κι έχω φίλους μερικούς τέτοιους ανθρώπους, σαν τη Σάσα, τη Σούλα, την Κρίνα, την Ελένη, τον Στέλιο, τη Σοφία, την Τασούλα, δασκάλους που μέσα σε αντίξοες συνθήκες δίνουν καθημερινά, κομμάτια από την ψυχή τους για να μορφώσουν τα παιδιά μας. Αφιερωμένο σ’ αυτούς κι αυτές λοιπόν, το σημερινό απόσπασμα. 

Γιώργος Βαλέτας

Βαλέτας-ταξηΤον είχαμε ελληνιστή στην 1η και 2η οκταταξίου. Ήταν θυμάμαι άνθρωπος πληθωρικός και παρορμητικός. Εκείνη την εποχή ολοκλήρωνε το βιβλίο του για το έργο του Παπαδιαμάντη και η συγκυρία αυτή είχε πολύ ευεργετικά αποτελέσματα για μας, γιατί μας βοήθησε να γνωρίσουμε μερικά από τα αριστουργήματα του μεγάλου Σκιαθίτη. Συνήθως δεν δίδασκε από την έδρα, αλλά βηματίζοντας στο πλάτος της τάξης, μπροστά από τα πρώτα θρανία. Μια φορά που μας απάγγειλε ένα δημοτικό που έλεγε

Απ΄τα μαλλιά την άρπαξε
Κι η κόρη κλαίει και σκούζει….

άρπαξε από τα μαλλιά έναν από τους μαθητές των πρώτων θρανίων.

Γενικά δεν ήταν μόνο λαμπρός φιλόλογος αλλά και αρκετά τρελός. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο επεισόδιο. Όπως γράφω πιο μπροστά, οι βαθμοφόροι της ΕΟΝ είχαν αποχτήσει μεγάλη έπαρση και αυθάδεια. Όταν καθιερώθηκε η Τετάρτη ως «Ημέρα της Νεολαίας», κατά την οποίαν δε γίνονταν μαθήματα παρά προπαγανδιστικές ομιλίες, «εθνικοπλαστικές» διαλέξεις ή, στην καλύτερη περίπτωση, ημερήσιες εκδρομές, ήρθε στο Γυμνάσιο ένας βαθμοφόρος φαλαγγίτης, εν στολή εποχούμενος ποδηλάτου, με το οποίο διέτρεξε τους διαδρόμους, πήγε ως την τάξη που δίδασκε ο Βαλέτας, έσπρωξε με το ποδήλατό του (!) την πόρτα, μπήκε μέσα, χωρίς να κατεβεί από το ποδήλατο, χαιρέτησε φασιστικά και ανακοίνωσε το νέο μέτρο.

Ο Βαλέτας έγινε έξαλλος. Χωρίς να λογαριάσει ενδεχόμενες συνέπειες,  βούτηξε τον φαλαγγίτη, τον κατέβασε από το ποδήλατο, τον πλάκωσε στις σφαλιάρες και τον πέταξε κλωτσηδόν έξω από την αίθουσα. Περιέργως δεν επακολούθησε καμιά ενέργεια σε βάρος του.

Το συγγραφικό έργο του Βαλέτα είναι εξαιρετικά εκτεταμένο και περιλαμβάνει μελέτες, όπως εκείνη για το έργο του Παπαδιαμάντη, δοκίμια, όπως «της Ρωμιοσύνης», φιλολογικά λεξικά, μέχρι και θεολογικά άρθρα.

Μίλτης Παρασκευαϊδης

Εκδρομή-Πυργί-ΜιλτηςΜε την πρώτη μέρα που μπήκε στην τάξη μας, μας πήρε τον αέρα. Η αλήθεια είναι πως, ύστερα από ένα χρόνο ρεμπελιό, δεν ήμασταν πια σχολική τάξη αλλά μάλλον ορδή ημιαγρίων ταραχοποιών. Ο καινούργιος όμως δε σήκωνε τέτοια. Την πρώτη κι όλας μέρα πέταξε έξω τον Πατλάκα, το Χατζηγιάννη, το Χατζηλάμπρου  κι άλλους δυο τρεις που θορυβούσαν περισσότερο του ανεκτού.

Για πολλές βδομάδες η σκιά του καινούργιου καθηγητή ήταν δυσανάλογα βαρύτερη και μεγαλύτερη απ’ ό,τι αντιστοιχούσε στο λιγνό κορμί του. Για πρώτη φορά οι πρώην ρέμπελοι μαθητές αισθανθήκαμε πάνω μας μιαν εξουσία, που δε μπορούσαμε ούτε να την αγνοήσουμε ούτε να την ανατρέψουμε. Στα διαλείμματα σχολιάζαμε με κακή διάθεση το νέο  μπελά που μας βρήκε. Έχοντας θάρρος με τον πατέρα μου, του μετέφερα την ομόφωνη άποψη της τάξης.

«Ο καινούργιος καθηγητής μας είναι μεγάλο κέρατο»

Ο παριστάμενος όμως στη συζήτηση Χαράλαμπος*, στενός φίλος κι αιώνιος συμπαίκτης του πατέρα μου στο σκάκι, που συνήθως δεχόταν με συγκατάβαση και εύθυμη διάθεση τις διάφορες απόψεις μου, αυτή τη φορά μού ΄βαλε πάγο.

«Κάνεις μεγάλο λάθος κι εσύ κι οι άλλοι. Ο Μίλτης είναι σπουδαίος άνθρωπος και άριστος δάσκαλος».

Κατάπια τη γλώσσα μου, γιατί τον Χαράλαμπο τον παραδεχόμουν απόλυτα. Άρχισα από τότε να βλέπω με άλλο μάτι τον καινούργιο καθηγητή και ανακάλυψα πως διέφερε σε όλα σχεδόν τα σημεία από τους άλλους δάσκαλους ή καθηγητές που έτυχε να περάσω από τα χέρια τους. Φαίνεται δε πως σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήξανε και οι άλλοι συμμαθητές, γιατί από τις αρχές του ΄42, η διάθεσή μας απέναντί του άλλαξε. Καταλάβαμε πως είχαμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό δάσκαλο. Διαπιστώσαμε πως ο καινούργιος ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα, δεινός φιλόλογος, εξαίρετος σκιτσογράφος, καλός ζωγράφος επίσης, εραστής της φωτογραφίας, λάτρης της μουσικής και πολύγλωσσος.

Ποτέ του δε θυμάμαι να σκαμπίλισε ή να έδειρε μαθητή, ούτε ποτέ να κράτησε στα χέρια του βίτσα ή χάρακα ή άλλο σύμβολο εξουσίας και όργανο τιμωρίας ταυτόχρονα, που άλλοι καθηγητές δεν τ’ αποχωρίζονταν ποτέ. Επιβαλλόταν με τη στάση του και με τον καιρό η προειδοποίηση:

«Πρόσεξε, γιατί θα σε πετάξω έξω!»

που ήταν η συνηθέστερη απειλή του, αποδείχτηκε το αποτελεσματικότερο σωφρονιστικό όπλο του, γιατί πολύ σύντομα ο τρόπος και το περιεχόμενο των παραδόσεων του μας συνάρπασαν και κανείς δεν ήθελε να χάσει την παράδοσή του.

Ο Μίλτης όπως κι οι περισσότεροι συνάδελφοι του και μαθητές του υπόφερε από την πείνα του πρώτου χειμώνα της Κατοχής, κατάφερε όμως να οργανώσει μια εκδρομή της τάξης μας, που μας έμεινε αξέχαστη, γιατί σ’ αντίθεση με άλλες εκδρομές δεν κουβαλήσαμε μαζί μας τρόφιμα (πού να τα βρίσκαμε άλλωστε οι πιο πολλοί) αλλά μαγειρέψαμε επί τόπου! Κατάφερε και βρήκε ένα μικρό σακί φασόλια, δωρεά ενός φίλου του εμπόρου κι ένα καζάνι, πιάτα και μαχαιροπίρουνα (δεν υπήρχε τότε η ευκολία των πλαστικών), που τα κουβαλήσαμε, εναλλασσόμενοι διαδοχικά, όλοι οι μαθητές, από το Γυμνάσιο ως την Ουτζά. Εκεί στήσαμε το καζάνι σε πέτρες, φέραμε νερό από μια κοντινή πηγή, ανάψαμε φωτιά και ο Γιώργος ο Κουκούλης, που λόγω πατρικού επαγγέλματος ήταν ειδήμων, μας μαγείρεψε μια θαυμαστή φασολάδα. Φάγαμε όλοι μέχρι σκασμού και χορτάτοι το ρίξαμε στο τραγούδι. Πολλοί από μας είχανε μήνες ίσως να χορτάσουν φαϊ. Δεν ήταν όμως μόνο η ικανοποίηση της πείνας που μας έφερε τέτοιαν ευεξία, όσο η αίσθηση πως αυτενεργούσαμε, πως μαγειρέψαμε μόνοι μας, κάτι που μόνο οι μανάδες μας έκαναν και πως ύστερα φροντίσαμε μόνοι μας να πλύνουμε το καζάνι και τα πιάτα. Με την εκδρομή αυτή ο Μίλτης κέρδισε ολοκληρωτικά την αγάπη μας. […]

Απόστολος Αποστόλου, ο Δάσκαλος

ΑποστολουΈτσι τον έλεγαν όλοι, μαθητές του και μη. Στη Λέσβο ο τίτλος «Δάσκαλος» είχε μεγαλύτερο κύρος από τον τίτλο «Καθηγητής». Και ο Απόστολος Αποστόλου ήταν ο κατεξοχήν δάσκαλος, με την έννοια του πλάστη χαρακτήρων.

Εμείς τον πρωτογνωρίσαμε στην 4η οκταταξίου, όταν αρχίσαμε Χημεία, που είχε τη φήμη βαρετού και δύσκολου μαθήματος. Από το πρώτο του μάθημα κι όλας αλλάξαμε γνώμη. Ο Αποστόλου μας μίλησε για τη Χημεία, το περιεχόμενό της και τη σημασία της στην καθημερινή μας ζωή, με τέτοιον ενθουσιασμό και έξαρση, λες και ήταν ερωτευμένος μαζί της (και όντως ήταν) και κατάφερε να μεταδώσει τον ενθουσιασμό του στους περισσότερους από μας. Κυριολεκτικά μας συνάρπασε.

Και αυτό δεν έγινε μόνο στη δικιά μας τάξη αλλά και σε πολλές που προηγήθηκαν και σε άλλες που ακολούθησαν. Το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό χημικών και χημικών μηχανικών, που προέρχονται από απόφοιτους των Γυμνασίων και του Πρακτικού Λυκείου της Μυτιλήνης, οφείλεται στο πέρασμα του Αποστόλου από τα σχολειά αυτά.

Πριν διοριστεί στη Μυτιλήνη υπήρξε για ένα διάστημα βοηθός του Μιχαήλ Στεφανίδη, που υπήρξε επίσης καθηγητής στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης αλλά κατόπιν έγινε καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με τη δικιά του ενθάρρυνση, (αλλά και υλική αρωγή σε όργανα και σκεύη) δημιούργησε με προσωπική εργασία του, στα υπόγεια του Γυμνασίου, πλήρες εργαστήριο χημείας, όπου έκανε πειράματα, που πραγματικά μάγευαν τους μαθητές. Η δικιά μας τάξη δυστυχώς δε χάρηκε τέτοια πειράματα γιατί τον χειμώνα, πριν τα αρχίσουμε, από μια σφοδρή νεροποντή πλημμύρησαν τα υπόγεια του κτιρίου και το χημείο καταστράφηκε.

Ο Δάσκαλος διέσωσε τα περισσότερα όργανα και βιβλία του εργαστηρίου, τα μετέφερε στο σπίτι του, όπου με τη βοήθεια της γυναίκας του και των θυγατέρων του, τα καθάρισαν από τις λάσπες και κατόπιν τα επέστρεψε στο Γυμνάσιο. Το Χημείο όμως δεν ανασυγκροτήθηκε παρά πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Δάσκαλος είχε φύγει από τη ζωή. Σήμερα υπάρχει, στην παλιά του θέση, στα υπόγεια του Γυμνασίου, λειτουργεί και ονομάζεται «Χημείο Απόστολου Αποστόλου».

Δεν ήταν όμως μόνο ο τρόπος διδασκαλίας που σε τραβούσε. Ήταν και η ίδια η προσωπικότητα του διδάσκοντος. Πρόσωπο πράο και ιλαρό, μάτια που έφεγγαν από καλοσύνη, σε πείσμα των πυκνών και άγριων φρυδιών που τα σκίαζαν, ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα, που δείχνανε άνθρωπο που του άρεσε να γελάει και γλώσσα απλή και κατανοητή, ήταν τα στοιχεία που σε τραβούσαν με την πρώτη.

Αργότερα διαπιστώσαμε πως κάτω από αυτή την απλή και καθόλου επηρμένη όψη, κρυβόταν επιστήμονας μεγάλης αξίας. Όταν ήμουνα στην 5η τάξη ο πατέρας μου, μου έδωσε να διαβάσω ένα μικρό βιβλίο του Αποστόλου που επιγραφόταν «το πρόβλημα της ύλης, χθες και σήμερον». Με προειδοποίησε πως επρόκειτο για βιβλίο δύσκολο για ένα παιδί της ηλικίας μου (ήμουν τότε 14 χρονών), αλλά πίστευε πως θα τα έβγαζα πέρα. Και πράγματι όχι μόνο κατάφερα να το διαβάσω, αλλά να το μελετήσω σε βάθος. Το διάβαζα όλο το καλοκαίρι του ΄43, με επιμέλεια και προσήλωση, λες και θα έδινα τον Σεπτέμβρη εξετάσεις πάνω σ΄ αυτό. […]

Όπως ο Παρασκευαϊδης, ο Αρχοντίδης και πολλοί άλλοι εκπαιδευτικοί και διανοούμενοι της Λέσβου και ο Αποστόλου είχε οργανωθεί στην Αντίσταση. Εκείνος όμως αναδείχτηκε ηγέτης της. Στο τέλος της Κατοχής ήταν γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ, πόστο που κράτησε και τα επόμενα χρόνια, ώσπου άρχισαν οι διώξεις. Χαρακτηριστικό πάντως της ευσυνειδησίας και της επίγνωσης που είχε, αναφορικά με τα καθήκοντά του ως Δάσκαλου, είναι πως δε σταμάτησε να διδάσκει και όταν είχε το πόστο του Γραμματέα της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ, παρά τις δυσβάστακτες ευθύνες, που συνεπαγόταν.

Πιστεύω πως η παρουσία στην ηγεσία της Αντίστασης στη Λέσβο, ανθρώπων σαν τον Αποστόλου, τον Κανόνη, αλλά και τον Κοντάρα, ήταν καθοριστικής σημασίας. Χάρη στους φωτισμένους και πράους αυτούς ανθρώπους, επικράτησε στο νησί ατμόσφαιρα ηρεμίας και ομοψυχίας και δεν υπήρξαν υπερβολές και έκτροπα.


* Χαράλαμπος Κανόνης, αδελφικός φίλος του Μίλτη, επιστήμονας μεγάλης αξίας, και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, πιάστηκε αιχμάλωτος και δολοφονήθηκε στη Χίο το 1947. Αιωνία του η μνήμη.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Επικαιρότητα, Εις μνήμην, Παιδεία, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , , , , , | Leave a Comment »

Βόρης και Ζήνα Φεδέρωφ

Posted by tofistiki στο 10/09/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.

Ο Βόρης Φεδέρωφ ήταν σχετικά πρόσφατη γνωριμία μας. Τον γνωρίσαμε το χειμώνα τού ‘42, όταν ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου να μάθουμε ρωσικά. Εγώ από τον καιρό της Σάμου, όταν η κυρία Άννα, η σπιτονοικοκυρά μας, μου γνώρισε την Εσπεράντο, είχα μανία με τις ξένες γλώσσες και τα ξένα αλφάβητα. Τα τελευταία τα ψάρευα από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, που είχε ο θείος Αντρέας, και από τη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, που είχε ο κύριος Δουκαρέλλης (συνάδελφος του πατέρα μου στην Τράπεζα) και τις οποίες ξεφύλλιζα ταχτικά στο πλαίσιο των «εργασιών» που μας έβαζε ο Μίλτης. Έτσι είχα μάθει το εβραϊκό, το αραβικό, το αρμενικό, το ρουνικό και τέλος το ρωσικό αλφάβητο και μάλιστα όχι μόνο αυτό, αλλά και τα λοιπά σλαβικά και τους προγόνους τους, το γλαγολικό και το κυριλλικό, χωρίς να με τρομάζει το γεγονός ότι είχαν κατά μέσον όρο 36 γράμματα.
Ο πατέρας μου με πείραζε καμμιά φορά, πως ήμουν «συλλέκτης αχρήστων γνώσεων», αλλά τελικά μας χρησίμεψαν σε κάτι.

Το καλοκαίρι τού ‘42, το τελευταίο που πέρασα στη Μόρια, στου παππού μου το σπίτι, ανακάλυψα ένα βιβλίο γραμμένο με το ρωσικό αλφάβητο. Ο παππούς μου δε θυμόταν, στην αρχή, πώς βρέθηκε στα χέρια του, αργότερα όμως μου είπε πως ήταν του φίλου του, του κυρ-Ιγνάτη του Αμανετζή, που μιλούσε φαρσί τα ρούσικα. Το βιβλίο ήταν εικονογραφημένο και είχε τίτλο «ΠΟΥΤΕΒΟΝΤΙΤΕΛ». Αποδείχτηκε πως ήταν ρωσικός τουριστικός οδηγός του Αιγαίου και της Ελλάδας. Αυτό ήταν το πρώτο «αναγνωστικό» μας, που συμπληρώθηκε με μια πανάρχαιη (εκδόσεως του 1879) μέθοδο της ρωσικής «άνευ διδασκάλου» κατά το σύστημα Ολενδόρφου, που μας βρήκε ο Μίλτης.

Αλλά και πάλι δεν προχωρούσαμε. Τότε κάποιος μας σύστησε τον Φεδέρωφ, που κολακεύτηκε και χάρηκε σαν έμαθε πως δυο Έλληνες θέλανε να μάθουν τη γλώσσα του και μας στάθηκε υποδειγματικός δάσκαλος.

Μολονότι μηχανικός (γεφυροποιός) κατ’ επάγγελμα, ήταν πολύ μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, γνήσιος εκπρόσωπος της ρωσικής ιντελιγκέντσιας. Εκπληκτική ήταν η φιλολογική του κατάρτιση. Δεν ήξερε μόνο τους κανόνες της ρωσικής γραμματικής και σύνταξης, αλλά και άπειρα ποιήματα του Πούσκιν, του Λέρμοντωφ, του Μερεζκόφσκι, του Τιούτσεφ, του Νεκράσωφ και πολλών άλλων. Για πολλά ήξερε και την ιστορία τους.
Φερ’ ειπείν για το ποίημα του Λέρμοντωφ «Ντέρεβνια» μας είπε πως γράφτηκε σα διαμαρτυρία για το φόνο (δολοφονία σωστότερα) του Πούσκιν σε μια στημένη μονομαχία με το Γάλλο τυχοδιώκτη Νταντές και ήταν η αφορμή που ο ποιητής εξορίστηκε στον Καύκασο, όπου έγραψε το περίφημο μυθιστόρημά του «Ένας ήρωας της εποχής μας».
Όπως ήταν επόμενο, μεταξύ του πατέρα μου και του Φεδέρωφ αναπτύχθηκε μεγάλη φιλία, που επεκτάθηκε και στις αντίστοιχες οικογένειες.

Η Ζήνα ήταν ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια στην πόλη μας. Ψηλή, καστανή, με πολύ ωραία μάτια και ένα μεταδοτικό γέλιο, ταίριασε από την αρχή μαζί μου. Μου άρεσε πολύ η παρέα της. Αν ήταν μικρότερή μου ή έστω συνομήλική μου, σίγουρα θα την είχα ερωτευθεί. Ήταν όμως δυο ή τρία χρόνια πιο μεγάλη και, δεν ξέρω γιατί, η διαφορά αυτή φάνηκε τότε, και στους δυο μας, αξεπέραστο εμπόδιο για να μεταμορφωθεί η θερμή φιλία μας σε έρωτα. Ήμασταν άλλωστε κι οι δύο πολύ ντροπαλοί. Θυμάμαι μια φορά στο σπίτι μας, που ο πατέρας μου μας διάβαζε δυνατά τούς «Μποέμ» του Μυρζέ, στη θαυμάσια μετάφραση του Ροΐδη, όταν ακούσαμε τη φράση «[…] ο Σωνάρ έλαβε το ένθεον ύφος θνητού ετοιμαζομένου να προβεί εις συνουσίαν μετά της Μούσης […]», αυθόρμητα κοιταχτήκαμε με τη Ζήνα και κοκκινίσαμε κι οι δυο σαν παντζάρια.

Μιαν άλλη μέρα, που είχε έρθει σπίτι μας και κουβεντιάσαμε πολλήν ώρα, σαν έφυγε βρήκα ένα διπλωμένο χαρτί, που φαίνεται πως της έπεσε από την τσάντα της. Το άνοιξα κι είδα πως ήταν ένα μικρό ποίημα, μάλλον άτεχνο, που μιλούσε με πολλήν αγάπη γι’ αυτήν και η ακροστιχίδα σχημάτιζε τη λέξη ΖΗΝΟΥΛΑ. Στ’ αλήθεια αισθάνθηκα κάτι σα ζήλια. Στην επομένη συνάντησή μας, όταν της το έδωσα, γέλασε και μου ‘πε πως της το είχε γράψει μια συμμαθήτριά της.

(συνεχίζεται)

Στη φωτογραφία, η Μερόπη (το γένος Μεζιλτζόγλου), η Ζήνα και ο Βόρης Φεδέρωφ, από το αρχείο του Μίμη Σαραντάκου.
Η Ζήνα Οικονομοπούλου-Φεδέρωφ και ο Μίμης, διατήρησαν θερμή φιλία για όλη την υπόλοιπη ζωή τους παρ’όλη την απόσταση που τους χώριζε.
Το 2005, η Ζήνα για να τιμήσει την μνήμη του πατέρα της,
εξέδωσε ένα πολύ προσεγμένο λεύκωμα, με τίτλο «Πρωτινά σπίτια-Κάστρο Μυτιλήνης- πινελιές και πενάκι», με σκίτσα και ακουαρέλες του, εμπνευσμένα από τη Λέσβο. Το λεύκωμα εκδόθηκε σε 500 αντίτυπα τα οποία μοίρασε σε φίλους, κι έτσι έφτασε ένα στα χέρια του πατέρα μου. Καθώς δεν βρήκα κάτι σχετικό στο διαδίκτυο, σκέφτομαι να κάνω μια ανάρτηση αφιερωμένη σε αυτό.
 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , | 1 Comment »

Οι “Μαθητικές σελίδες” και ο Φιλοτεχνικός Όμιλος

Posted by tofistiki στο 15/08/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.

Το φθινόπωρο του ’43 ο Μίλτης, παράλληλα με τις «εργασίες» που μας έβαζε, μας κούρδισε να εκδώσουμε, η τάξη μας, περιοδικό! Δεχτήκαμε όλοι με ενθουσιασμό, μόλο που ήμασταν εντελώς ανίδεοι για τον τρόπο που θα το βγάζαμε σε πολλά αντίτυπα, στις επικρατούσες, λόγω της Κατοχής, συνθήκες. Οι ελάχιστοι πολύγραφοι που υπήρχαν στην πόλη μας (σε Τράπεζες ή Δημόσιες Υπηρεσίες) ήταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Βέβαια θα υπήρχε κάποιος στα χέρια της Οργάνωσης γιατί τον Απρίλη τού ’44 βγήκε πολυγραφημένη η «Ελεύθερη Λέσβος», του ΕΑΜ, και το καλοκαίρι ο «Αντιφασίστας», της ΕΠΟΝ, αλλά φυσικά ο πολύγραφος αυτός ήταν απρόσιτος για μας.

Υπήρχε ακόμα η δυνατότητα να βγάζουμε τα αντίτυπα του περιοδικού με το σύστημα της «κόπιας»: Το κείμενο γραφόταν με ειδικό παχύ και βραδύπηκτο μελάνι σε μια λεία επιφάνεια και μεταφερόταν (ανάποδα) σε ειδικό σκληρό γυαλιστερό χαρτί, από το οποίο αναπαραγόταν σε πολλά αντίτυπα πιεζόμενο με χειροκίνητη πρέσα σε ειδικές λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο κόλλες. Τέτοιες «κόπιες» είχε η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών και ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, και όταν ο Μίλτης τούς έκανε τη σχετική κρούση, δέχτηκαν να μας επιτρέψουν να τις χρησιμοποιήσουμε. Το κακό είναι πως είχαν εξαφανιστεί ολοσχερώς οι ειδικές, λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο, κόλλες, γιατί είχαν πουληθεί στη μαύρη αγορά σαν αυθεντικά τσιγαρόχαρτα, μόλο που ήταν διαποτισμένες με θειάφι. Οι θεριακλήδες καπνιστές είτε τα κάπνιζαν απτόητοι, είτε απομάκρυναν το θειάφι σιδερώνοντας τα «τσιγαρόχαρτα».
Μετά τον αποκλεισμό του πολύγραφου και της «κόπιας», το μόνο πολλαπλασιαστικό μέσο που μας έμεινε ήταν το καρμπόν, με το οποίο όμως μετά βίας και πολύ κόπου βγαίνανε πέντε αντίγραφα. Έτσι αποφασίστηκε το περιοδικό μας οι «Μαθητικές Σελίδες» να κυκλοφορεί σε πέντε αντίτυπα. Ο Μίλτης μάς μοίραζε ομοιόμορφες κόλλες στις οποίες γράφαμε τα κείμενά μας, με το χέρι ή με γραφομηχανή, σε πέντε αντίγραφα, του τις επιστρέφαμε κι αυτός τις βιβλιοδετούσε σε καλαίσθητα τεύχη, των οποίων το εξώφυλλο και την εσωτερική εικονογράφηση και διακόσμηση φιλοτεχνούσε ο ίδιος.
Οι «Μαθητικές Σελίδες» έβγαλαν συνολικά τέσσερα νούμερα και η επιτυχία τους ήταν τέτοια, που η Οργάνωση αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση έντυπου περιοδικού γραμμάτων και τέχνης στο νησί. Αυτό φυσικά το ξέραμε μονάχα οι οργανωμένοι. Ο Μίλτης στην τάξη ανακοίνωσε μόνο πως κάποιος φίλος του, πετυχημένος έμπορος, ενθουσιάστηκε από τις «Μαθητικές Σελίδες» και δέχτηκε να χρηματοδοτήσει την έκδοση έντυπου περιοδικού.

Έτσι οι χειρόγραφες «Μαθητικές Σελίδες» μεταμορφώθηκαν στα τυπωμένα «Λεσβιακά Γράμματα», τριμηνιαίο περιοδικό, με συντακτική επιτροπή την αρχική, διευρυμένη όμως με ανθρώπους των γραμμάτων. Οι μαθητές της τάξης μας πάντως είχαμε την ευθύνη της σελιδοποίησης, της εκτύπωσης και της βιβλιοδεσίας. Το περιοδικό τυπωνόταν στο τυπογραφείο του «Ταχυδρόμου», του Θείελπη Λευκία, που βρισκόταν στα Λαδάδικα, πίσω από το ξενοδοχείο «Λυκαβηττός».

Ήταν η πρώτη γεύση που πήρα από το μαγικό κόσμο της τυπογραφίας. Η στοιχειοθεσία γινόταν φυσικά από επαγγελματία τυπογράφο, ο οποίος κατόπιν προσάρμοζε τις έτοιμες πλάκες των σελίδων σε ένα επίπεδο και χειροκίνητο πιεστήριο. Εμείς, οι συμμαθητές, αποτελούσαμε τον κινητήρα του τυπογραφείου, τη διπλωτική μηχανή και το συρραπτικό. Όλα τα κάναμε με τα χέρια μας. Ακόμα και τους μεταλλικούς συνδετήρες, που απουσίαζαν τελείως από την αγορά. Είχαμε πάρει ένα κομμάτι συρματόσχοινο, το αποσυνθέσαμε σε λεπτές ατσαλένιες ίνες, τις ισιώσαμε και με μια πένσα τις κόβαμε σε μικρά κομματάκια, που τους δίναμε σχήμα Π. Κατόπιν με ένα σουβλί τρυπούσαμε τα διπλωμένα φύλλα, περνούσαμε τον αυτοσχέδιο συνδετήρα και τσακίζοντας τις άκρες του, συρράπταμε το τεύχος.

Όλη αυτή η δουλειά γινόταν τα απογέματα, μετά το μάθημα, με μεγάλο κέφι και πολλή φασαρία. Τα τραγούδια μας και οι φωνές μας ακούγονταν στο δρόμο. Καμιά φορά έρχονταν, για διαφόρους λόγους, οι όμορφες ανεψιές του ιδιοκτήτη και η εμφάνισή τους φώτιζε το μισοσκότεινο τυπογραφείο.

Από τα πρώτα «συνωμοτικά» μέτρα που πήραμε, ήταν και η εγγραφή μας στο Φιλοτεχνικό Όμιλο, που στεγαζόταν τότε στην αγορά, στη Στοά Γρηγορίου. Ο Αντρέας μάς εξήγησε πως η ξαφνική ταχτική παρέα οχτώ, ως χτες αγνώστων μεταξύ τους, νεαρών, ίσως κινούσε την περιέργεια και, γιατί όχι, την υποψία των γνωστών και των συμμαθητών μας, και γι’ αυτό θα έπρεπε να βρεθεί κάποια εύλογη εξήγηση. Η συμμετοχή όλων μας στον Όμιλο ήταν το καλύτερο πρόσχημα. Εκτός που ήταν από καιρό σε δικά μας χέρια, ο Όμιλος ήταν ένας πολύ παλιός, ιστορικός θα έλεγα, σύλλογος, με αξιόλογη δράση και πολύ καλό όνομα στην πόλη μας. Δεκαπέντε χρόνια πιο μπροστά ήταν μέλος του και ο πατέρας μου.

Από την αρχή μού άρεσε στον Όμιλο. Βρήκα ένα πολύ ανεβασμένο περιβάλλον, κεφάτα παιδιά και πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Τα περισσότερα από τα παιδιά ήταν μεγαλύτερά μου μερικά χρόνια. Είχαν τελειώσει το γυμνάσιο και πολλά θα σπούδαζαν στην Αθήνα αν δεν ήταν ο πόλεμος. Ήταν ο Παναγιώτης ο Βουλαλάς, ο Κώστας ο Βουδούρης, ωραίος σαν Άδωνις, ο Αργύρης ο Αραβανόπουλος, όλο σπίρτο και χιούμορ, ο Γιώργος ο Παναγιωτόπουλος, ο Γιάννης ο Μπράντος, ο Αριστείδης ο Ραπίτης, τα αδέλφια Πολυχρονιάδη, ο Αρίστος και ο Θανάσης, ανεπανάληπτος ως «Περικλής» στο «Στραβόξυλο» του Ψαθά, ο Τόλης ο Χριστοδούλου, ο Γιώργος ο Χατζηπαυλής, ο Τάκης ο Χατζηαναγνώστου, ο Γιώργος ο Σκούφος και άλλοι πολλοί. Υπήρχαν επίσης και πολλά κορίτσια, η Κική η Λιανά, η Δέσπω Ασλάνη, η Σιμόνη η Κανόνη, αδελφή του Χαράλαμπου, η Δεσπούλα η Στεφανίδου, που, μολονότι αρκετά χρόνια μεγαλύτερά μας, αποτελούσαν σοβαρότατον ελκτικό παράγοντα.

Από τους μεγάλους, δεν έρχονταν πολλοί στον Όμιλο, εκτός από το Στρατή τον Παρασκευαΐδη, που ήταν μεν αρχαιολόγος κατ’ επάγγελμα αλλά ως λάτρης του θεάτρου και ως σκηνοθέτης του θεατρικού τμήματος, βρισκόταν κάθε μέρα εκεί. Ερχόταν όμως ένας μουσικός, τυφλός εκ γενετής, ο Κέκος, ο οποίος μού έκανε μεγάλη εντύπωση (κι όχι μόνο σε μένα) γιατί κυκλοφορούσε στην πόλη μας με μεγάλη άνεση, χωρίς μάλιστα να κρατά το λευκό μπαστουνάκι των τυφλών. Είχε ανεπτυγμένες στο έπακρον τις άλλες αισθήσεις του και καταλάβαινε πως έφτανε στη γωνία ενός δρόμου ή σε διασταύρωση από την ανεπαίσθητη αλλαγή της πίεσης ή της θερμοκρασίας του αέρα. Μπορούσε ψαύοντας απλώς ένα δίσκο γραμμοφώνου να σου πει ποια μουσική ή ποιο τραγούδι ήταν γραμμένο σ’ αυτόν!
Με τον Κέκο μιλούσαμε πολλές φορές όταν ερχόταν στον όμιλο, γιατί ήταν πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Μια φορά μας είπε:

«Όλα τα καταλαβαίνω βρε παιδιά, εκτός από αυτά που λέτε χρώματα. Τι είναι το κίτρινο, το κόκκινο, το μπλε ή το άσπρο. Δεν μπορώ να το συλλάβω.»
Η κουβέντα του αυτή μού έκανε μεγάλη εντύπωση και το ίδιο βράδυ τη μετέφερα στον πατέρα μου και η συζήτηση που άνοιξα μαζί του, πήρε φιλοσοφικές προεκτάσεις:
«Από αυτό που σας είπε ο Κέκος, καταλαβαίνεις τι βλακείες έλεγε ο Πλάτων και οι όμοιοί του μιλώντας για “προϋπάρχουσες ιδέες”. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Κέκος θα είχε ιδέα τι είναι χρώμα.»

Εκείνον τον καιρό ο Όμιλος είχε πολλά τμήματα. Εγώ δήλωσα συμμετοχή στο Τμήμα Λογοτεχνίας και Ποίησης, ο Απτάλης στο μουσικό και ο Γιαννάκας στο θεατρικό. Οι υπόλοιποι της ομάδας μάλλον σνομπάρανε την όλη υπόθεση, αλλά έρχονταν στον Όμιλο από καθήκον. Πάντως η προνοητικότητα του Αντρέα επιβεβαιώθηκε όταν μια φορά, βγαίνοντας από τον Όμιλο, κατά σύμπτωση μαζί με μερικές κοπέλες, πέσαμε πάνω σε τρεις γερμανόφιλους συμμαθητές μας, οι οποίοι μας κοίταξαν χαμογελαστοί με νόημα και ένας τους μας έκλεισε συνωμοτικά το μάτι. Την άλλη μέρα στο Γυμνάσιο ο τελευταίος μας είπε, στο Γιαννάκα και σε μένα:
«Καλά τα περνάτε με την καινούργια παρέα σας.»

Είχαν λοιπόν επισημάνει την παρέα μας, αλλά τη συνδύασαν με «κοριτσοδουλειές».
Στον Όμιλο, όταν τέλειωναν οι πρόβες του θεατρικού (θα ανέβαζαν το «Στραβόξυλο» του Ψαθά) και τα μαθήματα των διαφόρων τμημάτων, μέναμε και το ρίχναμε στο καλαμπούρι. Ο Παναγιωτόπουλος με τον Μπράντο παίζανε συχνά πιάνο «α κατρ μαιν» και είχαν συνθέσει δυο «εμβατήρια». Το τουρκικό και το βουλγαρικό. Στο τουρκικό εμβατήριο τα λόγια ήταν όλες οι τουρκικές λέξεις που είχαν παρεισφρήσει στη λεσβιακή διάλεκτο, ατάκτως εριμμένες:
«Γιαγνίς-ολντού μπιλμέμ, καρντάς
μιντέρ, γκιρίζ, ταχτέρ-ταχτέρ»
και ούτω καθεξής.
Η «επωδός» ήταν:
«τσικμά σουκάκ – τσιλίκ τσουμάκ
τσιλίκ τσουμάκ – τσικμά σουκάκ»
(τσικμά σοκάκ = το τυφλό σοκάκι, τσιλίκ τσουμάκ = το ξυλίκι)

Στο βουλγαρικό, ελλείψει αυθεντικών βουλγαρικών λέξεων (πού να τις βρουν άλλωστε), είχαν επινοήσει δικές τους. Και τα δύο όμως είχαν ωραία μουσική, του τουρκικού μάλιστα θύμιζε αχνά την «αλά τούρκα» του Μότσαρτ και τα τραγουδούσαμε εν χορώ.


(συνεχίζεται)
 
Στην φωτογραφία η τάξη του Μίμη, σε εκδρομή με το Μίλτη. Ο Μίμης είναι όρθιος, περίπου στη μέση της παρέας.
Το πρώτο τεύχος των «Λεσβιακών Γραμμάτων» που κυκλοφόρησε στις 15 Ιανουαρίου 1944, το βρήκα στο http://www.lesvosoldies.gr/

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , | Leave a Comment »

Ο Μίλτης κι ο Δάσκαλος

Posted by tofistiki στο 04/07/2012

Συνεχίζουμε τη δημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύονται κάθε δεύτερη Παρασκευή από την εφημερίδα «Εμπρός», με κάποια κομμάτια από το 3ο καλοκαίρι, που το περνάει πάλι στη Μυτιλήνη.

Ο Μίμης, προτάσσει στο κεφάλαιο αυτό τον εξής πρόλογο:
 
Το τρίτο καλοκαίρι μου φάνηκε σα να βάσταξε σχεδόν από τον Απρίλη ως το Νοέμβρη. Όχι γιατί όλους αυτούς τους μήνες ο καιρός ήταν καλός, αλλά γιατί ένιωθα μέσα μου, κι εγώ και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στο νησί, μια πρωτόγνωρη ζεστασιά.
Ελπίδες και προσδοκίες μας θέρμαιναν την ψυχή και μας φώτιζαν το πρόσωπο. Ήταν το καλοκαίρι πριν από την Απελευθέρωση και οι πρώτοι μήνες μετά. Το τελευταίο του πολέμου. Ήταν ζεστό και ξερό, με μια μόνο δυνατή μπόρα.
Ένα καλοκαίρι που μου έμεινε αξέχαστο. Είχα τελειώσει την έκτη οκταταξίου και από το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου είχα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Αυτό το καλοκαίρι φίλησα το πρώτο μου κορίτσι, έπιασα όπλο και μίλησα σε συγκέντρωση, κι ας ήμουν μόνο δεκαπέντε χρονών.

Τον Ιούνιο (του 1944) τέλειωσα την έκτη οκταταξίου. Για τρίτη χρονιά τα φιλολογικά μαθήματά μας τα ‘κανε ο Μίλτης. Ένας από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς που πέρασαν ποτέ από το γυμνάσιο της πόλης μας, που φημιζόταν εν τούτοις για τους άριστους δασκάλους του (φημιζόταν και για κάτι άλλο, από τη δεκαετία του ‘20 κιόλας: ήταν «φυτώριο κομμουνιστών και δημοτικιστών»).

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, τα μαθήματα σταμάτησαν και τα σχολεία κλείσανε. Ήμουν τότε στην τρίτη οκταταξίου γυμνασίου και στις δύο πρώτες τάξεις είχαμε την τύχη να μας κάνει ελληνικά ο Γιώργος ο Βαλέτας. Βέβαια με τη μετάθεση του πατέρα μου στη Σάμο, τη δεύτερη τάξη την έκανα εκεί κι όταν ξαναγυρίσαμε στο νησί, τον Ιούλιο του ‘40, ο Βαλέτας είχε μετατεθεί στην Αθήνα. Φαίνεται πως δεν ορίστηκε αμέσως αντικαταστάτης του, γιατί στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν από το άνοιγμα των σχολείων ως το ξέσπασμα του πολέμου, το μάθημα των ελληνικών μας το ‘κανε ο Δημητράκης ο Βογαζιανός, καθηγητής των γαλλικών.

Ο κυρ-Δημητράκης ήταν γραφικός τύπος. Άνθρωπος του κρασιού και της παρέας, θυμόσοφος και καλαμπουρτζής, δίδασκε το μάθημά του σε μια ιδιόμορφη γαλλολεσβιακή διάλεκτο. Φράσεις όπως:

«Λιζέ του μάθημα»
«Πιο βιτ σι λέου»
«Φιρμέ λα πορτ, σα μπαιν’ς μεσ’ στ’νταξ’, παλιουγαϊδούρ’!»
«Σουρτί έξου μ’λάρ’»

κι άλλες παρόμοιες, αφθονούσαν στην παράδοσή του.

Ο νέος καθηγητής των ελληνικών (αρχαίων και νέων) και της ιστορίας ήταν ψηλός, αδύνατος κι έγερνε το κεφάλι του λίγο προς τα αριστερά. Ο πατέρας μου τον έβγαλε αμέσως «ο έξι παρά πέντε». Στην τάξη μας μπήκε απροειδοποίητα ένα σεπτεμβριανό πρωινό και με την πρώτη μας πήρε τον αέρα. Η αλήθεια είναι πως, ύστερα από ένα χρόνο ρεμπελιό, οι συμμαθητές μου κι εγώ δεν ήμασταν πια σχολική τάξη, αλλά μάλλον ορδή ημιαγρίων ταραχοποιών. Ο καινούργιος όμως δε σήκωνε τέτοια. Την πρώτη κιόλας μέρα πέταξε έξω τον Πατλάκα, το Χατζηγιάννη, το Χατζηαποστόλου κι άλλους δυο τρεις, που θορυβούσαν περισσότερο του ανεκτού.

Η προειδοποίηση:

«Πρόσεξε, γιατί θα σε πετάξω έξω!»

ήταν η συνηθέστερη απειλή κι αποδείχτηκε το αποτελεσματικότερο σωφρονιστικό όπλο του, γιατί πολύ σύντομα ο τρόπος και το περιεχόμενο των παραδόσεών του μας συνάρπασαν και κανείς δεν ήθελε να χάσει το μάθημά του.

Ποτέ του δε σκαμπίλισε ή έδειρε μαθητή, ούτε θυμάμαι να κράτησε ποτέ στα χέρια του βίτσα ή χάρακα ή άλλο όργανο τιμωρίας, που άλλοι καθηγητές δεν τ’ αποχωρίζονταν ποτέ.

Για πολλές βδομάδες, πάντως, η σκιά του καινούργιου καθηγητή στην τάξη μας ήταν δυσανάλογα βαρύτερη και μεγαλύτερη απ’ ό,τι αντιστοιχούσε στο λιγνό κορμί του. Για πρώτη φορά οι πρώην ρέμπελοι μαθητές αισθανθήκαμε πάνω μας μιαν εξουσία, που δεν μπορούσαμε ούτε να την αγνοήσουμε ούτε να την ανατρέψουμε. Στα διαλείμματα σχολιάζαμε με κακή διάθεση το νέο μπελά που μας βρήκε. Έχοντας θάρρος με τον πατέρα μου, του μετέφερα την ομόφωνη άποψη της τάξης.

«Ο καινούργιος καθηγητής μας είναι μεγάλο κέρατο.»

Ο παριστάμενος όμως στη συζήτηση Χαράλαμπος, στενός φίλος κι αιώνιος συμπαίκτης του πατέρα μου στο σκάκι, που συνήθως δεχόταν με συγκατάβαση και εύθυμη διάθεση τις διάφορες απόψεις μου, αυτήν τη φορά μού ‘βαλε πάγο.

«Κάνεις μεγάλο λάθος κι εσύ κι οι άλλοι. Ο Μίλτης είναι σπουδαίος άνθρωπος και άριστος δάσκαλος.»

Κατάπια τη γλώσσα μου. Το Χαράλαμπο τον παραδεχόμουν απόλυτα. Άρχισα να βλέπω μ’ άλλο μάτι τον καινούργιο καθηγητή κι ανακάλυψα πως διέφερε σε όλα σχεδόν τα σημεία από τους άλλους δάσκαλους ή καθηγητές που έτυχα να περάσω από τα χέρια τους. Αποδείχτηκε πως ο καινούργιος καθηγητής ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα, σπουδαίος φιλόλογος, εξαίρετος σκιτσογράφος, εραστής της φωτογραφίας, λάτρης της μουσικής και πολύγλωσσος. Πολύ σύντομα φάνηκε πως σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήξανε κι οι περισσότεροι συμμαθητές μου και στις αρχές του ‘42 άλλαξε ριζικά η διάθεση της πλειοψηφίας της τάξης μας απέναντι στο Μίλτη.

Ο Μίλτης δε μας δίδαξε μόνο τα αρχαία και τα νέα ελληνικά και την ιστορία, που πρόβλεπε το πρόγραμμα. Με τις διάφορες «εργασίες», που εγκαινίασε, μας έμαθε να μη φοβόμαστε ν’ ανοίγουμε μεγάλα, χοντρά βιβλία, μας έδωσε τα πρώτα στοιχεία της μεθοδικής ερευνητικής δουλειάς, το πώς να μνημονεύουμε τη βιβλιογραφία και φυσικά μας έκανε τους περισσότερους ν’ αγαπήσουμε την Ιστορία και τον Πολιτισμό. Τις επιδόσεις μας στις «εργασίες» του τις βαθμολογούσε σε ιδιαίτερη κατάσταση, ανεξάρτητη και άσχετη από τον πίνακα της κανονικής βαθμολογίας που παρουσίαζε στο Συμβούλιο των καθηγητών. Κάθε δύο μήνες μας ανακοίνωνε την πρόοδο που κάναμε. Στο τέλος της χρονιάς, οι δέκα που είχαν συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς (η βαθμολογία των εργασιών ήταν αθροιστική) έπαιρναν κάποιο έπαθλο, συνήθως σκίτσα του.

Φυσική και χημεία μας έκανε ο Αποστόλου, που όλοι τον λέγανε «Δάσκαλο» γιατί ήταν ο κατ’ εξοχήν τύπος του δασκάλου, με τη σημασία του πλάστη χαρακτήρων. Στο νησί ο τίτλος «δάσκαλος» είχε μεγαλύτερο κύρος από τον τίτλο «καθηγητής». Μου έμεινε αξέχαστο το πρώτο του μάθημα, γιατί μας συνάρπασε (εμένα – τουλάχιστον – οπωσδήποτε) μιλώντας μας για τις ομορφιές της χημείας. Τελικά μας έκανε ν’ αγαπήσουμε τη χημεία, ένα μάθημα με φήμη βαρετού και δύσκολου. Το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό χημικών και χημικών μηχανικών που είχαν τελειώσει κατά τη δεκαετία του ‘30 και κατά την Κατοχή τις εγκύκλιες σπουδές τους στο γυμνάσιό μας, οφείλεται στο πέρασμα του Δάσκαλου απ’ αυτό.

Σ’ αυτούς τους δύο δασκάλους, τον Μίλτη και τον Αποστόλου, οφείλω το διχασμό που με συνοδεύει από τότε ως και σήμερα. Την αδυναμία μου να επιλέξω αν τελικά θα γίνω καλός χημικός ή καλός φιλόλογος, με αποτέλεσμα να μη γίνω τίποτ’ από τα δύο.


(συνεχίζεται)
 
Στην φωτογραφία η τάξη του Μίμη, σε εκδρομή με το Μίλτη στο Πυργί, 27-5-43. Ο Μίμης, όρθιος, δεύτερος από αριστερά, ακουμπάει τα χέρια στους ώμους των συμμαθητών του.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω φωτογραφίες του Δάσκαλου στο αρχείο του πατέρα μου, ούτε στο διαδίκτυο.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Τσ’ Μυτ’λήν’ς, εφημερίδα "Εμπρός" | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »