Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Posts Tagged ‘ΦΟΜ’

Από όσα θυμάμαι από τον Φ.Ο.Μ. της Κατοχής

Posted by tofistiki στο 26/07/2010

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου που δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Α Σελάνα» της Μυτιλήνης

Ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης πρέπει να ιδρύθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄20. Αυτό το συμπεραίνω από το εξακριβωμένο γεγονός πως ο πατέρας μου, που μετατέθηκε στο υποκατάστημα Μυτιλήνης της Εμπορικής Τράπεζας το 1924 και παντρεύτηκε εδώ το 1927, υπήρξε ενεργό μέλος του ΦΟΜ και πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Πιραντέλλο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Μη έχοντας πρόσβαση στα αρχεία του Ομίλου, δεν είμαι βέβαιος για τις ακριβείς χρονολογίες. Με τη σειρά μου, υπήρξα και εγώ μέλος του ΦΟΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και συγκεκριμένα από το φθινόπωρο του ΄43 και μετά και αυτό έγινε όχι τόσο από φιλοτεχνική διάθεσή μου, αλλά για … συνωμοτικούς λόγους.

Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή.

Τον τρίτο χειμώνα της Κατοχής ήταν πια για όλους μας φανερό πως τα δύσκολα είχαν περάσει. Δεν ήταν μόνο οι συνεχείς ήττες και υποχωρήσεις των χιτλερικών σε όλα τα μέτωπα, που μας γέμιζαν αγαλλίαση, ούτε πως  η τρομερή πείνα, με τις εκατοντάδες τους θανάτους ήταν πια παρελθόν. Ήταν κάποια αισιόδοξη ατμόσφαιρα που άρχισε να δημιουργείται στην κατεχόμενη χώρα. Αυτό βέβαια δεν έγινε απότομα. Από το χειμώνα του ΄41 – 42 άρχισε να κυκλοφορεί στον κόσμο η φήμη για την «Οργάνωση». Κανείς δεν έλεγε τ’ όνομά της και κανείς δεν ήξερε τα μέλη της, όλοι όμως μάντευαν πως ανάμεσα μας υπήρχε και δρούσε κάποια αόρατη δύναμη, που δε λογάριαζε τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους.

Πολλά σημάδια μαρτυρούσαν την ύπαρξη και τη δράση αυτής της Οργάνωσης:
Η συστηματική διοργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά και τους άπορους, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες, κάποιες αποδράσεις κρατουμένων μέσα από την Γκεστάπο, το ξαφνικό ζωντάνεμα συλλόγων που επί χρόνια αδρανούσαν …

Σιγά-σιγά πολλοί δείχνανε σα να μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό. Ο καθένας κάτι είχε να πει, εμπιστευτικά, στον άλλον, λες και μετείχαν σε κάποια «συνομωσία», ελπιδοφόρα όμως συνομωσία, σα να περιμέναμε να γίνει σκόλη. Όπως διαπίστωσα, ο πατέρας μου, η μάνα μου και πολλοί φίλοι τους συμπεριφέρονταν σα να είχαν μυηθεί σ΄αυτή τη συνομωσία.

Το καλοκαίρι του ΄43 άρχισε να μου κάνει παρέα ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, που τον φωνάζαμε Γιαννάκα, συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ήταν ωραίο παιδί, με πλατύ μέτωπο, θεληματικό σαγόνι και γκρίζα μάτια, πολύ αγαπητός στους συμμαθητές μας. Η αλήθεια είναι πως μαζί του δεν είχα ως τότε πολλές φιλίες, γιατί εκείνος μεν ήταν φίλαθλος και ποδοσφαιριστής, με μέτριες επιδόσεις στα μαθήματα, εγώ δε ήμουν αγύμναστος, αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε μόνο το κολύμπι και η πεζοπορία.

Οι διαφορές μας αυτές γεφυρώθηκαν από τη συμμετοχή μας στην κοινή υπόθεση, όταν τελικά μου έσκασε το μυστικό. Μου είπε πως ήταν οργανωμένος σε μιαν οργάνωση, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, και μου πρότεινε να οργανωθώ κι εγώ. Δέχτηκα χωρίς κανένα δισταγμό και το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πως ήταν απόλυτα ενήμερος της «στρατολογίας» μου από τον Γιαννάκα, μια που αυτή η οργάνωση των νέων ανήκε σε μιαν ευρύτερη, στην καθαυτό «Οργάνωση», στην οποία, από τα τέλη του ΄41, ήταν κι ο πατέρας μου: στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ώστε αυτό ήταν το όνομα της Οργάνωσης: ΕΑΜ.

Όπως γράφω πιο πάνω, κανείς δεν έλεγε την οργάνωση με το όνομα του, τουλάχιστον ως τα μέσα του ΄43. Ο πολύς ο κόσμος ίσως να μην ήξερε στ΄ αλήθεια το όνομα, ενώ τα οργανωμένα μέλη της, φυσικά,  δεν έλεγαν λέξη. Οι Γερμανοί, που βεβαίως ξέρανε, από όσα γίνονταν στην άλλη Ελλάδα, την ύπαρξη του ΕΑΜ, είχαν φάει τα λυσσακά τους να εξακριβώσουν αν υπήρχε και στο νησί μας. Έτσι όσους πέφτανε στα χέρια τους, για οποιαδήποτε αιτία, δεν παραλείπανε να ρωτάνε αν ήξεραν ή είχαν ακούσει για το ΕΑΜ. Όλοι χωρίς εξαίρεση δήλωναν πλήρη άγνοια. Μια φορά όμως κάποιος, στην τυπική πια ερώτηση:

“Ξέρεις ή έχεις ακούσει τίποτα για κάποιο ΕΑΜ;”

απάντησε με μεγάλη προθυμία

“Και βέβαια ξέρω”

“Και ποιοι είναι σ΄ αυτό; πού βρίσκονται, μπορείς να μας πεις;” τον ρώτησαν, μη πιστεύοντας τα αυτιά τους

“Βεβαίως. Αύριο αν θέλετε πάμε μαζί να σας δείξω”

Την άλλη μέρα το πρωί, ο τύπος οδήγησε μια κουστωδία ένοπλους γκεσταπίτες στην Απάνω Σκάλα και τους έδειξε ένα κτίριο με την επιγραφή “Εταιρεία Αλιπάστων Μυτιλήνης – ΕΑΜ”

“Να εκεί είναι” τους λέει, “παστώνουν σαρδέλες” πρόσθεσε εμπιστευτικά….

Την άλλη βδομάδα ο Γιαννάκας με ειδοποίησε πως την Τετάρτη το βράδυ, 25 Νοεμβρίου 1943 (θυμάμαι ακόμα τη ημερομηνία) θα συνεδρίαζε για πρώτη φορά η ομάδα μας. Πήγα με καρδιοχτύπι και με κάποια μυστική έξαρση. Θα συμμετείχα σε κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό, που είχε όμως πολλά στοιχεία ρομαντισμού. Κάτι σαν συνομωσία κατά του καταχτητή, κάτι που ανακαλούσε μνήμες από τη Φιλική Εταιρεία. Συναντηθήκαμε στον Ταρλά και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, για να αναγνωριστούμε σφυρίζαμε μια μελωδία από τον Πέερ Γκυντ, που την είχαμε ακούσει την προηγούμενη βραδιά, όταν είδαμε στη “Σαπφώ” μια γερμανική ταινία μ΄ αυτόν τον τίτλο και μας είχε αρέσει πολύ.

Η συνεδρίαση έγινε στο σπίτι του Χρήστου του Σαραντίδη, που είχε τελειώσει πέρσι το Πρακτικό Λύκειο και τώρα δούλευε ηλεκτροτεχνίτης. Την ομάδα μας την αποτελούσαν εφτά παιδιά, όλοι μαθητές του Γυμνασίου ή του Πρακτικού Λυκείου: ο Τάκης ο Γιαννάκας, ο Τάκης ο Παπαθανασίου, ο επιλεγόμενος  Απτάλης, ο Κώστας ο Κασκαμπάς, ο Τζίμης ο Φράγκου, ο Γιώργος ο Αγιασώτης και εγώ.

Τελευταίος ήρθε ο «καθοδηγητής», ο Αντρέας, ένας λεπτός ξανθός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Χωρίς καμιά εισαγωγή μπήκε κατ΄ ευθείαν στο θέμα. Μας προσφώνησε “συναγωνιστές”, μας εξήγησε τους σκοπούς και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ, μας έδωσε τους κανόνες του συνωμοτισμού και μας έβαλε τα πρώτα καθήκοντα μας: κυρίως να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών και να οργανώσουμε τη διάδοση των ανακοινωθέντων των ξένων ραδιοσταθμών στον κόσμο.

Τον παρατηρούσα και τον άκουγα με κάποια απογοήτευση. Περίμενα κάτι το θερμότερο και πιο συναισθηματικό και το κοφτό και απότομο ύφος του, καθώς και τα ψυχρά γκριζογάλανα μάτια του με απώθησαν. Όταν ο Κώστας τον ρώτησε αν θα μας έδιναν όπλα και αν θα βγαίναμε στο βουνό, του εξήγησε με το ίδιο κοφτό ύφος, πως για την ώρα και με τις δοσμένες πολιτικο-στρατιωτικές συνθήκες, τέτοιο ζήτημα δε  μπαίνει για μας.

Ο Κώστας δεν είπε τίποτα αλλά ζάρωσε λίγο. Τα ίδια συναισθήματα φαίνεται πως προκάλεσε ο καθοδηγητής και στους υπόλοιπους της ομάδας, γιατί τις άλλες μέρες, καθώς ανταλλάσσαμε τις εντυπώσεις μας από την πρώτη συνεδρίαση, ο Απτάλης τον χαρακτήρισε “τρομοκράτη”. Με τον καιρό όμως διαπίστωσα πως, παρά την εμφάνιση του, ο “τρομοκράτης” ήταν στην πραγματικότητα πολύ ζεστό και καλοσυνάτο παιδί. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν ίσως κάποια αμυντική πανοπλία.

Από τα πρώτα «συνωμοτικά» μέτρα που πήραμε, ήταν και η εγγραφή μας στον Φιλοτεχνικό Όμιλο, που στεγαζόταν τότε στην αγορά, στη Στοά Γρηγορίου. Ο Αντρέας μας εξήγησε πως η ξαφνική ταχτική παρέα εφτά, ως χτες αγνώστων μεταξύ τους, νεαρών, ίσως κινούσε την περιέργεια και, γιατί όχι, την υποψία των γνωστών και των συμμαθητών μας, και οι υποψίες να φτάνανε ως τους Γερμανούς. Γι΄ αυτό θα έπρεπε να βρεθεί κάποια εύλογη εξήγηση. Η συμμετοχή όλων μας στον Όμιλο ήταν το καλύτερο πρόσχημα. Εκτός που ήταν από καιρό σε δικά μας χέρια, ο Όμιλος ήταν ένας πολύ παλιός, ιστορικός θα έλεγα, σύλλογος, με αξιόλογη δράση και πολύ καλό όνομα στην πόλη μας.

Από την αρχή μου άρεσε στον Όμιλο. Βρήκα εκεί ένα πολύ ανεβασμένο περιβάλλον, πολλά νέα παιδιά, μεγαλύτερά μου μερικά χρόνια, με μεταδοτική ζωντάνια και κέφι. Ήταν ο Αργύρης ο Αραβανόπουλος, ο Ραπίτης, ο Λευτέρης, που δε θυμάμαι πια το επώνυμό του αλλά δεν ξεχνώ την ευθυμία και την πειραχτική του διάθεση. Δυο από τα μέλη του Ομίλου, ο Παναγιωτόπουλος και ο Μπράντης παίζανε συχνά “α κατρ μαιν” στο πιάνο, που διέθετε ο ΦΟΜ και είχαν συνθέσει δυο “εμβατήρια”. Το τούρκικο και το βουλγάρικο. Στο τούρκικο εμβατήριο τα λόγια ήταν όλες οι τουρκικές λέξεις που είχαν παρεισφρύσει στη λεσβιακή διάλεκτο, ατάκτως εριμμένες:

Γιαγνίς-ολντού μπιλμέμ, καρντάς
μιντέρ, γκιρίζ, ταχτέρ-ταχτέρ

και ούτω καθ΄εξής. Η “επωδός” ήταν

τσικμά σουκάκ – τσιλίκ τσουμάκ
τσιλίκ τσουμάκ- τσικμά σουκάκ

Στο βουλγαρικό, ελλείψει αυθεντικών  βουλγαρικών λέξεων (πού να τις βρουν άλλωστε) είχαν επινοήσει  δικές τους. Και τα δύο όμως είχαν ωραία μουσική – του  τουρκικού μάλιστα θύμιζε αχνά την «αλά τούρκα» του Μότσαρτ – και τα τραγουδούσαμε εν χορώ.

Στον ΦΟΜ γνώρισα και τον Θανάση τον Πολυχρονιάδη. Βέβαια δε γίναμε τότε φίλοι, γιατί η διαφορά ηλικίας ήταν σημαντική, μαθητής Γυμνασίου εγώ, απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας εκείνος. Μας συνέδεσε όμως το γεγονός πως είχαμε και οι δύο οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Ανέβασε, τότε, ο ΦΟΜ το «Στραβόξυλο» του Ψαθά, σε σκηνοθεσία του Στρατή Παρασκευαΐδη ή «Παράξενου», με πρωταγωνιστές τον Βουλαλά, που έπαιζε τον κύριο Μαρουλή, δηλαδή το Στραβόξυλο και τον Θανάση, που ερμήνευε το ρόλο του Περικλή, του αφελή και κάπως κουτού κλητήρα του Στραβόξυλου. Παίζανε ακόμα η Λιανά, η Σιμόνη Κανόνη, ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος και άλλοι εξαιρετικοί ερασιτέχνες ηθοποιοί.
Δεν ξέρω αν οφειλόταν στη διδασκαλία του Στρατή Παρασκευαΐδη ή στο ταλέντο του Θανάση, αλλά το παίξιμό του δεν ήταν απλή ερμηνεία, ήταν πραγματική δημιουργία. Από τότε, ερχόμενος στην Αθήνα, είδα άλλες τρεις φορές την κωμωδία του Ψαθά, με σπουδαίους ηθοποιούς, αλλά κανείς δε συγκρινόταν με τον «Περικλή» του Θανάση.

Ο Θανάσης ήταν, από τότε, δεινός αφηγητής ανεκδότων και εύθυμων ιστοριών και όπως είναι φυσικό γινόταν το κέντρο της παρέας. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, πολλά μέλη του ΦΟΜ καθόμασταν στο εντευκτήριο του Ομίλου, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου της στοάς Γρηγορίου και φλυαρούσαμε, με εύθυμη διάθεση, περί ανέμων και υδάτων, ενώ στο πιάνο ο Γιώργος ο Παναγιωτόπουλος αυτοσχεδίαζε ένα είδος μουσικής υπόκρουσης της κουβέντας μας. Τότε άνοιξε η κεντρική τζαμόπορτα και μπήκε … ένα λυκόσκυλο, πίσω του δε ο γιγαντόσωμος Χανς Βούντερλιχ, διοικητής της Γκεστάπο, κρατώντας το δερμάτινο μαστίγιό του, που ποτέ δεν αποχωριζόταν!
Παγώσαμε όλοι. Ο Βούντερλιχ ήταν διαβόητος για τις μεθόδους «ανάκρισης» που εφάρμοζε, ο ίδιος  προσωπικά στους κρατουμένους με την ενεργό συμμετοχή του λυκόσκυλου. Μόνο που αυτή τη φορά δε φαινόταν να έχει κακές προθέσεις. Φαίνεται πως, περνώντας στην αγορά, άκουσε τα γέλια μας και το πιάνο και υπέθεσε πως ήταν κάποιο κέντρο διασκέδασης. Αφού του δόθηκαν οι σχετικές εξηγήσεις από τον Βουλαλά σε μίγμα ελληνογερμανικών, θρονιάστηκε στον κεντρικό καναπέ, με το λυκόσκυλο ξαπλωμένο στα πόδια του και λέει στον Παναγιωτόπουλο

«Εσύ, παίξε Λιλή Μαρλέν»

Ο Γιώργος συμμορφώθηκε, αλλά από την ταραχή του έπαιξε το δημοφιλές τραγουδάκι τόσο άσκημα, που ο Απτάλης δεν κρατήθηκε και μου ψιθύρισε

«Να δεις που θα βγάλει το πιστόλι του και θα τον εκτελέσει»

Ύστερα από λίγο ο γκεσταπίτης σηκώθηκε, μας χαιρέτησε και έφυγε ακολουθούμενος από το σκυλί του. Ανασάναμε.

 

Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμη για την ατμόσφαιρα , τις συζητήσεις και τις δραστηριότητες μας στον ΦΟΜ αλλά σεβόμενος την υπομονή των αναγνωστών και τη χωρητικότητα των σελίδων της «Σελάνας» σταματώ.

Η φωτογραφία είναι παρμένη από τον ιστότοπο της Κολεκτίβας «Βραχόκηπος»
Οι εικονιζόμενοι είναι ο Νότης Παναγιώτου και Αργύρης Αραβανόπουλος,
επίλεκτα μελη του ΦΟΜ, σε άλλου τύπου δραστηριότητες

 
 
 

Posted in περιοδικό "Α Σελάνα", Δημοσιεύσεις, Περιοδικό, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »