Το Φιστίκι

ηλε-περιοδικό ευτράπελης ύλης, φωταδιστικό και κουλτουριάρικο

Posts Tagged ‘Μυτιλήνη’

Επετειακό

Posted by tofistiki στο 28/10/2011

Λίγο πριν το τέλος της σημερινής -επεισοδιακής- επετείου, αναδημοσιεύουμε τις αναμνήσεις από την πρώτη μέρα του πολέμου, μέσα από τα μάτια του Δημήτρη Σαραντάκου, που τότε ήταν μαθητής Γυμνασίου, από την ανάρτηση που έκανε προχτές στο ιστολόγιό του, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, ο Νίκος Σαραντάκος.
 

Η πρώτη μέρα του πολέμου

Εκείνο το πρωί όταν κατέβηκα στην τραπεζαρία του σπιτιού μας για να πιω το πρωινό και εν συνεχεία να πάρω την τσάντα μου και να φύγω για το σχολείο, βρήκα τη μητέρα μου να κλαίει.. Ο πατέρας μου είχε κι όλας φύγει για τη δουλειά του, ενώ από το ραδιόφωνό μας ακουγόταν το εμβατήριο «περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός».

«Πόλεμος!» μου λέει όταν με είδε «μας χτύπησαν οι Ιταλοί» Όταν άκουσα τα νέα, πήρα την τσάντα μου και έφυγα αμέσως για το σχολείο, ενώ εκείνη μου φώναζε ξοπίσω μου:  «Κάτσε να βάλεις κάτι στο στόμα σου!» Εμένα όμως δε με σταματούσε τίποτα.

Πηγαίνοντας προς το Γυμνάσιο, καθώς διέσχιζα την αγορά, μου έκανε εντύπωση πως όλος ο κόσμος κουβέντιαζε ζωηρά, αλλά δεν έδειχναν ούτε φόβο ούτε ηττοπάθεια, αλλά κάτι που έμοιαζε με ενθουσιασμό.

Τότε θυμήθηκα την κουβέντα που παρακολούθησα να κάνουν οι μεγάλοι, όταν προχτές πήγαμε να χαιρετίσουμε τον διευθυντή της Τράπεζας, στην οποία δούλευε ο πατέρας μου, που λεγόταν Δημήτρης, σαν και μένα. Είχαμε πάει μαζί με τη μητέρα μου και τον Χαράλαμπο και βρήκαμε εκεί μαζεμένους πολλούς: διευθυντές άλλων τραπεζών, τον Νομάρχη, τον Δεσπότη, τον υποδιοικητή της Αστυνομίας, που συζητούσαν ζωηρά. Μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» το Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, όλοι περιμέναμε πως οι Ιταλοί θα μας χτυπούσαν, αλλά τούτοι εδώ πίστευαν πως ο πόλεμος θα διαρκούσε λίγες μέρες.

«Θα πέσουν μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι όλα θα τελειώσουν σε λίγες μέρες» έλεγε ο διευθυντής της Εθνικής τράπεζας

Ο Γράβαλης, που έβγαζε την εφημερίδα «το Φως» είπε: «Είναι καιρός να ενταχθώμεν εις την Ευρώπην, ηνωμένην υπό μίαν σιδηράν εξουσίαν»

Είδα πως η μητέρα μου κοίταζε με μεγάλη ανησυχία τον πατέρα μου, γιατί φοβόταν πως δε θα κρατιόταν άλλο και θα ξεσπούσε. Έτσι με νοήματα συνεννοήθηκε μαζί του και με τον Χαράλαμπο και σηκωθήκαμε όλοι, τους χαιρετήσαμε και φύγαμε.

Γυρνώντας στο σπίτι τους άκουσα να κουβεντιάζουν. Ο πατέρας μου ήταν πολύ στεναχωρημένος: «Να δεις που θα μας πουλήσουν στους φασίστες, είναι βλέπεις σαρξ εκ της σαρκός τους» είπε του Χαράλαμπου. Εκείνος όμως, που είχε σπουδάσει τέσσερα χρόνια στην Ιταλία δε συμφώνησε μαζί του. Τον άκουσα που του έλεγε.

«Ξέρεις, μπορεί ο Μεταξάς να είναι φασίστας, αλλά αντίθετα με τον Μουσολίνι, την εξουσία του τη χρωστά στο βασιλιά, δηλαδή στους Άγγλους».

Με τις σκέψεις αυτές, έφτασα στο Γυμνάσιο, όπου βρήκα όλα τα παιδιά να συζητάνε ζωηρά. Χτύπησε το κουδούνι και παραταχθήκαμε για την προσευχή, κατόπιν όμως αντί να μπούμε στις τάξεις, ο Γυμνασιάρχης μας είπε πως δε θα γινόταν μάθημα, αλλά να ξανάρθουμε χωρίς τις τσάντες μας στις 12 η ώρα για να παρελάσουμε.

Με τον Κώστα και τον Στράτο, που ήμασταν γειτονόπουλα, γυρίσαμε μαζί στα σπίτια μας. Η είδηση πως είχαμε πόλεμο δε μας είχε τρομάξει αλλά πάντως μας επηρέασε και έτσι δεν κάναμε τις καθιερωμένες μας σκανταλιές, που συνοδεύαν απαραίτητα τον γυρισμό μας από το σχολείο. Δεν αγριέψαμε, γαβγίζοντας, το σκύλο του γιατρού του Αθανασίου, δε χτυπήσαμε επίμονα το κουδούνι στην εξώπορτα της κυρίας Ευτέρπης, που έμενε στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού της και δε σπρώξαμε τα σκουπίδια που μάζευε η κυρία Γκόλφω, από την πόρτα της στην διπλανή πόρτα του κυρίου Κοντοπιάδη. Μπαίνοντας στο δρομάκο μας, τα τέσσερα ραδιόφωνα της γειτονιάς παίζανε δυνατά δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια.

Καθώς δεν είχα φάει φεύγοντας έπεσα με τα μούτρα στην ομελέτα που μου έφτιαξε στα σβέλτα η μητέρα μου. Έτρωγα όταν μπήκε ο πατέρας μου: «Θα ξαναπάω στο Γυμνάσιο, γιατί θα κάνουμε παρέλαση» τους ανακοίνωσα.

«Πατριώτης θα μου γίνεις τώρα;» μου έβαλε πάγο η μητέρα μου, που δυσφορούσε με τις παρελάσεις που κάθε λίγο και λιγάκι οργάνωνε η ΕΟΝ και μας υποχρέωναν να πηγαίνουμε. Μου έκανε εντύπωση η κουβέντα του πατέρα μου, που τον ήξερα πως ήταν αριστερός και μισούσε το Μεταξά και την 4η Αυγούστου. «Όλοι μας είμαστε σήμερα πατριώτες» της λέει.

Στο Γυμνάσιο μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά και ο γυμναστής μας μας είπε να παραταχθούμε κατά τάξεις. Μπήκε μπροστά η μπάντα των προσκόπων (τι μπάντα δηλαδή, την αποτελούσαν δυο τυμπανιστές, δυο σαλπιγκτές κι ένας που χτυπούσε να πιάτα) και ξεκινήσαμε. Βγαίνοντας από την αυλή του Γυμνασίου είδαμε πως η Προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο.  Λες και όλη η Μυτιλήνη είχε βγει στους δρόμους. Παντού επικρατούσε ο ίδιος ενθουσιασμός.

Από τα ραδιόφωνα των καφενείων και των άλλων κέντρων της Προκυμαίας, που παίζανε στη διαπασών, ακούγονταν δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Μου έκανε εντύπωση πως δεν έπαιξαν ούτε το «Γιατί χαίρεται ο κόσμος» ούτε το «Εμπρός για μια Ελλάδα νέα» που ήταν τα καθιερωμένα εμβατήρια των παρελάσεων της ΕΟΝ, αλλά παλιά εμβατήρια, που εμείς δεν τα ξέραμε. Μερικά εγώ τα άκουγα να τα τραγουδά, όταν ερχόταν στο κέφι, ο θείος μου ο Αντρέας, που ήταν αξιωματικός, απότακτος του κινήματος του ΄35. Πιο πολύ όμως παίζανε δημοτικά τραγούδια, που δημιουργούσαν ατμόσφαιρα πανηγυριού.

Το βράδυ μαζεύτηκαν στο σπίτι μας συγγενείς και φίλοι  για να ακούσουμε τις ειδήσεις και να σχολιάσουν την κατάσταση. Γενικώς ήταν όλοι χαρούμενοι. Τους είχε συνεπάρει ο ενθουσιασμός με τον οποίον ο λαός αντιμετώπισε την κήρυξη του πολέμου. Ο Κανόνης ως σπουδάσας στην Ιταλία, ανάπτυξε την άποψή του

«Ο ιταλικός λαός είναι σίγουρο πως δε θέλει τον πόλεμο. Και από ιδιοσυγκρασία αλλά και γιατί πολεμά από το 1935, πρώτα στην Αβησσυνία και μετά στην Ισπανία. Μονάχα οι μελανοχίτωνες και οι λοιποί φασίστες είναι φιλοπόλεμοι, αλλά αυτοί και λίγοι είναι και στα μετόπισθεν φροντίζουν να μένουν»

Ο θείος Ανδρέας μας είπε ότι είχε παρουσιαστεί στο Φρουραρχείο κι είχε ζητήσει να καταταγεί έστω και απλός στρατιώτης. Του είπανε πως τους απότακτους του κινήματος αξιωματικούς θα τους αντιμετώπιζαν ομαδικά και όχι μεμονωμένα.  Ο θείος Θόδωρος μας είπε ότι όπως άκουσε στην αγορά οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές και τις εξορίες είχαν επίσης ζητήσει να στρατευτούν για να πολεμήσουν. Μου έκανε εντύπωση το ξέσπασμα του θείου Αντρέα, όταν ακούσαμε από το ραδιόφωνο πως Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος

«Φτου! Τον πιο απόλεμο αξιωματικό βρήκαν να βάλουν;» και στράφηκε στον πατέρα μου. «Ξέρεις, βρε Νίκο, δεν έχει ποτέ του διοικήσει μεγάλη μονάδα».

Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα του πολέμου.

……………………………………………………………………………………

Τελικά ο θείος Ανδρέας (Κυπαρίσσης) ανακλήθηκε ως έφεδρος εκ μονίμων με το βαθμό του και πολύ σύντομα έφυγε για το μέτωπο. Το ίδιο έγινε με όλους τους αξιωματικούς του κινήματος. Αυτοί οι δημοκράτες υπολοχαγοί,  λοχαγοί και  ταγματάρχες ήταν που καθοδήγησαν τον πόλεμο στο αλβανικό μέτωπο. Στρατεύθηκε και ο άλλος θείος μου, ο Γιώργος ο Μίσσιος, έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων αλλά τοποθετήθηκε σε μια μονάδα κοντά στις Σέρρες, μακρυά από το μέτωπο. Ο θείος Θόδωρος ο Σάμιος στρατεύθηκε ως νοσοκόμος. Ο Χαράλαμπος ο Κανόνης ως σπουδάσας στο εξωτερικό ήταν αγύμναστος και γιαυτό όταν επιστρατεύθηκε έμεινε για τη βασική εκπαίδευση στη Λέσβο. Ο πατέρας μου δεν επιστρατεύθηκε, όχι τόσο λόγω ηλικίας (ήταν τότε  τριανταεφτά χρονών) αλλά λόγω ειδικότητας. Στο αλβανικό μέτωπο το πεδινό πυροβολικό είχε περιορισμένη δράση.  Έμεινε στα μετόπισθεν, θεατής του πολέμου και αρχηγός της ευρύτερης οικογένειας. Τον συγκίνησε ιδιαίτερα η είδηση πως επικεφαλής ενός από τα τμήματα, που απόκρουσαν και ανέτρεψαν τους Ιταλούς ήταν ο πρώτος του ξάδερφος, ο Κώστας ο Δαβάκης, που τον αγαπούσε και εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Υπερνικώντας την αποστροφή του προς το καθεστώς, παρουσιάστηκε στην Πολιτική Αεράμυνα, όπου κάτι κουραμπιέδες μόνιμοι αξιωματικοί, συνεπικουρούμενοι  από κάποιους φανφαρόνους της ΕΟΝ, δεν έκαναν απολύτως τίποτα, εκτός από το να γυρνούν τη νύχτα και να επιβλέπουν αν τηρείται ο συσκοτισμός.

Ο πατέρας μου προσπάθησε να τους υποδείξει ότι ο κυριότερος κίνδυνος σε περίπτωση βομβαρδισμού σε μια πόλη σαν τη Μυτιλήνη, με τα περισσότερα σπίτια ξύλινα και πολύ κοντά τόνα στο άλλο ήταν η πυρκαγιά, για την αντιμετώπιση της οποίας έπρεπε να καθοδηγηθεί κατάλληλα ο πληθυσμός, αλλά οι αεραμυνίτες αγρόν ηγόρασαν.

Κυρίως ασχολήθηκε κάνοντας σατιρικές παραφράσεις γνωστών τραγουδιών, που τις έστελνε, συνοδευόμενες πολλές φορές από σκίτσα, με ταχυδρομικά δελτάρια στους φίλους του στο μέτωπο.

Μία από τις παραφράσεις αυτές  ήταν του επιθεωρησιακού τραγουδιού “Με λεν μπεκρή”, που ο Πέτρος Κυριακός είχε κάνει μεγάλο σουξέ

Με λεν Μπενί-
κι έχω φωνή
που όλη δονεί τη σφαίρα

και της Ευρώ-
μα το σταυρό
της πήρα τον αέρα.

Μεγάλες νι-                  [νίλες βεβαίως -όχι νίκες!]
στην Αλβανί-
κι αν έπαθε ο στρατός μου,

δεν του κακιώ-
είναι μαγγιό-                [μαγγιόρος]
κι ο πιο καλός του κόσμου.

Ρεφραίν

Τους διχτάτορες κι αν πιάσουνε,
σένα δε θα σε κρεμάσουνε
Τι κιαν μας κανεις το νταή
τον λιονταρή και τον παλληκαρά

Είσ’ ο Μπενίτο
κι ούτε για ζήτω
δεν κάνεις τώρα φουκαρά.

Ας ακούσουμε τον πατέρα μου να τραγουδάει την παράφραση “Με λεν Μπενί-” [προσοχή: όχι Μπένυ!]
(σημείωση φιστικιού: για να ακούσετε το ηχητικό, επισκεφτείτε το ιστολόγιο του Νίκου)

Μια άλλη παράφραση που αναφερόταν στην κόρη του Μουσολίνι την Εντα Τσιάνο βασιζόνταν στο δημοφιλές τραγούδι «Μάρω Μάρω, μια φορά ειν΄τα νιάτα», που η 4η Αυγούστου είχε απαγορέψει ως … άσεμνο, γιατί σε μια στροφή του έλεγε …του κορμιού την πρώτη γλύκα μην τηνε φυλάς για προίκα…

Από ό,τι θυμάμαι, γιατί δε μπόρεσα να βρω το χειρόγραφο, το ρεφραίν άρχιζε: Έντα, Έντα, ήντα είναι τούτα.

Θυμίζω παλιότερα άρθρα του ιστολογίου για την 28η Οκτωβρίου και τον πόλεμο:

Το σατιρικό τραγούδι στη Μυτιλήνη τα χρόνια της Κατοχής (Ο Δημ. Σαραντάκος θυμάται και τραγουδάει)

Το μεγάλο ταξίδι της Ρετζινέλας (Η ιστορία του τραγουδιού Κορόιδο Μουσολίνι)

Θα υπάρχουν πολλά αξιόλογα άρθρα σε άλλα ιστολόγια για την 28η Οκτωβρίου, εγώ όμως πρόσεξα το φετινό του Αλλού Φαν Μαρξ: Ο Βάρναλης για την επέτειο της 28ης. Δείτε όμως και τα προηγούμενα αφιερώματά του, αξίζουν!

.

.

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Αναμνήσεις, Επικαιρότητα, Ιστορία | Με ετικέτα: , , , , | Leave a Comment »

Από όσα θυμάμαι από τον Φ.Ο.Μ. της Κατοχής

Posted by tofistiki στο 26/07/2010

Άρθρο του Δημήτρη Σαραντάκου που δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Α Σελάνα» της Μυτιλήνης

Ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης πρέπει να ιδρύθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄20. Αυτό το συμπεραίνω από το εξακριβωμένο γεγονός πως ο πατέρας μου, που μετατέθηκε στο υποκατάστημα Μυτιλήνης της Εμπορικής Τράπεζας το 1924 και παντρεύτηκε εδώ το 1927, υπήρξε ενεργό μέλος του ΦΟΜ και πήρε μέρος στην παράσταση του έργου του Πιραντέλλο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Μη έχοντας πρόσβαση στα αρχεία του Ομίλου, δεν είμαι βέβαιος για τις ακριβείς χρονολογίες. Με τη σειρά μου, υπήρξα και εγώ μέλος του ΦΟΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και συγκεκριμένα από το φθινόπωρο του ΄43 και μετά και αυτό έγινε όχι τόσο από φιλοτεχνική διάθεσή μου, αλλά για … συνωμοτικούς λόγους.

Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή.

Τον τρίτο χειμώνα της Κατοχής ήταν πια για όλους μας φανερό πως τα δύσκολα είχαν περάσει. Δεν ήταν μόνο οι συνεχείς ήττες και υποχωρήσεις των χιτλερικών σε όλα τα μέτωπα, που μας γέμιζαν αγαλλίαση, ούτε πως  η τρομερή πείνα, με τις εκατοντάδες τους θανάτους ήταν πια παρελθόν. Ήταν κάποια αισιόδοξη ατμόσφαιρα που άρχισε να δημιουργείται στην κατεχόμενη χώρα. Αυτό βέβαια δεν έγινε απότομα. Από το χειμώνα του ΄41 – 42 άρχισε να κυκλοφορεί στον κόσμο η φήμη για την «Οργάνωση». Κανείς δεν έλεγε τ’ όνομά της και κανείς δεν ήξερε τα μέλη της, όλοι όμως μάντευαν πως ανάμεσα μας υπήρχε και δρούσε κάποια αόρατη δύναμη, που δε λογάριαζε τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους.

Πολλά σημάδια μαρτυρούσαν την ύπαρξη και τη δράση αυτής της Οργάνωσης:
Η συστηματική διοργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά και τους άπορους, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες, κάποιες αποδράσεις κρατουμένων μέσα από την Γκεστάπο, το ξαφνικό ζωντάνεμα συλλόγων που επί χρόνια αδρανούσαν …

Σιγά-σιγά πολλοί δείχνανε σα να μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό. Ο καθένας κάτι είχε να πει, εμπιστευτικά, στον άλλον, λες και μετείχαν σε κάποια «συνομωσία», ελπιδοφόρα όμως συνομωσία, σα να περιμέναμε να γίνει σκόλη. Όπως διαπίστωσα, ο πατέρας μου, η μάνα μου και πολλοί φίλοι τους συμπεριφέρονταν σα να είχαν μυηθεί σ΄αυτή τη συνομωσία.

Το καλοκαίρι του ΄43 άρχισε να μου κάνει παρέα ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, που τον φωνάζαμε Γιαννάκα, συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ήταν ωραίο παιδί, με πλατύ μέτωπο, θεληματικό σαγόνι και γκρίζα μάτια, πολύ αγαπητός στους συμμαθητές μας. Η αλήθεια είναι πως μαζί του δεν είχα ως τότε πολλές φιλίες, γιατί εκείνος μεν ήταν φίλαθλος και ποδοσφαιριστής, με μέτριες επιδόσεις στα μαθήματα, εγώ δε ήμουν αγύμναστος, αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε μόνο το κολύμπι και η πεζοπορία.

Οι διαφορές μας αυτές γεφυρώθηκαν από τη συμμετοχή μας στην κοινή υπόθεση, όταν τελικά μου έσκασε το μυστικό. Μου είπε πως ήταν οργανωμένος σε μιαν οργάνωση, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, και μου πρότεινε να οργανωθώ κι εγώ. Δέχτηκα χωρίς κανένα δισταγμό και το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πως ήταν απόλυτα ενήμερος της «στρατολογίας» μου από τον Γιαννάκα, μια που αυτή η οργάνωση των νέων ανήκε σε μιαν ευρύτερη, στην καθαυτό «Οργάνωση», στην οποία, από τα τέλη του ΄41, ήταν κι ο πατέρας μου: στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ώστε αυτό ήταν το όνομα της Οργάνωσης: ΕΑΜ.

Όπως γράφω πιο πάνω, κανείς δεν έλεγε την οργάνωση με το όνομα του, τουλάχιστον ως τα μέσα του ΄43. Ο πολύς ο κόσμος ίσως να μην ήξερε στ΄ αλήθεια το όνομα, ενώ τα οργανωμένα μέλη της, φυσικά,  δεν έλεγαν λέξη. Οι Γερμανοί, που βεβαίως ξέρανε, από όσα γίνονταν στην άλλη Ελλάδα, την ύπαρξη του ΕΑΜ, είχαν φάει τα λυσσακά τους να εξακριβώσουν αν υπήρχε και στο νησί μας. Έτσι όσους πέφτανε στα χέρια τους, για οποιαδήποτε αιτία, δεν παραλείπανε να ρωτάνε αν ήξεραν ή είχαν ακούσει για το ΕΑΜ. Όλοι χωρίς εξαίρεση δήλωναν πλήρη άγνοια. Μια φορά όμως κάποιος, στην τυπική πια ερώτηση:

“Ξέρεις ή έχεις ακούσει τίποτα για κάποιο ΕΑΜ;”

απάντησε με μεγάλη προθυμία

“Και βέβαια ξέρω”

“Και ποιοι είναι σ΄ αυτό; πού βρίσκονται, μπορείς να μας πεις;” τον ρώτησαν, μη πιστεύοντας τα αυτιά τους

“Βεβαίως. Αύριο αν θέλετε πάμε μαζί να σας δείξω”

Την άλλη μέρα το πρωί, ο τύπος οδήγησε μια κουστωδία ένοπλους γκεσταπίτες στην Απάνω Σκάλα και τους έδειξε ένα κτίριο με την επιγραφή “Εταιρεία Αλιπάστων Μυτιλήνης – ΕΑΜ”

“Να εκεί είναι” τους λέει, “παστώνουν σαρδέλες” πρόσθεσε εμπιστευτικά….

Την άλλη βδομάδα ο Γιαννάκας με ειδοποίησε πως την Τετάρτη το βράδυ, 25 Νοεμβρίου 1943 (θυμάμαι ακόμα τη ημερομηνία) θα συνεδρίαζε για πρώτη φορά η ομάδα μας. Πήγα με καρδιοχτύπι και με κάποια μυστική έξαρση. Θα συμμετείχα σε κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό, που είχε όμως πολλά στοιχεία ρομαντισμού. Κάτι σαν συνομωσία κατά του καταχτητή, κάτι που ανακαλούσε μνήμες από τη Φιλική Εταιρεία. Συναντηθήκαμε στον Ταρλά και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, για να αναγνωριστούμε σφυρίζαμε μια μελωδία από τον Πέερ Γκυντ, που την είχαμε ακούσει την προηγούμενη βραδιά, όταν είδαμε στη “Σαπφώ” μια γερμανική ταινία μ΄ αυτόν τον τίτλο και μας είχε αρέσει πολύ.

Η συνεδρίαση έγινε στο σπίτι του Χρήστου του Σαραντίδη, που είχε τελειώσει πέρσι το Πρακτικό Λύκειο και τώρα δούλευε ηλεκτροτεχνίτης. Την ομάδα μας την αποτελούσαν εφτά παιδιά, όλοι μαθητές του Γυμνασίου ή του Πρακτικού Λυκείου: ο Τάκης ο Γιαννάκας, ο Τάκης ο Παπαθανασίου, ο επιλεγόμενος  Απτάλης, ο Κώστας ο Κασκαμπάς, ο Τζίμης ο Φράγκου, ο Γιώργος ο Αγιασώτης και εγώ.

Τελευταίος ήρθε ο «καθοδηγητής», ο Αντρέας, ένας λεπτός ξανθός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Χωρίς καμιά εισαγωγή μπήκε κατ΄ ευθείαν στο θέμα. Μας προσφώνησε “συναγωνιστές”, μας εξήγησε τους σκοπούς και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ, μας έδωσε τους κανόνες του συνωμοτισμού και μας έβαλε τα πρώτα καθήκοντα μας: κυρίως να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών και να οργανώσουμε τη διάδοση των ανακοινωθέντων των ξένων ραδιοσταθμών στον κόσμο.

Τον παρατηρούσα και τον άκουγα με κάποια απογοήτευση. Περίμενα κάτι το θερμότερο και πιο συναισθηματικό και το κοφτό και απότομο ύφος του, καθώς και τα ψυχρά γκριζογάλανα μάτια του με απώθησαν. Όταν ο Κώστας τον ρώτησε αν θα μας έδιναν όπλα και αν θα βγαίναμε στο βουνό, του εξήγησε με το ίδιο κοφτό ύφος, πως για την ώρα και με τις δοσμένες πολιτικο-στρατιωτικές συνθήκες, τέτοιο ζήτημα δε  μπαίνει για μας.

Ο Κώστας δεν είπε τίποτα αλλά ζάρωσε λίγο. Τα ίδια συναισθήματα φαίνεται πως προκάλεσε ο καθοδηγητής και στους υπόλοιπους της ομάδας, γιατί τις άλλες μέρες, καθώς ανταλλάσσαμε τις εντυπώσεις μας από την πρώτη συνεδρίαση, ο Απτάλης τον χαρακτήρισε “τρομοκράτη”. Με τον καιρό όμως διαπίστωσα πως, παρά την εμφάνιση του, ο “τρομοκράτης” ήταν στην πραγματικότητα πολύ ζεστό και καλοσυνάτο παιδί. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν ίσως κάποια αμυντική πανοπλία.

Από τα πρώτα «συνωμοτικά» μέτρα που πήραμε, ήταν και η εγγραφή μας στον Φιλοτεχνικό Όμιλο, που στεγαζόταν τότε στην αγορά, στη Στοά Γρηγορίου. Ο Αντρέας μας εξήγησε πως η ξαφνική ταχτική παρέα εφτά, ως χτες αγνώστων μεταξύ τους, νεαρών, ίσως κινούσε την περιέργεια και, γιατί όχι, την υποψία των γνωστών και των συμμαθητών μας, και οι υποψίες να φτάνανε ως τους Γερμανούς. Γι΄ αυτό θα έπρεπε να βρεθεί κάποια εύλογη εξήγηση. Η συμμετοχή όλων μας στον Όμιλο ήταν το καλύτερο πρόσχημα. Εκτός που ήταν από καιρό σε δικά μας χέρια, ο Όμιλος ήταν ένας πολύ παλιός, ιστορικός θα έλεγα, σύλλογος, με αξιόλογη δράση και πολύ καλό όνομα στην πόλη μας.

Από την αρχή μου άρεσε στον Όμιλο. Βρήκα εκεί ένα πολύ ανεβασμένο περιβάλλον, πολλά νέα παιδιά, μεγαλύτερά μου μερικά χρόνια, με μεταδοτική ζωντάνια και κέφι. Ήταν ο Αργύρης ο Αραβανόπουλος, ο Ραπίτης, ο Λευτέρης, που δε θυμάμαι πια το επώνυμό του αλλά δεν ξεχνώ την ευθυμία και την πειραχτική του διάθεση. Δυο από τα μέλη του Ομίλου, ο Παναγιωτόπουλος και ο Μπράντης παίζανε συχνά “α κατρ μαιν” στο πιάνο, που διέθετε ο ΦΟΜ και είχαν συνθέσει δυο “εμβατήρια”. Το τούρκικο και το βουλγάρικο. Στο τούρκικο εμβατήριο τα λόγια ήταν όλες οι τουρκικές λέξεις που είχαν παρεισφρύσει στη λεσβιακή διάλεκτο, ατάκτως εριμμένες:

Γιαγνίς-ολντού μπιλμέμ, καρντάς
μιντέρ, γκιρίζ, ταχτέρ-ταχτέρ

και ούτω καθ΄εξής. Η “επωδός” ήταν

τσικμά σουκάκ – τσιλίκ τσουμάκ
τσιλίκ τσουμάκ- τσικμά σουκάκ

Στο βουλγαρικό, ελλείψει αυθεντικών  βουλγαρικών λέξεων (πού να τις βρουν άλλωστε) είχαν επινοήσει  δικές τους. Και τα δύο όμως είχαν ωραία μουσική – του  τουρκικού μάλιστα θύμιζε αχνά την «αλά τούρκα» του Μότσαρτ – και τα τραγουδούσαμε εν χορώ.

Στον ΦΟΜ γνώρισα και τον Θανάση τον Πολυχρονιάδη. Βέβαια δε γίναμε τότε φίλοι, γιατί η διαφορά ηλικίας ήταν σημαντική, μαθητής Γυμνασίου εγώ, απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας εκείνος. Μας συνέδεσε όμως το γεγονός πως είχαμε και οι δύο οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Ανέβασε, τότε, ο ΦΟΜ το «Στραβόξυλο» του Ψαθά, σε σκηνοθεσία του Στρατή Παρασκευαΐδη ή «Παράξενου», με πρωταγωνιστές τον Βουλαλά, που έπαιζε τον κύριο Μαρουλή, δηλαδή το Στραβόξυλο και τον Θανάση, που ερμήνευε το ρόλο του Περικλή, του αφελή και κάπως κουτού κλητήρα του Στραβόξυλου. Παίζανε ακόμα η Λιανά, η Σιμόνη Κανόνη, ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος και άλλοι εξαιρετικοί ερασιτέχνες ηθοποιοί.
Δεν ξέρω αν οφειλόταν στη διδασκαλία του Στρατή Παρασκευαΐδη ή στο ταλέντο του Θανάση, αλλά το παίξιμό του δεν ήταν απλή ερμηνεία, ήταν πραγματική δημιουργία. Από τότε, ερχόμενος στην Αθήνα, είδα άλλες τρεις φορές την κωμωδία του Ψαθά, με σπουδαίους ηθοποιούς, αλλά κανείς δε συγκρινόταν με τον «Περικλή» του Θανάση.

Ο Θανάσης ήταν, από τότε, δεινός αφηγητής ανεκδότων και εύθυμων ιστοριών και όπως είναι φυσικό γινόταν το κέντρο της παρέας. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, πολλά μέλη του ΦΟΜ καθόμασταν στο εντευκτήριο του Ομίλου, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου της στοάς Γρηγορίου και φλυαρούσαμε, με εύθυμη διάθεση, περί ανέμων και υδάτων, ενώ στο πιάνο ο Γιώργος ο Παναγιωτόπουλος αυτοσχεδίαζε ένα είδος μουσικής υπόκρουσης της κουβέντας μας. Τότε άνοιξε η κεντρική τζαμόπορτα και μπήκε … ένα λυκόσκυλο, πίσω του δε ο γιγαντόσωμος Χανς Βούντερλιχ, διοικητής της Γκεστάπο, κρατώντας το δερμάτινο μαστίγιό του, που ποτέ δεν αποχωριζόταν!
Παγώσαμε όλοι. Ο Βούντερλιχ ήταν διαβόητος για τις μεθόδους «ανάκρισης» που εφάρμοζε, ο ίδιος  προσωπικά στους κρατουμένους με την ενεργό συμμετοχή του λυκόσκυλου. Μόνο που αυτή τη φορά δε φαινόταν να έχει κακές προθέσεις. Φαίνεται πως, περνώντας στην αγορά, άκουσε τα γέλια μας και το πιάνο και υπέθεσε πως ήταν κάποιο κέντρο διασκέδασης. Αφού του δόθηκαν οι σχετικές εξηγήσεις από τον Βουλαλά σε μίγμα ελληνογερμανικών, θρονιάστηκε στον κεντρικό καναπέ, με το λυκόσκυλο ξαπλωμένο στα πόδια του και λέει στον Παναγιωτόπουλο

«Εσύ, παίξε Λιλή Μαρλέν»

Ο Γιώργος συμμορφώθηκε, αλλά από την ταραχή του έπαιξε το δημοφιλές τραγουδάκι τόσο άσκημα, που ο Απτάλης δεν κρατήθηκε και μου ψιθύρισε

«Να δεις που θα βγάλει το πιστόλι του και θα τον εκτελέσει»

Ύστερα από λίγο ο γκεσταπίτης σηκώθηκε, μας χαιρέτησε και έφυγε ακολουθούμενος από το σκυλί του. Ανασάναμε.

 

Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμη για την ατμόσφαιρα , τις συζητήσεις και τις δραστηριότητες μας στον ΦΟΜ αλλά σεβόμενος την υπομονή των αναγνωστών και τη χωρητικότητα των σελίδων της «Σελάνας» σταματώ.

Η φωτογραφία είναι παρμένη από τον ιστότοπο της Κολεκτίβας «Βραχόκηπος»
Οι εικονιζόμενοι είναι ο Νότης Παναγιώτου και Αργύρης Αραβανόπουλος,
επίλεκτα μελη του ΦΟΜ, σε άλλου τύπου δραστηριότητες

 
 
 

Posted in περιοδικό "Α Σελάνα", Δημοσιεύσεις, Περιοδικό, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , , , , , , , | Leave a Comment »

ΜΕ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΠΑΝΟΠΛΙΑ…

Posted by tofistiki στο 23/02/2010

epon  ΕΠΟΝ

(αναμνήσεις του Μίμη Σαραντάκου,  άρθρο που δημοσιεύεται στο «Εμπρός»)

Έχει πει κάποιος, που δε θυμάμαι τώρα το όνομά του, πως «αι αναμνήσεις είναι η βακτηρία του γήρατος». Στηριζόμενος λοιπόν σ΄ αυτή τη «βακτηρία», λόγω και των ημερών (βλέπετε στις 23 του Φλεβάρη ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ), ξαναφέρνω στο νου μου όσα γίνανε πριν από 67 ολόκληρα χρόνια!
Ήταν ο τρίτος χειμώνας τα Κατοχής και ήταν πια για όλους μας φανερό πως τα δύσκολα είχαν περάσει. Η τρομερή πείνα, με τις χιλιάδες τους θανάτους και η απελπισία μας από τις νίκες των χιτλερικών, ήταν πια παρελθόν. Κάποια αισιόδοξη ατμόσφαιρα άρχισε να δημιουργείται. Αυτό βέβαια δεν έγινε απότομα. Από το χειμώνα του ΄41 – 42 άρχισε να κυκλοφορεί στον κόσμο η φήμη για την «Οργάνωση». Κανείς δεν έλεγε τ’ όνομά της και κανείς δεν ήξερε τα μέλη της, όλοι όμως μάντευαν πως ανάμεσα μας υπήρχε και δρούσε κάποια αόρατη δύναμη, που δε λογάριαζε τους Γερμανούς και τα τσιράκια τους.
Πολλά σημάδια μαρτυρούσαν την ύπαρξη και τη δράση αυτής της Οργάνωσης: Η συστηματική διοργάνωση συσσιτίων για τα παιδιά και τους άπορους, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες, κάποιες αποδράσεις κρατουμένων μέσα από την Γκεστάπο, το ξαφνικό ζωντάνεμα συλλόγων που επί χρόνια αδρανούσαν …
Σιγά σιγά πολλοί δείχνανε σα να μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό. Ο καθένας κάτι είχε να πει, εμπιστευτικά, στον άλλον, λες και μετείχαν σε κάποια «συνωμοσία», ελπιδοφόρα όμως συνωμοσία, σα να περιμέναμε να γίνει σκόλη. Όπως διαπίστωσα, ο πατέρας μου, η μάνα μου και πολλοί φίλοι τους συμπεριφέρονταν σα να είχαν μυηθεί σ΄αυτή τη συνωμοσία.
Το καλοκαίρι του ΄43 άρχισε να μου κάνει παρέα ο Τάκης ο Γιαννακόπουλος, που τον φωνάζαμε Γιαννάκα, συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ήταν ωραίο παιδί, με πλατύ μέτωπο, θεληματικό σαγόνι και γκρίζα μάτια, πολύ αγαπητός στους συμμαθητές μας. Η αλήθεια είναι πως μαζί του δεν είχα ως τότε πολλές φιλίες, γιατί εκείνος μεν ήταν φίλαθλος και ποδοσφαιριστής, με μέτριες επιδόσεις στα μαθήματα, εγώ δε ήμουν αγύμναστος, αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο και μου άρεσε μόνο το κολύμπι και η πεζοπορία.
Οι διαφορές μας αυτές γεφυρώθηκαν από τη συμμετοχή μας στην κοινή υπόθεση, όταν τελικά μου έσκασε το μυστικό. Μου είπε πως ήταν οργανωμένος σε μιαν οργάνωση, την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, την ΕΠΟΝ και μου πρότεινε να οργανωθώ κι εγώ. Δέχτηκα χωρίς κανένα δισταγμό και το ίδιο βράδυ τα είπα όλα στον πατέρα μου, που αποδείχτηκε πως ήταν απόλυτα ενήμερος της «στρατολογίας» μου από τον Γιαννάκα, μια που αυτή η οργάνωση των νέων ανήκε σε μιαν ευρύτερη, στην καθαυτό «Οργάνωση», στην οποία, από τα τέλη του ΄41, ήταν κι ο πατέρας μου: στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ώστε αυτό ήταν το όνομα της Οργάνωσης: ΕΑΜ.
Όπως γράφω πιο πάνω, κανείς δεν έλεγε την οργάνωση με το όνομα του, τουλάχιστον ως τα μέσα του ΄43. Ο πολύς ο κόσμος ίσως να μην ήξερε στ΄ αλήθεια το όνομα, ενώ τα οργανωμένα μέλη της, φυσικά, δεν έλεγαν λέξη. Οι Γερμανοί, που βεβαίως ξέρανε, από όσα γίνονταν στην άλλη Ελλάδα, την ύπαρξη του ΕΑΜ, είχαν φάει τα λυσσακά τους να εξακριβώσουν αν υπήρχε και στο νησί μας. Έτσι όσους πέφτανε στα χέρια τους, για οποιαδήποτε αιτία, δεν παραλείπαν να ρωτάνε αν ήξεραν ή είχαν ακούσει για το ΕΑΜ. Όλοι χωρίς εξαίρεση δήλωναν πλήρη άγνοια. Μια φορά όμως κάποιος, στην τυπική πια ερώτηση:
“Ξέρεις ή έχεις ακούσει τίποτα για κάποιο ΕΑΜ;”
απάντησε με μεγάλη προθυμία
“Και βέβαια ξέρω”
“Και ποιοι είναι σ΄ αυτό; πού βρίσκονται, μπορείς να μας πεις;” τον ρώτησαν, μη πιστεύοντας τα αυτιά τους
“Βεβαίως. Αύριο αν θέλετε πάμε μαζί να σας δείξω”
Την άλλη μέρα το πρωί ο τύπος οδήγησε μια κουστωδία ένοπλους γκεσταπίτες στην Απάνω Σκάλα και τους έδειξε ένα κτίριο με την επιγραφή “Εταιρεία Αλιπάστων Μυτιλήνης – ΕΑΜ”
“Να εκεί είναι” τους λέει, “παστώνουν σαρδέλες” πρόσθεσε εμπιστευτικά….
Την άλλη βδομάδα ο Γιαννάκας με ειδοποίησε πως την Τετάρτη το βράδυ, 25 Νοεμβρίου 1943 (θυμάμαι ακόμα τη ημερομηνία) θα συνεδρίαζε για πρώτη φορά η ομάδα μας. Πήγα με καρδιοχτύπι και με κάποια μυστική έξαρση. Θα συμμετείχα σε κάτι πρωτόγνωρο και σημαντικό, που είχε όμως πολλά στοιχεία ρομαντισμού. Κάτι σαν συνομωσία κατά του καταχτητή, κάτι που ανακαλούσε μνήμες από τη Φιλική Εταιρεία. Συναντηθήκαμε στον Ταρλά και καθώς είχε πέσει το σκοτάδι, για να αναγνωριστούμε σφυρίζαμε μια μελωδία από τον Πέερ Γκυντ, που την είχαμε ακούσει την προηγούμενη βραδιά, όταν είδαμε στη “Σαπφώ” μια γερμανική ταινία μ΄ αυτόν τον τίτλο και μας είχε αρέσει πολύ.
Η συνεδρίαση έγινε στο σπίτι του Χρήστου του Σαραντίδη, που είχε τελειώσει πέρσι το Πρακτικό Λύκειο και τώρα δούλευε ηλεκτροτεχνίτης. Την ομάδα μας την αποτελούσαν εφτά παιδιά, όλοι μαθητές του Γυμνασίου ή του Πρακτικού Λυκείου: ο Τάκης ο Γιαννάκας, ο Τάκης ο Παπαθανασίου, ο επιλεγόμενος Απτάλης, ο Κώστας ο Κασκαμπάς, ο Τζίμης ο Φράγκου, ο Γιώργος ο Αγιασώτης και εγώ.
Τελευταίος ήρθε ο «καθοδηγητής», ο Αντρέας, ένας λεπτός ξανθός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Χωρίς καμιά εισαγωγή μπήκε κατ΄ ευθείαν στο θέμα. Μας προσφώνησε “συναγωνιστές”, μας εξήγησε τους σκοπούς και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ, μας έδωσε τους κανόνες του συνωμοτισμού και μας έβαλε τα πρώτα καθήκοντα μας: κυρίως να συγκεντρώνουμε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών και να οργανώσουμε τη διάδοση των ανακοινωθέντων των ξένων ραδιοσταθμών στον κόσμο.
Τον παρατηρούσα και τον άκουγα με κάποια απογοήτευση. Περίμενα κάτι το θερμότερο και πιο συναισθηματικό και το κοφτό και απότομο ύφος του, καθώς και τα ψυχρά γκριζογάλανα μάτια του με απώθησαν. Όταν ο Κώστας τον ρώτησε αν θα μας έδιναν όπλα και αν θα βγαίναμε στο βουνό, του εξήγησε με το ίδιο κοφτό ύφος, πως για την ώρα και με τις δοσμένες πολιτικο-στρατιωτικές συνθήκες, τέτοιο ζήτημα δε μπαίνει για μας.
Ο Κώστας δεν είπε τίποτα αλλά ζάρωσε λίγο. Τα ίδια συναισθήματα φαίνεται πως προκάλεσε ο καθοδηγητής και στους άλλους, γιατί τις άλλες μέρες, καθώς ανταλλάσσαμε τις εντυπώσεις μας από την πρώτη συνεδρίαση, ο Απτάλης τον χαρακτήρισε “τρομοκράτη”. Με τον καιρό όμως διαπίστωσα πως, παρά την εμφάνιση του, ο “τρομοκράτης” ήταν στην πραγματικότητα πολύ ζεστό και καλοσυνάτο παιδί. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν ίσως κάποια αμυντική πανοπλία.
Από τα πρώτα «συνωμοτικά» μέτρα που πήραμε, ήταν και η εγγραφή μας στον Φιλοτεχνικό Όμιλο, που στεγαζόταν τότε στην αγορά, στη Στοά Γρηγορίου. Ο Αντρέας μας εξήγησε πως η ξαφνική ταχτική παρέα εφτά, ως χτες αγνώστων μεταξύ τους, νεαρών, ίσως κινούσε την περιέργεια και, γιατί όχι, την υποψία των γνωστών και των συμμαθητών μας, και γι΄ αυτό θα έπρεπε να βρεθεί κάποια εύλογη εξήγηση. Η συμμετοχή όλων μας στον Όμιλο ήταν το καλύτερο πρόσχημα. Εκτός που ήταν από καιρό σε δικά μας χέρια, ο Όμιλος ήταν ένας πολύ παλιός, ιστορικός θα έλεγα, σύλλογος, με αξιόλογη δράση και πολύ καλό όνομα στην πόλη μας.
Από την αρχή μου άρεσε στον Όμιλο. Βρήκα ένα πολύ ανεβασμένο περιβάλλον, πολλά νέα παιδιά, μεγαλύτερά μου μερικά χρόνια, με μεταδοτική ζωντάνια και κέφι. Δυο από αυτά, ο Παναγιωτόπουλος και ο Μπράντης παίζανε συχνά “α κατρ μαιν” στο πιάνο, που διέθετε ο ΦΟΜ και είχαν συνθέσει δυο “εμβατήρια”. Το τούρκικο και το βουλγάρικο. Στο τούρκικο εμβατήριο τα λόγια ήταν όλες οι τουρκικές λέξεις που είχαν παρεισφρύσει στη λεσβιακή διάλεκτο, ατάκτως εριμμένες:
Γιαγνίς-ολντού μπιλμέμ, καρντάς
μιντέρ, γκιρίζ, ταχτέρ-ταχτέρ
και ούτω καθ΄εξής. Η “επωδός” ήταν
τσικμά σουκάκ – τσιλίκ τσουμάκ
τσιλίκ τσουμάκ- τσικμά σουκάκ
Στο βουλγαρικό, ελλείψει αυθεντικών βουλγαρικών λέξεων (πού να τις βρούν άλλωστε) είχαν επινοήσει δικές τους. Και τα δύο όμως είχαν ωραία μουσική – του τουρκικού μάλιστα θύμιζε αχνά την «αλά τούρκα» του Μότσαρτ – και τα τραγουδούσαμε εν χορώ.
Διάβασα εκείνον τον καιρό το μυθιστόρημα του Μπογκντάνοφ το “Πρώτο κορίτσι” που με είχε συναρπάσει, γιατί ήταν με τον τρόπο του ρεαλιστικό, μια που μιλούσε για το πώς αντιλαμβανόταν την ισότητα των δύο φύλων και τις ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, μια ως χτες άπραγη χωριατοπούλα και πώς την αντιμετώπισαν οι σύντροφοί της στην Κομσομόλ.
Ο πατέρας μου, όταν κουβέντιασα μαζί του, μου έδωσε να διαβάσω το “Γυναίκειο Ζήτημα” της Κλάρας Τσέτκιν. Ήταν οι απόψεις του ίδιου του Λένιν για τη γυναίκα, τις σχέσεις των δύο φύλων και τον ελεύθερο έρωτα. Για τον τελευταίον ήταν κατηγορηματικός: Ελεύθερος έρωτας σημαίνει έρωτας απαλλαγμένος από τη σκλαβιά και τους καταναγκασμούς του χρήματος και της εκμετάλλευσης και όχι αχαλίνωτες ερωτικές σχέσεις. Έρωτας σημαίνει κάτι πιο σημαντικό από την ικανοποίηση των ορμών μας”.
Τότε, με τους συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο, δεν ανοίγαμε ποτέ σοβαρές συζητήσεις για κορίτσια. Νοιώθαμε κάποιαν αμηχανία για το θέμα αυτό, αν και κάποιοι από μας παρίσταναν τους καρδιοκαταχτητές. Συνήθως το γυρίζαμε στο καλαμπούρι και στα σόκιν ανέκδοτα. Με τους συναγωνιστές πάλι, τέτοια συζήτηση θα ήταν αδιανόητη. Το θέμα ήταν ταμπού. Το διάβασμα όμως του “πρώτου κοριτσιού” και του “Γυναίκειου ζητήματος” εκτός που μ΄ έκανε να ονειροπολώ, με έβαλε σε σκέψεις. Τελικά δάνεισα το μυθιστόρημα του Μπογκντάνωφ στο Γιαννάκα και το βιβλίο της Τσέτκιν στον Απτάλη. Στις συζητήσεις που κάναμε τις επόμενες μέρες κατάλαβα πως και οι δύο εντυπωσιάστηκαν και στην επόμενη συνεδρίαση της ομάδας, ο Απτάλης μας ξάφνιασε όλους, όταν πρότεινε να συζητήσουμε κάποτε το θέμα των σχέσεων των δύο φύλων.
Ο γραμματέας της ομάδας, ο Χρήστος, γέλασε αμήχανα, ο καθοδηγητής μας όμως, ο Αντρέας, θύμωσε
“Συναγωνιστές, στις δοσμένες πολιτικές συνθήκες τέτοιο ζήτημα δε μπαίνει” μας είπε. “Σήμερα πρέπει να μας απασχολεί ο αγώνας κατά των καταχτητών και όχι κοριτσοδουλειές”.
Ο Απτάλης δεν επέμεινε, όταν όμως φεύγαμε οι τρεις μας, εκείνος, ο Γιαννάκας κι εγώ, μας είπε γελώντας
“Αυτόν τον απασχολεί μόνο η πάλη των τάξεων, εμένα όμως με ενδιαφέρει να μάθω την πάλη με γυναίκα”
…………………………………………………………………………………….
Έτσι, με την ξεγνοιασιά της εφηβείας μας, τις σκανταλιές και τα αστεία μας, πήραμε, μαζί με χιλιάδες άλλους νέους, ένα δρόμο, που μερικούς οδήγησε σε περιπέτειες και κατατρεγμούς, κάποιους ακόμα και στο θάνατο, σε όλους μας όμως έδωσε το πολύ ακριβό συναίσθημα πως όταν χρειάστηκε είπαμε παρών. Δεν κρυφτήκαμε ούτε αδιαφορήσαμε.

(Οι εικόνες είναι από σχετικό αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη», 2008)

Posted in Επικαιρότητα, Περιοδικό, Τσ’ Μυτ’λήν’ς | Με ετικέτα: , , | Leave a Comment »