Μετά από πολύχρονη αδράνεια και σιγή του ιστολόγιου, με μεγάλη συγκίνηση, παρουσιάζω, στην έβδομη επέτειο του θανάτου του, το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου, με τίτλο «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» που μόλις εκδόθηκε από τις εκδόσεις Αρχείο. Ένα βιβλίο του οποίου αποσπάσματα έχουν δημοσιευτεί πολλές φορές εδώ και στο ιστολόγιο του Νίκου, αλλά που το «χρωστάγαμε» στη μνήμη του να βγει και στο χαρτί, το ήθελε τόσο πολύ… Στην καλοφτιαγμένη σελίδα των εκδόσεων, μπορείτε να «ξεφυλλίσετε» ψηφιακά το πρώτο κεφάλαιο, μια ιδέα που βρίσκω εξαιρετική για κάθε βιβλίο.
Οπωσδήποτε, η δική μου γνώμη δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, αλλά το θεωρώ από τα καλύτερα που έχει γράψει, μαζί με τον «Άγνωστο ποιητή Άχθο Αρούρη» που έγραψε για τον πατέρα του και τον «Βενετσιάνικο καθρέφτη». Νομίζω όμως, πως είχε μεγάλο ταλέντο στο να αναδεικνύει στα γραφτά του, τα απλά αλλά σημαντικά μέσα στην καθημερινότητα, αυτά τα μικρά-μικρά που μαζεύονται και συνιστούν τις αναμνήσεις μας και την ύπαρξή μας…
Σήμερα κλείνουν 4 χρόνια από τότε που χάσαμε τον Μίμη, αλλά δεν περνάει ούτε μια μέρα να μην τον σκεφτόμαστε… Αναλογιζόμουν από χτες, τι ήταν αυτό που κυρίως τον χαρακτήριζε και δεν πρέπει να είναι σύμπτωση πως, στο αφιέρωμα που έκανε σήμερα ο Νίκος, διάλεξε απ’ όλα τα χαρακτηριστικά του να αναφέρει την αισιοδοξία. Πράγματι, πολύ πριν γίνει μόδα η θετική σκέψη και τα σχετικά, ο Μίμης είχε έμφυτη μάλλον, μια ανεξάντλητη αισιοδοξία (που συχνά διαόλιζε την Κική) και η οποία, ενώ δεν τον εμπόδιζε να βλέπει καθαρά, εντούτοις, βοηθούσε τον ίδιο αλλά και όλους γύρω του να μην πέφτουν σε απελπισία. Θα παραθέσω ένα κομμάτι από τον επίλογο του ανέκδοτου -ακόμα- αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», που νομίζω συνοψίζει αυτή τη στάση ζωής που τόσο μας λείπει, μαζί και η φυσική του παρουσία….
Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.
[…] Μολονότι τυπικά είμαι συνταξιούχος, καθόλου δεν αποτραβήχτηκα από την ενεργό ζωή και δράση. Ούτε και η Κική άλλωστε. Μπορώ να πω μάλιστα πως στην εικοσιπενταετία, που ακολούθησε το τελευταίο ευτυχισμένο καλοκαίρι, έχουμε πολύ περισσότερες δραστηριότητες, μόνο που αυτές δεν έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, ούτε αποβλέπουν σε οικονομικό όφελος και αυτό μας χαρίζει ένα μοναδικό αίσθημα ελευθερίας. Τι μεγαλύτερο κέρδος θα μπορούσαμε να φανταστούμε;
Όπως προαναφέρω, μπορώ να πω πως προσωπικά δεν τα πήγα άσκημα. Ίσως γιατί η αφετηρία της ζωής μου ήταν καλή. Είχα την τύχη να έχω καλούς γονείς, που μου εξασφάλισαν ευτυχισμένη παιδική ζωή, όπως και καλούς δασκάλους και καλούς φίλους, που συντέλεσαν πολύ στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου. Αλλά και μεγαλώνοντας η καλοτυχία μου συνεχίστηκε. Θεωρώ εξαιρετική τύχη μου το ότι πήρα μέρος στην Εθνική Αντίσταση και οργανώθηκα στην ΕΠΟΝ, όχι μόνο γιατί εκεί συνάντησα εξαιρετικούς ανθρώπους, αλλά κυρίως γιατί ενστερνίστηκα ιδανικά και οράματα, με ανεκτίμητη αξία και διαχρονική ισχύ.
Η καλοτυχία μου πιστεύω πως ολοκληρώθηκε όταν συνάντησα τη γυναίκα μου, με την οποία έχουμε μοιραστεί τα τελευταία πενηνταεννιά χρόνια, μονιασμένα και δημιουργικά Δεν αποχτήσαμε ποτέ μας πολλά λεφτά, αλλά αυτό ποτέ δε μας απασχόλησε. Αποχτήσαμε όμως, μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε τρία παιδιά, που τα βοηθήσαμε να γίνουν υπεύθυνοι άνθρωποι και για τα οποία καμαρώνουμε. Χτίσαμε δύο σπίτια, φυτέψαμε κάπου τριακόσια δέντρα και γράψαμε, εκείνη μεν τρεις συλλογές ποιημάτων και καμιά εκατοντάδα επιστημονικών εργασιών, εγώ δε ένδεκα βιβλία.
[…]
Γι΄ αυτό και δε χάνω το κουράγιο μου. Έχω βαθιά πεποίθηση πως η ανθρωπότητα θα βρει το δρόμο της. Δεν θα αυτοκτονήσει, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τον πλανήτη, για να αφήσει μια χούφτα παράσιτα να κάνουν λεφτά. Υπάρχουν στην οικουμένη εκατομμύρια λογικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που πονάνε γι΄ αυτή την κατάσταση και προβληματίζονται για το πώς η ανθρωπότητα θα βγει από το σημερινό τέλμα.
Διαισθάνομαι πως εκκολάπτεται ένα οικουμενικό, πολύμορφο και πολυδύναμο Κίνημα Αντίστασης, που στους στόχους του δεν έχει μόνο την απαλλαγή των ανθρώπων από την εξάρτηση, την καταπίεση, την εκμετάλλευση, την αμορφωσιά και την ένδεια, αλλά και την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στόχο που τον θεωρώ ανώτερο από όλους τους άλλους. Ένα κίνημα που καταργεί τη διαίρεση των ανθρώπων σε ηγέτες, καθοδηγητές, ποιμένες και ηγούμενους, από τη μια μεριά, και σε μάζες, οπαδούς και ποίμνια, από την άλλη.
Κι αν, λόγω της ηλικίας μου, δε μπορώ πια να ενταχθώ δραστήρια σ΄ αυτό το κίνημα, θεωρώ χρέος μου, με την πείρα που απόχτησα από τη ζωή και με τις ελάχιστες δυνάμεις μου, να βοηθήσω τουλάχιστον, με όποιον τρόπο μπορώ, όσους συνανθρώπους μου, αναζητούν, με καθαρό μυαλό και συγκροτημένη σκέψη, να βρουν κάποιες λύσεις στα σημερινά περίπλοκα προβλήματα που μας απασχολούν.
Δεν υπάρχουν έτοιμοι οδηγοί του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε. Δεν υπάρχει ίσως ούτε ο δρόμος, αλλά όπως λέει ένας παλιός Ισπανός ποιητής, ο Αντόνιο Ματσάδα
caminero non es camino
camino se hace al andar*
* οδοιπόρε, δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος φτιάχνεται περπατώντας
Χωρίς άλλο σχόλιο, παραθέτουμε το εμπνευσμένο σκίτσο του σκιτσογράφου Γιάννη Αντωνόπουλου (John Antono) με τον πρόωρα χαμένο παπα Στρατή, τον μπαμπα-Νουρ των κατατρεγμένων, να κρατά στην αγκαλιά του τον μικρούλη Αϊλάν, που μαζί με τον αδερφό και τη μητέρα του, έσβησαν τόσο άδικα στα νερά του Αιγαίου…
Για τον παπα Στρατή και το έργο ζωής του, την «Αγκαλιά» διαβάστε εδώ
Ας ευχηθούμε κι ας ελπίσουμε να μη λιγοστεύουν οι παπα Στρατήδες και να μην φεύγουν από κοντά μας τόσο πρόωρα γιατί τους έχουμε πολύ ανάγκη, σε αυτούς τους σκοτεινούς και χαλεπούς καιρούς. Και πιο πολύ, τους χρειάζονται οι αναγκεμένοι, που πληθαίνουν καθημερινά.
Με μεγάλη λύπη μάθαμε χτες τον χαμό του Μιχάλη Λιαρούτσου, φίλου ακριβού της Κικής και του Μίμη…
Τον τελευταίο καιρό, και μετά το θάνατο της αγαπημένης του συντρόφου, Ελευθερίας το 2012, είχε κλειστεί στο σπίτι, δεν έβγαινε πολύ. Τον θυμάμαι να τραγουδάει στο «μνημόσυνο» του Μίμη στους Καλλονιάτες, με την όμορφη, βαθιά φωνή του.
Η κηδεία του θα γίνει αύριο το πρωί, στο νεκροταφείο Καισαριανής. Στη συνέχεια η σορός του θα αποτεφρωθεί στη Βουλγαρία και η στάχτη του θα πεταχτεί στη θάλασσα της γενέτειράς του, της Τήνου, σύμφωνα με τη δεδηλωμένη επιθυμία του.
Θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη και συγκίνηση…
Ο Μίμης, είχε γράψει για τον Μιχάλη, τον οποίο αγαπούσε και σεβόταν υπέρμετρα, στο -ανέκδοτο ακόμα- αυτοβιογραφικό διήγημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», τις παρακάτω γραμμές, στο πέμπτο κεφάλαιο, που μιλάει για την πρώτη επίσκεψή του στη Μυτιλήνη μαζί την Κική, το καλοκαίρι του 1985:
«Σε λίγες μέρες είχε ανασυσταθεί ένα μέρος της παλιάς παρέας. Αρχηγός της, φυσικά, ο Μιχάλης ο Λιαρούτσος. Πάντα τον θεωρούσαμε αρχηγό της παρέας, από τότε που ήταν γραμματέας της ΕΠΟΝ. Μ΄ όλο που δεν ήταν από το νησί μας, ήταν τρόπον τινά πολιτογραφημένος ντόπιος. Τίτλο που τον κέρδισε κυριολεκτικά με το αίμα του. Παλιός γραμματέας της περιοχής Αιγαίου, έμεινε στο νησί, και μετά τη Βάρκιζα, κυνηγήθηκε, βγήκε στο βουνό, πολέμησε, τραυματίστηκε δυο φορές και ήταν από τους τελευταίους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού που είχαν απομείνει ζωντανοί και άπιαστοι στο νησί.
Άνθρωπος κεφάτος, γλεντζές και καλλίφωνος, γινόταν με την κιθάρα του η ψυχή κάθε σύναξής μας. Από κοντά η γυναίκα του, η Ελευθερία, που του είχε σώσει τη ζωή, όταν τον έκρυψε και τον γιατροπόρεψε, με μύριους κινδύνους και δυσκολίες, τότε που τραυματίστηκε για δεύτερη φορά.»
Έχοντας διαβάσει το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «το ’48 χωρίς φεγγάρι» ήξερα ότι ο Μιχάλης Λιαρούτσος γράφει εξαιρετικά, αλλά δεν είχα διαβάσει ποίησή του μέχρι σήμερα, που η Κική μου έδωσε πολύ συγκινημένη, δύο συλλογές του, που της είχε στείλει με θερμή αφιέρωση. Από την πρώτη, με τίτλο «Από ώρας πρώτης έως ενάτης» *, αντιγράφω ένα πολύ χαρακτηριστικό ποίημα- απολογισμό μιας πολύ γεμάτης και αξιόλογης ζωής:
Προς την έξοδο
Οδεύεις με αταραξία προς το τέλος
Ότι πολύ εβαρύνθης
Πολύτροπος και πολυκύμαντος ο βίος σου Μικρά εν αρχή τα όνειρα που βαθμηδόν ευρύνθησαν έλαβαν διαστάσεις
Η ελευθερία. Η ισότητα. Η κοινωνική δικαιοσύνη Οι αγώνες. Κι εσύ αφιερωμένος.
Λιγοστές οι χαρές από τις επιτυχίες
Περίσσιες οι πίκρες και οι απογοητεύσεις από τις ήττες. Πάντοτε αναθρώσκων εκ της τέφρας.
Και νυν οδεύεις με αταραξία
Σημαντική η συγκομιδή, τα επιτεύγματα λεν οι γύρω σου. Ψήλωσες και θ’ ανέβαινες ψηλότερα αν δεν ήταν οι περιστάσεις, οι αντιξοότητες, οι διώξεις, που σ’ εμπόδισαν.
Δεν το πιστεύεις. Ξέρεις. Ως εδώ ήσουν. Ως εδώ οι ικανότητες, οι δυνατότητές σου Απρόσιτες για σένα οι κορυφές. Ερασιτέχνης, ουδέποτε ειδήμονας και επαΐων. Φιλομαθής ωστόσο, φιλοπερίεργος ακριβέστερα και φιλοπράγμων. Αντλώντας γνώσεις από παντού, πετώντας από άνθος σε άνθος ιστορία, πολιτική, οικονομία, φιλοσοφία, φυσική, λογοτεχνία, μουσική. Σπαταλώντας δυνάμεις και κόπους για καινούργιους δρόμους και μονοπάτια. Περιπλανώμενος ιππότης συνεχώς κάτω από πανύψηλα κάστρα Πολυπράγμων όμως και περί πολλά τυρβάζων και μεριμνών πώς να τα ανέβεις; Σου έλειπαν και τα γονίδια των αναρριχητικών φυτών και η τεχνική της αναρρίχησης.
Εκ πεποιθήσεως απεχθανόμενος την τεθλασμένην. Εμπόδιο κι η καρδιά, απείθαρχη στις συμβουλές του κοινού νου. Μοιρασμένος ανέκαθεν ανάμεσά τους.
Και νυν οδεύεις με τον απολογισμό ανά χείρας και τις τελικές διαπιστώσεις.
Πολλοί οι χώροι που εισήλθες. Πολλά όσα γνώρισες κι έμαθες. Το μέσο όρο κέρδισες. Και σ’ αυτόν έμεινες.
Ωραία ωστόσο η ζωή σου. Με τους ήχους της μουσικής να δονούνε πάντοτε την ψυχή σου (βιολιά, κόρα, χορωδίες, ρέκβιεμ και τον θρήνο του Φιλίππου στον Ντον Κάρλο του Βέρντι, τραγουδισμένο από αξέχαστο μπάσο). Άριες λυπητερές. Μινοράκια, Νυχτερινά του Σοπέν που σε γέμιζαν θλίψη θλίψη όμως ποθητή και μελαγχολία ηδονική
Ότι από παιδί σε μάγευαν η απεραντοσύνη των εξοχών και του σκυθρωπού χειμωνιάτικου πελάγους το αχανές τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου. Τα θαμπά, χλομά ηλιοβασιλέματα και η ερημία των αγρών.
Με τα μάτια μισόκλειστα να βαδίζεις ανάμεσά τους και το σιγανό χιονόνερο να βιτσίζει το πρόσωπό σου. Χαϊδεύοντας τα σγουρά κεφαλάκια των τριφυλιών που φύτρωναν στις ξερολιθιές. Ακούγοντας το μουρμουρητό των νερών και ψέλοντας νοερά τους θρήνους των ύμνων της μεγαλοβδομάδας και το ρέκβιεμ ετέρναμ που σε ανέβαζε στον ουρανό.
Αυτός ο απολογισμός σου.
Και νυν οδεύεις…
Η Κική, μου έστειλε σήμερα τους παρακάτω στίχους για τον Μιχάλη:
Το ‘μαθα ξαφνικά, και κρατούσα το μπικ που μου ‘χε βάψει το δάχτυλο…
Κι έτσι που ‘ψαχνα τις σελίδες, με θολωμένα γυαλιά, να βρω τους κατάλληλους στίχους, που θα ‘θελε κι ο Μιχάλης, βάφτηκαν μ’ ένα χρώμα αταίριαστο, οι στίχοι που διάλεξα…
Λυπάμαι, λυπάμαι κατάκαρδα, όχι γιατί βάφτηκε η σελίδα, αλλά που μαύρισε η καρδιά μου, που λιγοστεύουμε!
Κική, 3-8-2015
——————————————————————————————————————————-
* Από την ποιητική συλλογή «Από ώρας πρώτης έως ενάτης», εκδόσεις Εντός, Αθήνα, Ιούνιος 2004 Το σκίτσο του Μιχάλη Λιαρούτσου είναι του Μίλτη Παρασκευαΐδη.
Η φωτογραφία με την Ελευθερία και τον Μιχάλη, είναι από τα ογδοηκοστά γενέθλια του Μίμη, είχαμε κάνει μια μεγάλη γιορτή με όλους τους καλούς του φίλους…
Από την Κική, για τον Βαγγέλη Λινό που έφυγε χτες…
–
–
Σήμερα το πρωί, σαν άνοιξα το κομπιούτερ, με περίμενε ένα πικρό νέο από την Αίγινα:
– Ο Βαγγέλης ο Λινός, ο αγωνιστής, ο εγκάρδιος φίλος, ο συναγωνιστής στο στήσιμο της Δημοκρατικής Παράταξης: «Δημοτική Κίνηση Αίγινας»,
που κλάψαμε μαζί, όταν δεν τα καταφέραμε,
ο συνεχώς αγωνιζόμενος και ανταγωνιζόμενος,
ο ανιδιοτελής συνδικαλιστής, ο μοναχικός ανένταχτος συνασπιστικός, σπάνιον είδος στα χρονια μας,
που έγραφε μόνος του τα συνθήματα και τις ανακοινώσεις του κόμματος (του 2,9%, του 3% ή 4%)
και γέμιζε αφίσες του ΣΥΝ τις κολώνες του νησιού…
Ο Συριζαίος αντιπρόσωπος στο ιδρυτικό του Συνέδριο – δεν τα θυμάμαι και καλά-
έφυγα κι εγώ απ την Αίγινα μετά τον Μίμη…
Στις εκλογές μας περίμενε έναν-έναν, στα περίπτερα του Λιμενοβραχίονα,
στην αυλή του Σχολείου, με τους καταλόγους και τα ψηφοδέλτια στα χέρια…
Και μας μετρούσε…
μήπως κάποιος δεν φανεί, να ρωτήσει, να μάθει,
γιατί αργεί;
Στις τελευταίες εκλογές δεν τον είδα, ρώτησα,
κάτι μου απάντησαν, αλλά δεν κατάλαβα, βιαζόμουν να προλάβω το πλοίο!
Στη γιορτή του δεν απαντούσε, του έστειλα sms με ευχές, δεν πήρα πάλι απάντηση…
Δεν ειδοποίησαν οι εναπομείναντες φίλοι, ελάχιστοι πλέον…
– Αχ, βρε Βαγγέλη, Μ. Τετάρτη και σύ, σαν τον Νότη!
Σίγουρα θα πρόλαβες να μάθεις τ’ αποτελέσματα των εκλογών, θα χάρηκες, μπορεί να ήπιες,
στα κρυφά και κάποιο ποτηράκι…
Καλό σου ταξίδι, καλέ μου φίλε και σύντροφε!
Λιγοστέψαμε, απελπιστικά…
κ.
ΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΣ ΛΙΓΟ…
Αν περίμενες λίγο, θα ‘ρχόταν η Άνοιξη και θα ‘βλεπες τα τριαντάφυλλα να μπουμπουκιάζουν στις γλάστρες…
Αν περίμενες λίγο, θα πρασινίζαν οι φιστικιές και θα ‘κρυβαν την ασχήμια των χωραφιών, καθώς ανηφόριζες…
Αν περίμενες λίγο, μπορεί να προλάβαινες την ΑΝΑΣΤΑΣΗ…
Χτες έλαβα από την Κική το παρακάτω κείμενο, ήταν πολύ λυπημένη, λιγοστεύουν οι φίλοι…
Ετοιμαζόμουν να περπατήσω στον ήλιο,
όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Είδα το νούμερο και το κάλεσα,
ήξερα τι θα μου ‘λεγε η Ανθούσα,
από την Πέμπτη μάς ήρθε το νέο:
Ο Μιχάλης ‘της Σούλας’ είναι σε κώμα…
– Κοιμάμαι δίπλα του, μού σφίγγει το χέρι,
είπε, όταν της τηλεφώνησα πως την σκέφτομαι…
– Δεν μπορώ να έρθω εκεί,
μεγαλώσαμε, βρέχει… Φίλησέ τον και μην το ξεχάσεις: «Το καλοκαίρι, θα συναντηθούμε»
η μόνιμη ‘επωδός’ …
Έτσι, λοιπόν!
Πάει κι ο Μιχάλης ο Σκοπελίτης, «πλήρης ημερών»…
Ο Μιχάλης που κατάφερε ν αλλάξει τη μοίρα του,
την πορεία της ζωής του,
να ξαναπλάσσει τον εαυτό του, μεταλλάσσοντας τον…
Κι εμείς, νιώθουμε τυχεροί που τον γνωρίσαμε,
για τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε κοντά του,
για τις εκδρομές μας, σε άγνωστά μας λιμανάκια, απόκρυφα
ή σε πανύψηλες απόκρημνες βουνοκορφές του νησιού…
Και για τις νύχτες με την Πανσέληνο, στα Τσαμάκια,
παρέα με τον Μίμη και τη φυσαρμόνικά του,
τη Σούλα και το καλαθάκι της με τις φράουλες
– απ το δικό τους το χωραφάκι-
την Ανθούσα με τα τραγούδια της,
κι εμένα, να τριγυρνάω ανάμεσά τους,
απαθανατίζοντας τις στιγμές,
να «παγώνω» τον χρόνο,
που κυλά ασταμάτητα,
όπως τα κύματα στην ακρογιαλιά…
-Αντίο, λοιπόν, Μιχάλη, που φεύγεις… Σ’ευχαριστούμε για τη φιλία σου! -Κουράγιο, μεγάλο κουράγιο, Σούλα, που μένεις…
Κική Σαραντάκου
*Στη φωτογραφία η Σούλα, η Κική, ο Μιχάλης κι ο Μίμης, στο Φαντάδο.
Σκαλίζοντας στα ηλεκτρονικά αρχεία που άφησε ο Μίμης, έπεσα πάνω σε ένα βίντεο που την ύπαρξή του δεν ήξερα. Αναφέρεται στα γνωστά γεγονότα της παραμονής των Χριστουγέννων του 1944, στη Μυτιλήνη, όπου η παλλαϊκή αντίσταση των ντόπιων απέκρουσε με μια φωνή -GO BACK!- την προσπάθεια απόβασης του αγγλικού στόλου στο νησί όπου ακόμα κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ.
(Παρακολουθώντας το, διάβασα στο τέλος του ότι φτιάχτηκε για μια εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ Λέσβου, που έγινε το 2007)
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία, μέσα από εικόνες της εποχής και τα τραγούδια που σκάρωσαν οι ντόπιοι, όπως τα τραγουδάνε ο Μίμης και μια άγνωστη σε μένα Μυτιληνιά, στο τέλος του βίντεο:
Η ίδια ιστορία, στο ντοκιμαντέρ της Θεοδοσίας Γραμματικού (σενάριο και σκηνοθεσία) με αυθεντικές μαρτυρίες αγωνιστών
Κι ένα επίσης ενδιαφέρον βίντεο, όπου αφηγείται και τραγουδά ο Γιώργος Αθ. Σκούφος, στις 13 Νοεμβρίου 1996, έρευνα-ηχογράφηση-επιμέλεια: Βασίλης Βέτσος, Πολιτιστικός Σύλλογος «Άγιος Γεώργιος»
Και τέλος, η αφήγηση του αλησμόνητου «Δάσκαλου», του Απόστολου Αποστόλου τότε γραμματέα του ΕΑΜ Λέσβου και αργότερα δήμαρχου Μυτιλήνης, στην επετειακή εκδήλωση της 27 Δεκεμβρίου 1981 στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης. (Αρχείο Β. Τεντόμας)
Το 2007, είχε κάνει αφιέρωμα στα γεγονότα, ο αξέχαστος Allu Fun Marx, με τίτλο Κατ’ αγριγιαθρώπ’ μας φέραν…, όπου παρέθετε τις ηχογραφήσεις του Μίμη και τους στίχους των τραγουδιών, αλλά και τις αναμνήσεις του Μίμη από εκείνες τις ηρωικές μέρες όπως τις έζησε ο ίδιος, ως έφηβος εκείνη την εποχή:
«Την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1944 είχα περάσει από την Τράπεζα και με τον πατέρα μου πήγαμε στην αγορά για ψώνια. Ήταν γύρω στις 10 το πρωί και αντιληφθήκαμε κόσμο να τρέχει προς το λιμάνι. Ακολουθήσαμε κι εμείς και τότε είδαμε πως έξω από το λιμάνι είχαν έρθει 4 αγγλικά πολεμικά και 7 μεγάλα μεταγωγικά, από ένα από τα οποία προερχόταν μια ατμάκατος γεμάτη με ινδούς στρατιώτες, που κατευθυνόταν στο μέσα λιμάνι. Μη ξεχνάτε, πως εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα μαίνονταν οι μάχες μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Άγγλων.
Ήταν η πρώτη απόπειρά τους να αποβιβάσουν στρατό στη Μυτιλήνη, η οποία, σημειωτέον, μαζί με τη Σάμο ήταν τα μόνα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονταν σταθερά κάτω από τον έλεγχο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Από την Απελευθέρωση και μετά στο νησί υπήρχε κάποια δυαδική εξουσία. Από τη μια υπήρχε η εξουσία του ΕΑΜ, με δικιά της Τοπική Αυτοδιοίκηση, Νομάρχη, Πολιτοφυλακή και το 22ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Από την άλλη υπήρχε η Συμμαχική Αποστολή από καμιά δεκαριά αξιωματικούς (όλους Άγγλους), η (ελληνική) Ναυτική Διοίκησις Αιγαίου, με τον πλοίαρχο Μίλτωνα Ιατρίδη (αυτόν του «Παπανικολή»), ένα άγημα ναυτών και το αντιτορπιλικό «Αετός», που ήταν αραγμένο στο μέσα λιμάνι και μία διμοιρία Ιερολοχιτών. Όλοι αυτοί όμως δεν είχαν καμιάν ουσιαστική δύναμη, αλλά σε συνεργασία με τους ντόπιους αντιδραστικούς βυσσοδομούσαν κατά της εαμικής εξουσίας. Με την αποβίβαση των ινδικών στρατευμάτων θα αποχτούσαν τη δύναμη που δεν είχαν και θα ανέτρεπαν την εαμοκρατία, όπως είχαν κάνει, από τον Σεπτέμβρη ήδη, στη Χίο, τη Λήμνο και τις Κυκλάδες. Η ηγεσία του ΕΑΜ ήταν ενήμερη για τις προθέσεις των Άγγλων, γιατί από την προηγούμενη βδομάδα η Συμμαχική Αποστολή στη Μυτιλήνη είχε συγκεντρώσει στα Μπλόκια (τον προσφορότερο χώρο αποβίβασης – εκεί που σήμερα αράζουν τα φερυ-μπωτ), όλα τα φορτηγά αυτοκίνητα της Ούνρα, που είχαν έρθει με την απελευθέρωση στο νησί για τη μεταφορά στα χωριά της συμμαχικής βοήθειας. Η απόπειρα αποκρούστηκε αμέσως από εκατοντάδες πολίτες, που με φωνές, σπρωξιές, μπαστουνιές και ομπρελιές (ψιλόβρεχε), εμπόδισαν τους ινδούς να πατήσουν καν το πόδι τους στο μουράγιο. Θυμάμαι τον πατέρα μου, κραδαίνοντας την ομπρέλα του να πρωτοστατεί στην απώθηση. Αμέσως άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες όλων των εκκλησιών και σε όλες τις γειτονιές βγήκαν συνεργεία της ΕΠΟΝ και με χωνιά ξεσήκωσαν τον κόσμο. Σε λίγο είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες στα Μπλόκια. Με τον πατέρα μου δε γυρίσαμε στο σπίτι (άλλωστε δεν είχαμε προλάβει να ψωνίσουμε τίποτα) αλλά πήγαμε στα γραφεία των οργανώσεων. Ο πατέρας μου έβαλε σε λειτουργία τον «Ραδιοφωνικό Σταθμό ΕΑΜ Λέσβου», που είχε φτιάσει σχεδόν μόνος του και άρχισε να εκπέμπει. Εμένα με στείλανε, με τα πόδια φυσικά, στη Μόρια, να δώσω σχετικό μήνυμα στην τοπική οργάνωση, γιατί δεν υπήρχε τηλέφωνο στο χωριό. Άλλους συνομήλικους μου (εμείς οι μαθητές βλέπεις είχαμε διακοπές) τους έστειλαν σε άλλα κοντινά χωριά. Από το απόγεμα άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη τραγουδώντας, φάλαγγες χωρικών, αυτοσχέδια οπλισμένων. Συνεργεία επονιτών αναλάβαμε να πηγαίνουμε τις ομάδες των χωρικών σε σπίτια (αντιδραστικών κατά προτίμηση), όπου θα κοιμόντουσαν τη νύχτα. Μας είχαν εφοδιάσει με έγγραφη εξουσιοδότηση και σε ορισμένες περιπτώσεις μας συνόδευε και ένας πολιτοφύλακας. Δημιουργήθηκε επίσης υπηρεσία τροφοδοσίας όλου αυτού του πλήθους, από κοπέλες της ΕΠΟΝ. Ως το πρωί της επομένης είχαν έρθει στην πόλη, χωρίς υπερβολή, 60.000 άνθρωποι. Τη νύχτα η Μυτιλήνη γέμισε οδοφράγματα, έτσι που θύμιζε το Παρίσι της εποχής των επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Από την πρώτη στιγμή επίσης άρχισαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις, μεταξύ της ηγεσίας του ΕΑΜ και των Άγγλων, που επέτρεψαν στους δικούς μας να κερδίσουν καιρό. Για λόγους τακτικής ο ΕΛΑΣ δεν εμφανίστηκε πουθενά, είχε όμως καταλάβει επίκαιρες θέσεις στο Κάστρο και σε οικοδομήματα που δεσπόζανε και ελέγχανε το χώρο αποβίβασης, ενώ τα φορτηγά που περίμεναν να φορτώσουν τους Ινδούς αχρηστεύθηκαν, με την αφαίρεση των μπουζί από τις μηχανές τους. Επί έξι ημέρες και έξι νύχτες μείναμε όλοι στα Μπλόκια και στις γύρω παραλίες, παρά το ψοφόκρυο που έκανε. Είχαμε ανάψει φωτιές για να ζεσταθούμε και με την παραμικρή κίνηση που παρατηρούσαμε στα πλοία, χτυπούσαν αμέσως τις καμπάνες και όσοι μένανε στα σπίτια κατέβαιναν αλαλάζοντας και κραδαίνοντας αυτοσχέδια όπλα στην παραλία. Γενικά επικρατούσε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και κεφιού, που το συντηρούσαν χορωδίες νεαρών, που γυρνούσαν και λέγανε επαναστατικά ή σατιρικά τραγούδια, καθώς και πολλοί (ο πατέρας μου μεταξύ των πρώτων, όταν δεν εξέπεμπε ο σταθμός), που ανεβασμένοι στα Μπλόκια ή στα οδοφράγματα απαγγέλναν φλογερά ποιήματα.
Τελικά οι Άγγλοι υποχώρησαν και φύγανε από το νησί. Αυτή η αναίμακτη νίκη γιορτάστηκε με τρικούβερτο παλλαϊκό γλέντι. Θυμάμαι μια ομάδα από Αγιασώτες, που είχαν καταλύσει στο κτίριο της Λέσχης «Πρόοδος» – που ήταν τότε το προπύργιο της Αντίδρασης, να παρακολουθούν από το μπαλκόνι της τα παρελαύνοντα πλήθη φωνάζοντας «ζήτω η Λέσχη Πρόοδος».»
Διαβάστε επίσης -από τον ιστότοπο «Βραχόκηπος»- το βιβλιαράκι «Μυτιλήνη, Χριστούγεννα 1944, GO BACK», που εκδόθηκε το 1945, από το οποίο είναι παρμένες θαρρώ, όλες οι φωτογραφίες των αφιερωμάτων:
** Στα σημερινά αυτιά μας, οι εκφράσεις που ακούγονται στα σατιρικά αυτά τραγουδάκια όπως «αγριαθρώποι», «αραπάδες», «κανίβαλοι» κλπ, είναι προφανώς εντελώς politically incorrect, αλλά ας φανταστούμε λίγο και την κατάπληξη των ντόπιων στη θέα ενός εχθρικού στρατού αποτελούμενου από Ινδούς, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους.
Χρόνια μας πολλά, και μακάρι αυτή η αντίδραση των Μυτιληνιών το 1944, να αποτελεί έμπνευση για μας σήμερα…
Τρία χρόνια σήμερα από το θάνατο του Μίμη…. και κάθε μέρα, είναι στο μυαλό μας
Το μεσημεράκι του Σαββάτου θα μαζευτούμε και πάλι στο στέκι των Καλλονιατών, να πιούμε ένα ποτήρι στη μνήμη του, να τον θυμηθούμε παρέα με τους καλούς του φίλους, και να διαβάσουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του, το αυτοβιογραφικό «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», που πρόκειται -σύντομα ελπίζουμε- να εκδοθεί.
————————-
Ο Νίκος στο ιστολόγιό του δημοσίευσε χτες ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο του “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης”, όπως κάνει συνήθως κάθε Τρίτη.
Για τον Βόρη Φεδέρωφ και την κόρη του, τη Ζήνα, έχει γράψει και το «Φιστίκι», εδώ:
Άλλη μια δύσκολη μέρα σήμερα, κυρίως για την Κική, όπως οι περισσότερες γιορτές και οι επέτειοι, πλέον. Ελπίζω μόνο, όπως γράφει και στα παρακάτω ποιήματά της*, τα λόγια, η μορφή κι η ζεστασιά του Μίμη, να είναι γραμμένα ανεξίτηλα μέσα στο μυαλό και την καρδιά της και να την συντροφεύουν για πάντα, τώρα που εκείνος λείπει…
***
*Από την ποιητική συλλογή της με τίτλο «Του Έρωτα και του Αγώνα», Δεκέμβριος 1986
Χτες το βράδυ, γιορτάστηκε με ένα ξέφρενο και αυθεντικά λαϊκό και «χειροποίητο» γλέντι, το έθιμο του Κλήδονα, στην Ακαδημία Πλάτωνος. Η αγαπημένη αυτή γειτονιά του κέντρου της Αθήνας, είναι ενα ολοζώντανο κύτταρο, δείγμα του πώς μπορεί η αυτοοργάνωση των πολιτών να κάνει θαύματα.Με αφορμή τη χτεσινή γιορτή, αναδημοσιεύω το -σχετικό με το έθιμο και τον γιορτασμό του στο νησί- απόσπασμα από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου, που δημοσιεύτηκαν την εφημερίδα «Εμπρός» της Λέσβου.
[…] Τούτο το απόγεμα ήταν τελείως διαφορετικό από το χτεσινό, γιατί απόψε άνοιξαν τον κλείδωνα*. Ήταν 23 Ιουνίου. Δεν είχα ξαναδεί ν’ ανοίγουν τον κλείδωνα, έθιμο τελείως άγνωστο στην Αθήνα, κι ήμουν όλο περιέργεια και ερωτήσεις.
Την προετοιμασία του κλείδωνα, που έγινε το προηγούμενο βράδυ, δεν την πήρα είδηση, καθώς με είχε απορροφήσει το παιχνίδι με τους καινούργιους μου φίλους.
Το σούρουπο τα κορίτσια είχαν πιάσει το «αμίλητο νερό», που το ‘βγαλαν από το πηγάδι που είναι στην αυλή της κυρίας Μαρίκας. Από τη στιγμή που θα βγάζανε τον κουβά από το πηγάδι και θα γέμιζαν το κανάτι του κλείδωνα, ως την ώρα που θα βάζανε μέσα τα «σημάδια», δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια κι άλλα μικροαντικείμενα, χαρακτηριστικά του καθενός κοριτσιού και της καθεμιάς γυναίκας, και θα σκέπαζαν το κανάτι να μείνει όλη τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα ως το απόγεμα, ως την ώρα λοιπόν που θα κλείνανε τον κλείδωνα, δεν έπρεπε να βγάλουν μιλιά απ’ το στόμα τους. Όποιο κορίτσι μιλούσε, κινδύνευε να μείνει ανύπαντρο.
Χτες, μετά την αμπάριζα και πριν αρχίσουν τα καθιστικά παιχνίδια, ο Παναγιώτης, ο Αριστείδης, ο Νίκος κι άλλοι πειρασμοί, πήγαν στην αυλή της κυρίας Μαρίκας, όπου τα κορίτσια ετοίμαζαν τον κλείδωνα και βάλανε τα δυνατά τους να τα κάνουν να μιλήσουν. Τα πείραζαν, τα τρόμαζαν, τους πετούσαν πετραδάκια, αλλά του κάκου. Τα κορίτσια κρατούσαν το στόμα τους ραμμένο. Στο τέλος, τα αγόρια βαρέθηκαν και γύρισαν στην παρέα μας.
Τον κλείδωνα τον άνοιξαν στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα σκαλιά, που ‘πιαναν όλη σχεδόν την πρόσοψη των δίδυμων σπιτιών της θείας Ζωής και της θείας Ευτυχίας, τα οποία εξασφάλιζαν άνετη θέση για αρκετά άτομα. Βάλανε ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με ένα κεντητό τραπεζομάντηλο και γύρω του τρεις καρέκλες όπου κάτσανε τρεις κοπέλες γύρω στα είκοσι. Γύρω τους στάθηκαν όρθιες διάφορες μεγαλύτερες γυναίκες, όλες γειτόνισσες και γνωστές. Τον κλείδωνα τον έφερε η Μαίρη, η μεγαλύτερη από τις κόρες του λιμενικού. Ήταν ένα πήλινο κανάτι με φαρδύ λαιμό, σκεπασμένο με κεντητό μαντήλι. Τον ακούμπησε στο τραπεζάκι και μια από τις κοπέλες, η Λίνα, ανιψιά της Πάτρας και της Αννέτας, έβαλε το χέρι της μέσα για να βγάλει το πρώτο «σημάδι», ενώ η Μπίζαινα είπε ένα δίστιχο.
«Ο χρυσαϊτός σε καρτερεί κι ο σταυραϊτός σε θέλει
μα εσύ κοιτάζεις να πιαστείς μ’ ένα άχρηστο κοπέλι»
Δυνατά γέλια ακολούθησαν καθώς, όπως διαπιστώθηκε αμέσως, το «σημάδι» ανήκε στην Ευτέρπη, μια γεροντοκόρη της γειτονιάς.
Δεύτερο δίστιχο – δεύτερο σημάδι, κι αυτό τράβηξε γραμμή. Όσο προχωρούσε ο Κλείδωνας, τα δίστιχα γίνονταν όλο και πιο τολμηρά. Δεν τα καταλάβαινα όλα, μα από τα χάχανα, τα ξεφωνητά, τα αναψοκοκκινίσματα των κοριτσιών και τις πονηρές ματιές των αντρών, μυριζόμουν πως κάτι το «μεγαλίστικο», κάτι απαγορευμένο για τα παιδιά ήταν στη μέση.
Στον Κλείδωνα είχαν μαζευτεί όχι μονάχα τα γυναικόπαιδα, αλλά και λίγοι άντρες, που έτυχε κείνη την ώρα να μην έχουν δουλειά. Μου ‘κανε εντύπωση ένας ψηλός αδύνατος άντρας, που στεκόταν παράμερα και ποτέ δε γελούσε, ούτε και με τα πιο πετυχημένα αστεία. Φαίνεται πως η στάση του άγνωστου, που έμενε ανεπηρέαστος από τη γενική ευθυμία της ομήγυρης, τράβηξε την προσοχή και της μαμάς μου, που ρώτησε τη θεία Μένη:
«Μελπομένη, ποιος ειν’ αυτός ο ψηλός;»
«Καλέ, δεν τον γνώρισες; Είναι ο Φωτάκης, της Πηνελόπης ο γιος. Είδες πώς κατάντησε; Στο Στρατό που υπηρετούσε, τον έστειλαν στο Καλπάκι σαν κομμουνιστή κι εκεί τού ‘στριψε.»
«Αχ ναι! Διάβασα ένα φοβερό βιβλίο για το Καλπάκι», της είπε η μαμά μου, «το ‘χω μαζί μου, να στο δώσω να το διαβάσεις. Τι τράβηξαν τα καημένα τα παιδιά.»
«Ποιος τους είπε ν’ ανακατεύονται με την πολιτική; Ο Στρατός δε χωρατεύει», είπε η θεία Μένη. Η μαμά μου δεν απάντησε.
Έμεινα να κοιτάζω πολλήν ώρα το Φωτάκη που του ‘στριψε στο Καλπάκι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να ήταν αυτό το Καλπάκι, που ‘κανε τους στρατιώτες να τρελαίνονται.
Τρομερή έκρηξη από ξεφωνητά, χάχανα και παλαμάκια τράβηξε τη σκέψη μου από το αγέλαστο παλικάρι. Η Μπίζαινα είχε μόλις πει ένα τόσο τολμηρό τετράστιχο, που όλοι χτυπιόντουσαν από τα γέλια:
«Ο Μ…ρος κι ο Ψ…ρος.
τα δυο μεγάλα κράτη
συμβούλιο εκάνανε
επάνω στο κρεβάτι»
Τα ονόματα αυτών των δύο κρατών δεν τα είχα ξανακούσει και δεν ήξερα τι σημαίνανε. Συνήθως τις απορίες μου για τη σημασία των αγνώστων λέξεων μου τις έλυνε η μαμά μου, αλλά τώρα κάτι μου έλεγε πως δε θα μπορούσα να τη ρωτήσω σχετικά. Στράφηκα στον καινούργιο φίλο μου, το Στράτο:
«Στράτο, τι είναι αυτά τα κράτη;»
Αυτός στην αρχή με κοίταξε με απορία, ύστερα χαμογέλασε πονηρά και μου ‘πε με συνωμοτικό ύφος:
«Δεν ξέρεις; Είναι το πράμα της γυναίκας και το πράμα του άντρα.»
Στο μεταξύ εξαντλήθηκε το περιεχόμενο του κανατιού και η γιορτή τέλειωσε. Τα κορίτσια μάζεψαν το τραπέζι και τα άλλα συμπράγκαλα και οι μεγάλοι αποσύρθηκαν στις εξώπορτές τους. Η παρέα των παιδιών μαζευτήκαμε μπροστά στο φούρνο στην αρχή του δρόμου, ήταν όμως αρκετά αργά πια για να παίξουμε κανένα καλό παιχνίδι.
* σημείωση: Παλιότερα, έγραφαν «Κλείδωνας», παρετυμολογώντας από το ‘κλειδώνω’, το σωστό όμως είναι «Κλήδονας», από το αρχαίο κληδών> οιωνός, μαντικό σημάδι, προμήνυμα.
-Το σκίτσο είναι του Μίλτη Παρασκευαΐδη, από το λεύκωμα «Αντισνομπιστικά και αντιρομποτικά» του 1977